Λάθος ήταν η διαιώνιση ενός συμβιβασμού που θα έπρεπε να ήταν προσωρινός και να περιοριζόταν στην περίοδο του πολέμου, που μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ υιοθετήθηκε οριστικά σαν ο "κοινοβουλευτικός δρόμος" προς τον σοσιαλισμό, μέσω της συμμετοχής σε αστικούς θεσμούς, σαν το μόνο δυνατό έδαφος της πάλης (...) η αδυναμία να κατανοηθεί ότι "το δημοκρατικό κράτος που γεννήθηκε από την Αντίσταση" ήταν, παρ' όλα αυτά, ένα αστικό κράτος. Δεύτερον, η υποτίμηση της δύναμης ενός κόμματος που είχε, στο τέλος του πολέμου, 2.500.000 μέλη, περιλαμβανομένων 500.000 ενόπλων. Ο Τολιάτι φοβόταν ότι οι κομμουνιστές δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τις συμμαχικές δυνάμεις κατοχής και την αστική τάξη (...) Υπερεκτίμησε τη σταθερότητα και τη διάρκεια της αντιφασιστικής ενότητας, όπως και τις πραγματικές ευκαιρίες που αφήνει ανοικτή η αστική δημοκρατία στον αγώνα του προλεταριάτου. Εξαιτίας των λαθών, εσφαλμένων εκτιμήσεων και φόβων που προέκυψαν, όχι λόγω προδοσίας, το ΙΚΚ δεν μπόρεσε να δώσει λύση προς όφελός του στην κατάσταση δυϊσμού της εξουσίας, που δημιουργήθηκε στο τέλος της Αντίστασης στη μεταφασιστική Ιταλία, παρά τη μεγάλη ανθρώπινη και υλική του δύναμη».
Η σοσιαλδημοκρατία παραμένει εχθρός της εργατικής τάξης στην πάλη για τον σοσιαλισμό. Οπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα λαϊκά και ενωμένα μέτωπα άνοιξαν την πόρτα σε μια συμβιβαστική στάση ως προς τη σοσιαλδημοκρατία, βλέποντάς τους ως συμμάχους στην πάλη για τον σοσιαλισμό. Η αντίληψη αυτή για τη σοσιαλδημοκρατία αποτελεί βασικό στοιχείο της θεωρίας περί ειρηνικής μετάβασης στον σοσιαλισμό και παραβλέπει το γεγονός ότι η λειτουργία και ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας είναι να κρατήσει τους εργάτες μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, διοχετεύοντας τη δυσαρέσκεια και τον θυμό τους με τέτοιον τρόπο που το ίδιο το σύστημα να μην απειλείται. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι Σοσιαλδημοκράτες εξαπέλυσαν τις πιο οργισμένες επιθέσεις κατά των κομμουνιστών και από κοινού με τη μυστική αστυνομία πέρασαν δεκαετίες παρακολουθώντας τη δραστηριότητα των κομμουνιστών. Το χρέος των κομμουνιστών σχετικά με τους Σοσιαλδημοκράτες είναι να διαλύσουν την επιρροή που ασκούν στους εργάτες, αποκαλύπτοντας τον ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στο να συντηρεί το καπιταλιστικό σύστημα».
Σε αυτό το ζήτημα ακριβώς, όπως και σε άλλα, πρέπει να αξιολογήσουμε κριτικά τη δράση μας ως κομμουνιστές. Επειδή δεν μπορούμε να έχουμε μια μονόπλευρη θεώρηση της πολιτικής του 7ου Συνεδρίου της Διεθνούς: Την εντυπωσιακή πρόοδο της κομμουνιστικής επιρροής, την προετοιμασία των συνθηκών της Αντίστασης, τη νίκη ενάντια στον φασισμό και τις συνθήκες για τη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Δεν πρόκειται για μια υποβάθμιση αυτής της θετικής πλευράς. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι ο ρόλος των κομμουνιστών είναι πρώτα απ' όλα να επιτρέψουν στην εργατική τάξη να ανατρέψει την αστική, να πραγματοποιήσει την επανάσταση και να οικοδομήσει τον κομμουνισμό. Είναι αυτό, από το οποίο τελικά εξαρτάται η αξιολόγηση της δράσης τους. Είναι όμως σαφές ότι αυτό που δίκαια παρουσιάστηκε ως η εφαρμογή της τακτικής ανταπόκρισης σε μια συγκεκριμένη κατάσταση - την πολιτική εξόντωσης του Κομμουνιστικού Κόμματος και απειλής πολέμου κατά της Σοβιετικής Ενωσης - υπό την πίεση των γεγονότων μετατράπηκε σε πολιτική στρατηγική. Η εμπειρία δείχνει ότι όταν η τακτική μετατρέπεται σε στρατηγική, αυτό είναι ένα σημάδι του οπορτουνισμού! Αυτό πρέπει να διορθωθεί.
Δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι εδώ και πολλά χρόνια ο ευρωκομμουνισμός δικαιολογούσε τα οπορτουνιστικά λάθη του με την εμπειρία της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου. (...) Η προηγμένη δημοκρατία στη Γαλλία, το "βήμα" προς τον σοσιαλισμό, το οποίο στην πράξη τον έθετε όλο και πιο πίσω στο χρονοδιάγραμμα, η συμμαχία με τους σοσιαλιστές σε ένα γενικό πρόγραμμα διακυβέρνησης, τέτοιο όπως ο "ιστορικός συμβιβασμός" του Μπερλίνγκουερ στην Ιταλία ή η πολιτική του Καρίγιο στην Ισπανία, αποτελούν μέρος της συνέχειας αυτής της πολιτικής κληρονομιάς ή, πιο συγκεκριμένα, των οπορτουνιστικών αντιλήψεων που προκάλεσε.
Σε ένα άλλο πλαίσιο, το ίδιο ισχύει σήμερα και για την πολιτική κάποιων Κομμουνιστικών Κομμάτων στη Λατινική Αμερική, που συμμετέχουν άκριτα ή υποστηρίζουν "προοδευτικές" κυβερνήσεις, έξω από το μαζικό κίνημα και την κινητοποίηση της εργατικής τάξης για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Αλλά το αποτέλεσμα είναι μπροστά στα μάτια μας: Η αποτυχία είναι προφανής παντού! Στη χειρότερη περίπτωση, το κόμμα "αυτοκτόνησε" (Γαλλία - Ιταλία - Ισπανία). Στην καλύτερη περίπτωση, οι ίδιες οι λαϊκές μάζες μπόρεσαν να βιώσουν μια προσωρινή βελτίωση στη θέση τους (Αργεντινή - Βραζιλία - Βολιβία - Νικαράγουα - Ελ Σαλβαδόρ...). Αλλά το μονοπωλιακό κεφάλαιο παραμένει και τελικά παίρνει το φόρο του, ακόμα και εκεί που φάνηκε να έχει ηττηθεί».
Για την Ιταλία αναχώρησε την Παρασκευή ο Κώστας Παπαδάκης, μέλος της ΚΕ και ευρωβουλευτής, για να εκπροσωπήσει το ΚΚΕ στην εκδήλωση που διοργανώνει το ΚΚ Ιταλίας για την 100ή επέτειο από τη συγκρότηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η εκδήλωση πραγματοποιείται το Σάββατο 2 Μάρτη.