Associated Press |
Από τις κινητοποιήσεις της περασμένης βδομάδας |
Οι προσπάθειες αυτές, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δεν έχουν αποφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Σε αυτό το σημείο, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς τη διάσταση απόψεων, αλλά και πράξεων που διαφαίνεται, πλέον, ξεκάθαρα ανάμεσα στους κυβερνητικούς εταίρους. Η ενότητα που χαρακτήριζε τους συγκυβερνώντες του Μεγάρου Ματινιόν, στις καλές «στιγμές» της κυβέρνησης, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. «Νεφελώδης έως πολύ νεφελώδης» είναι ο ουρανός της συγκυβέρνησης, αφού ο κάθε κυβερνητικός εταίρος έχει αποδυθεί, μετά τον καταποντισμό των δημοτικών, να «μαζέψει τα κομμάτια του», να διαχωρίσει τη θέση του και να διαφυλάξει ό,τι μπορεί στο εκλογικό του πεδίο. Οσο για τον ίδιο τον Λιονέλ Ζοσπέν, ο οποίος είναι γνωστό ότι προτίθεται να σταθεί αντιμέτωπος με τον νυν Πρόεδρο Ζακ Σιράκ στην επερχόμενη προεδρική αναμέτρηση, μοιάζει να διστάζει, πια, ακόμη και να επιβεβαιώσει αυτήν του την πρόθεση.
Associated Press |
Αντίθετα, φάνηκε ότι οι επαναλαμβανόμενες αναφορές του στην «ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας, στην παγίωσή της στη θέση της ατμομηχανής της Ευρώπης, η στιβαρότητα και η δυναμική της απέναντι στη στασιμότητα που παρουσιάζει η αμερικανική οικονομία», δε συγκίνησαν διόλου τους Γάλλους πολίτες. Οι εργασιακοί κλάδοι που βρίσκονταν σε κινητοποίηση ανακοίνωσαν τη συνέχισή τους (π.χ. εργαζόμενοι στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, νοσηλευτικό προσωπικό και μαίες), αρκετοί άλλοι εξήγγειλαν τις δικές τους (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι) και όλοι μαζί ένωσαν τις δυνάμεις τους στο πλευρό των απολυμένων ή απειλούμενων με απόλυση συνανθρώπων τους από μεγάλες γαλλικές ή πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Επιμένοντας στον «κοινωνικό προσανατολισμό» της κυβέρνησης και υπερθεματίζοντας όσον αφορά στην «προτεραιότητά της για βελτίωση των συνθηκών ζωής του κάθε πολίτη», ο Λιονέλ Ζοσπέν ανακοίνωσε σειρά μέτρων, που λίγες ημέρες αργότερα, κατέθεσε προς συζήτηση στη Γερουσία και στο Κοινοβούλιο, η υπουργός Εργασίας και Αλληλεγγύης, Ελιζαμπέτ Γκιγκού. Στόχος τους είναι να καταστεί πιο δύσκολο για τις κερδοφόρες επιχειρήσεις να απολύουν και να διευκολυνθεί η διαδικασία εξεύρεσης εργασίας για τους απολυμένους, αλλά και για τους νέους.
Ο όρος ο οποίος εμφανίστηκε πολλάκις τόσο στα λόγια του Λιονέλ Ζοσπέν, αλλά και στα λόγια σειράς υπουργών του, προφανώς σε μια προσπάθεια επιβεβαίωσης των κοινωνικών ανησυχιών και των προθέσεων της κυβέρνησης, ήταν «ο κοινωνικός διάλογος». Μάλιστα, ο υπουργός Δημόσιας Διοίκησης, Μισέλ Σαπέν, δε δίστασε να εκτιμήσει ότι «από την ποιότητα και την ουσία του διαλόγου για τις συλλογικές συμβάσεις του δημοσίου, θα κριθεί η εμβέλεια της βελτίωσης των όρων διαβίωσης για δημόσιους, αλλά και ιδιωτικούς υπαλλήλους, αφού θα εκληφθεί ως παράδειγμα προς μίμηση από την ιδιωτική πρωτοβουλία».
Αν και το πλήρες κείμενο των κυβερνητικών προτάσεων δεν έχει γίνει γνωστό, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, αλλά και τις δηλώσεις του ίδιου του Λιονέλ Ζοσπέν, βασικός άξονας δράσης είναι οι νέοι και οι απολυμένοι. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η αύξηση του βοηθήματος που, ήδη, χορηγείται σε όσους αναζητούν εργασία από 2.000 φράγκα το χρόνο σε 2.000 φράγκα το μήνα. Ταυτόχρονα, ενισχύεται το μέτρο της εξατομικευμένης παροχής επαγγελματικού προσανατολισμού και σχετικής πληροφόρησης στους νέους ανέργους, από όλες τις, κατά τόπους, επιθεωρήσεις ανεύρεσης εργασίας και τα ταμεία ανεργίας, ενώ τίθεται σε πλήρη εφαρμογή το σχέδιο «επανεισόδου στην εργασία» (PARE), το οποίο υπογράφτηκε από την κυβέρνηση και τα συνδικάτα και προβλέπει δέσμη μέτρων για όσους αναζητούν εργασία. Τέλος, αυξάνει το επίδομα που χορηγείται στους εργοδότες για να προχωρήσουν σε προσλήψεις και ιδιαίτερα νέων εργαζομένων.
Για το έτερο κομβικό σημείο των απολύσεων, τα νέα κυβερνητικά μέτρα προβλέπουν ότι στο εξής οι απολυμένοι θα πρέπει να αποζημιώνονται με το 1/5 των μισθολογικών τους αποδοχών ανά χρόνο αρχαιότητας (και όχι 1/10 που ίσχυε τα τελευταία 22 χρόνια). Επιπλέον, η διοίκηση της κάθε επιχείρησης υποχρεούται να έχει επιμορφώσει και παράσχει στον εργαζόμενο κάποια γνώση και ειδίκευση προτού τον απολύσει, έτσι ώστε να μη βρίσκεται στην ανεργία εντελώς ανειδίκευτος, ενώ, παράλληλα, θα πρέπει να προτείνει και τις θέσεις εργασίας που θα μπορούσαν να καταληφθούν από τον απολυμένο υπάλληλό της. Ξεπερνώντας τον εαυτό του, μάλιστα, ο Γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ερίκ Μπενσόν, πρότεινε ακόμη και να αναλάβουν οι επιχειρήσεις να καταβάλουν μηνιαίο επίδομα στους απολυμένους τους, μέχρις ότου αυτοί βρουν εργασία.
Προσπαθώντας να αποφύγει την ερώτηση - «σκόπελο» για το όριο του κατώτερου μισθού και τις συλλογικές συμβάσεις, των οποίων η συζήτηση αναμένεται να ξεκινήσει το πρώτο δεκαήμερο του Μάη και τα αποτελέσματά του αναμένεται να ανακοινωθούν την 1η Ιουλίου, με δεδομένα τα αιτήματα των συνδικάτων για γενναία μισθολογική αύξηση, αλλά και αύξηση του κατώτατου μισθού, ο Γάλλος πρωθυπουργός, στην τηλεοπτική του συνέντευξη, απάντησε: «Η εργασία και η αγοραστική δύναμη δεν είναι ανταγωνιστικοί όροι. Αφού σε 4 χρόνια πετύχαμε να δημιουργηθούν 1,5 εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας, αυτοί οι 1,5 εκατομμύριο νέοι μισθοί θα κινηθούν στην αγορά».
Η απάντηση, προφανώς, δεν έπεισε και προκειμένου να προληφθούν αντιδράσεις, όσο αυτό είναι δυνατόν, ο υπουργός Δημόσιας Διοίκησης Μισέλ Σαπέν έσπευσε να αναγγείλει ότι στη συζήτηση για τις συλλογικές συμβάσεις του δημοσίου, η κυβέρνηση θα προτείνει μισθολογική αύξηση 1,2% ανά έτος, για το 2001 και για το 2002. Τόνισε, μάλιστα, ότι η κυβέρνηση στοχεύει να «δώσει το παράδειγμα και σε όλο τον ιδιωτικό τομέα». Η αντίδραση των συνδικάτων CGT, CFDT, CFTC, UNSA, δεν ήταν ενθουσιώδης, όπως πιθανώς ανέμενε η κυβέρνηση του Παρισιού, αφού υπενθύμισαν ότι οι προτεινόμενες αυξήσεις δεν μπορούν να αποκαταστήσουν την απολεσθείσα αγοραστική τους δύναμη με δεδομένη την αύξηση του πληθωρισμού. Οπότε αναμένεται με ενδιαφέρον η έναρξη των συζητήσεων.
Η αδυναμία του Γάλλου πρωθυπουργού να πείσει, όμως, δεν ήταν και τόσο μη αναμενόμενη. Οπως τονίζουν πολλοί πολιτικοί αναλυτές, τα «έκτακτα» μέτρα που αναγγέλθηκαν, κάθε άλλο παρά έκτακτα είναι. Αποτελούν εξαγγελίες σχεδόν όλων των υπουργών του Ζοσπέν, οι οποίες έχουν χρονίσει, και ουσιαστικά διόλου δεν αλλάζουν τους κατευθυντήριους άξονες της κυβερνητικής πολιτικής, που δεν είναι άλλοι από την εναρμόνιση με τις αποφάσεις της ΕΕ. Ανάλογες, άλλωστε, ήταν και οι προεκλογικές του υποσχέσεις.
Ο πρωθυπουργός ανήγγειλε την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, στον προϋπολογισμό του 2002, από 0,3% σε 0,5% (δηλαδή στο σύνολο των 28,9 δισεκατομμύρια φράγκα). Η εξαγγελία, όμως, δεν υπερβαίνει τα όρια του τριετούς πλάνου κοινωνικών δαπανών που υποβλήθηκε προς έγκριση, και την πήρε, στις Βρυξέλλες. Σύμφωνα με αυτό το πλάνο, το ανώτατο όριο που μπορούν να αγγίξουν οι αυξήσεις των κοινωνικών δαπανών ανά έτος, στον προϋπολογισμό της χώρας, είναι το 1%. Στη Γαλλία, από το 1997 η αύξηση των κοινωνικών δαπανών δεν έχει ξεπεράσει κατά μέσο όρο το 0,3% (μηδενικές αυξήσεις 1997, 1998, 2000, 1% το 1999, 0,3% το 2001).
Επίσης, σε αντίθεση με τις οργισμένες κυβερνητικές εξαγγελίες σχετικά με την ανάληψη νομικής δράσης ενάντια στις επιχειρήσεις που προχώρησαν σε απολύσεις, (π.χ. Marks and Spencer) καθηγητές της γαλλικής εργατικής νομοθεσίας υπενθυμίζουν ότι σύμφωνα με το άρθρο 321 - 1, οι επιχειρήσεις έχουν κάθε δικαίωμα να απολύσουν σε περίπτωση σοβαρών οικονομικών προβλημάτων ή τεχνικής αναδιάρθρωσης και καμία νομοθεσία δεν τις περιορίζει, παρά μόνο σε ορισμένες τυπικές πλευρές, όπως είναι η έγκαιρη ενημέρωση των, υπό απόλυση, εργαζομένων.
Οπως υπογράμμιζαν αναλυτές, τα «έκτακτα» μέτρα της κυβέρνησης ελάχιστη επίδραση θα έχουν στην καθημερινότητα των εργαζομένων. Και αυτό, γιατί ούτε οι απολύσεις μπορούν να ελεγχθούν νομικά, ούτε δεσμεύει κανείς την επιχείρηση η εκπαίδευση που θα παρέχει στον εργαζόμενο να μπορεί να του χρησιμεύσει και σε μια επόμενη εργασία. Τα συνδικάτα αντιμετώπισαν ειρωνικά και την πρόταση για αύξηση των βοηθημάτων και των αποζημιώσεων σε περίπτωση απόλυσης, υπενθυμίζοντας ότι ούτως ή άλλως οι μισθοί δεν έχουν αυξηθεί ανάλογα με τον πληθωρισμό και ότι η εφαρμογή του 35ωρου δημιούργησε, μεν, νέες θέσεις εργασίας, αλλά καλύπτονται με εργαζόμενους μερικής απασχόλησης, οι οποίοι είναι σε ακόμη δεινότερη θέση.
Η γαλλική αντιπολίτευση αντιμετώπισε, σχεδόν, με «χλευασμό» τις κυβερνητικές προσπάθειες. Ο δεξιός συνασπισμός UDF - RPR μίλησε για «απόπειρα να κλείσει η αυλαία» του προβλήματος, ενώ η εξωκοινοβουλευτική «Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα» για «μίζερα ευχολόγια». Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, έχουν οι αντιδράσεις των συγκυβερνώντων του Λιονέλ Ζοσπέν. Οι Πράσινοι μίλησαν για «ημίμετρα», αλλά επικρότησαν την προοπτική του «διαλόγου», το Κίνημα Πολιτών του Σεβενεμάν χαρακτήρισε τα μέτρα «στάχτη στα μάτια» και το ΚΚ Γαλλίας επανέλαβε ότι «οι λογιστικοί υπολογισμοί του Ζοσπέν δε βγάζουν το λογαριασμό».
Στο πλευρό των διαμαρτυρόμενων εργαζομένων, αλλά και των απολυμένων έσπευσε να σταθεί το ΚΚ Γαλλίας, το οποίο διοργάνωσε μεγάλη διαδήλωση, το περασμένο Σάββατο, στο Καλέ, του οποίου κέρδισε και τη δημαρχία, με αφορμή την ανακοίνωση απολύσεων της LU, του τοπικού παραρτήματος της Danone. Η διαδήλωση ήταν ιδιαιτέρως μαζική και δυναμική και υποστηρίχτηκε, εκτός από τις επιτροπές των εργαζομένων, και από τις οργανώσεις και τα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Η ηγεσία του δεν έκρυβε την ικανοποίησή της για αυτό που οι πολιτικοί αναλυτές χαρακτήρισαν «προσπάθεια ανασυγκρότησης των δυνάμεών του και ενίσχυσης των δυναμικών του παρεμβάσεων στο κοινωνικό πεδίο».
Αλλωστε, υπογράμμιζαν, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η «δυναμική αντίδραση» του ΚΚ Γαλλίας ακολούθησε τη σχετική συνεδρίαση της εθνικής του επιτροπής για τα, παραπάνω από απογοητευτικά, αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών. Τη διάσταση αυτή επισήμαναν και τα μεγάλα συνδικάτα, κυρίως η CGT, τα οποία διακριτικά πήραν αποστάσεις, από όσους χαρακτήρισαν «όψιμους υποστηρικτές των εργαζομένων, που ενώ συμμετέχουν στην κυβέρνηση, συνειδητοποίησαν ότι η κυβερνητική πολιτική δεν έχει τη σωστή κατεύθυνση».
Μέσα, λοιπόν, σε κύμα αλλεπάλληλων κινητοποιήσεων, απεργιών και διαμαρτυριών, αναμένεται να αρχίσει την πρώτη εβδομάδα του Μάη, ο «διάλογος» για τις συλλογικές συμβάσεις. Οι παρεμβάσεις και οι προσπάθειες της κυβέρνησης από τη μία να κατευνάσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και από την άλλη να εξασφαλίσει μια στοιχειώδη συνοχή ανάμεσα στους εταίρους της, δεν έχει καρποφορήσει. Αντίθετα, οι απολύσεις συνεχίζονται, τουλάχιστον η πρώτη «δόση»: εκτός από τα διάφορα παραρτήματα της Danone και του Marks Spencer, απολύσεις σχεδιάζουν η Moulinex, η Dim, η αεροπορική εταιρία AOL που αγοράστηκε από την Swissair και η Pechiney.
Σε πλήρη εγρήγορση και σε απόλυτο συντονισμό οι εργαζόμενοι, σχεδόν όλων των κλάδων, δηλώνουν αποφασισμένοι να μην «εγκαταλείψουν τους δρόμους, όπου, ούτως ή άλλως, τους καταδικάζει να καταλήξουν η κυβερνητική πολιτική των απολύσεων, της περικοπής της κοινωνικής ασφάλισης, της συρρίκνωσης των μισθών». Θερμός καταφτάνει ο Μάης...
Κάποιες μέρες οι απολύσεις μπορούν να φτάσουν και τις 40.000 κάποιες άλλες τις 15.000 άλλες πολύ μικρότερο αριθμό. Ομως, δεν περνά μέρα που να μην υπάρχουν και να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Ο ρυθμός των χαμένων θέσεων εργασίας είναι καταιγιστικός τέτοιος, που κατατάσσουν τα επίπεδα των απολύσεων για το πρώτο τρίμηνο του 2001, τουλάχιστον όσον αφορά στις ΗΠΑ, πολύ υψηλότερα από τα επίπεδα που είχαν φτάσει οι απολύσεις επί της επιδημίας της «προ τα κάτω μείωσης» (Downsizing) που είχε πλήξει την αμερικανική κυρίως επικράτεια κατά τα τέλη της δεκαετίας του '80. Δεκάδες χιλιάδες είναι οι εργαζόμενοι που έχουν χάσει τις δουλιές του κατά τον Απρίλη, σε επιχειρήσεις που διαβαθμίζονται από καθιερωμένους κολοσσούς και θεσμούς όπως «Eastman Kodak» και η ολλανδική «Philips Electronic», τους νέους «γίγαντες» της τηλεπικοινωνίας όπως τις σκανδιναβικές «Ericsson» και «Nokia» και την ομογάλακτή τους αμερικανική «Motorola», έως και τη βρετανική αλυσίδα πολυκαταστημάτων «Marks Spencer». Και ο μήνας δεν έχει καν τελειώσει... με αποτέλεσμα από την αρχή του χρόνου ο αριθμός των απολυμένων να αγγίξει το μισό εκατομμύριο, αφού μέχρι στις 29 Μάρτη είχαν επισήμως καταγραφεί και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού 350.000 απολυθέντες, τουλάχιστον σύμφωνα με τον βρετανικό Εκόνομιστ.
Αραγε, τι τρέχει και η «νέα οικονομία» δείχνει να πνέει τα λοίσθια; Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, όταν η οικονομία βρίσκεται σε πτώση κατά τη διάρκεια της κυκλικής της πορείας, δηλαδή διανύει την περίοδο της κρίσης όπου συντελείται η φάση καταστροφής και αναγέννησής της, θεωρείται δεδομένο και όχι απλά ενδεχόμενο ή αναμενόμενο, οι επιχειρήσεις να προχωρούν σε «αναδιαρθρώσεις» και κατά συνέπεια δραστικές μειώσεις του απασχολούμενου προσωπικού τους. Ωστόσο, στο περιβάλλον της «νέας οικονομίας» κάτι δείχνει να έχει διαφοροποιηθεί.
Κατ' αρχάς, οι περικοπές συμβαίνουν τάχιστα και χωρίς καμία προειδοποίηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο λίγους μήνες πριν, η βιομηχανία της νέας τεχνολογίας κόμπαζε εκ του περισσού μάλιστα για τα απίστευτα επίτευγμά της: όντως είχε να επιδείξει μερικές από τις πιο ταχύτατα αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις στη σύγχρονη ιστορία και τόνιζαν περιπαθώς ότι «οι διευθύνοντες σύμβουλοί τους, πολλές φορές έμεναν άγρυπνοι ολονυχτίς στην αναζήτηση αναλυτών και προγραμματιστών που είχαν ανάγκη για τη διεύρυνσή τους».
Τώρα βρίσκονται και πάλι στην ίδια φάση και κατάσταση μόνιμης αγρύπνιας. Αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Νιώθουν, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη καταρχήν για την προσωπική και επαγγελματική επιβίωσή τους, αλλά και το «ηθικό χρέος» προς τους επενδυτές τους, αμέσως να προσφέρουν θυσίες, ανθρώπινες, για να δείξουν ότι διατηρούν ακμαίο το ηθικό, αλλά και ότι δεν τους πτοεί η πτώση των μετοχών και κυρίως της κατανάλωσης -εξαιτίας των υψηλών τιμών των προϊόντων, αλλά και των πολύ υψηλών τιμολογίων των υπηρεσιών τόσο στο Διαδίκτυο όσο και στις νέες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες- και ότι διατηρούν το κεδροφορικό πνεύμα χωρίς να ρισκάρουν να χάσουν σχετικώς από τα κέρδη ενός ακόμη τριμήνου του διανυόμενου οικονομικού έτους.
Ετσι, το πρώτο μεγάλο κύμα των απολύσεων ξέσπασε στην πλάτη πλεοναζόντων «εργαζομένων γνώσης»-(knowledge workers), παρά σε αυτών που απασχολούνται σε πιο παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας, όπως στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες αν και ούτε αυτοί ξέφυγαν και η τάση δείχνει ότι θα είναι αυτοί τα επόμενα θύματα, όπως οι εργαζόμενοι στις τράπεζες. Εξάλλου, ο εξοβελισμός από την αγορά εργασίας των «εργαζομένων της γνώσης», ήταν και η καλύτερη λύση. Οχι μόνο η απολύτως αναγκαία. Αποτελούν μια εργασιακή ομάδα, όπου ο μέσος όρος ηλικίας είναι μικρός, έχουν ευρύ επίπεδο γνώσης και κυρίως εξειδίκευσης, γεγονός που τους κατατάσσει στην κατηγορία αυτών που πιθανώς να ξαναβρούν εργασία, κοστίζουν πολύ καθώς οι αποδοχές τους συνήθως ξεπερνούν το μέσο όρο, έχουν μάθει να είναι «ευέλικτοι» ως προς τις συνθήκες και τις ώρες εργασίας και το κυριότερο δεν υπάρχει Σωματείο ή συνδικαλιστική ένωση που να τους προστατεύει ή να δημιουργήσει πρόβλημα, εξαιτίας της απόλυσής τους. Συνεπώς, το πραγματικό κόστος της απόλυσης, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο κρίνεται μηδαμινό...
Πάντως, ακόμη και σε πολύ μεγάλες και πιο «κλασικές» εταιρίες η άφιξη των μαζικών απολύσεων αποδόθηκε σε λανθασμένες πρακτικές που ακολουθήθηκαν και οι μεγαλομέτοχοι ζήτησαν από τους διευθύνοντες να αξιολογήσουν τους εργαζόμενους και να αρχίσουν τις περικοπές του 10% έως και 33% που βρέθηκε στις τελευταίες θέσεις στις λίστες αξιολόγησης. Η μέθοδος, που πρωτοεισήχθη από τις αμερικανικές εταιρίες «General Electric» και «Ford», χρόνια πριν αν και έχει καταγγελθεί από όλες τις υφιστάμενες συνδικαλιστικές οργανώσεις, έχει βρει ευρύτατη εφαρμογή το τελευταίο διάστημα, ως «η πιο αξιόπιστη, αντικειμενική και αποτελεσματική», και πια έχει γίνει το κυριότερο εργαλείο, που ως λαιμητόμος πέφτει με δύναμη στο λαιμό των εργαζομένων.
Πάντως, παρά τις διακηρύξεις και τις πάμπολλες αναλύσεις οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν συναντούν τρομακτικές δυσκολίες να βρουν δουλιά όσο ειδικευμένοι και αν είναι. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του «Ινστιτούτου Ερεύνης των Οικονομικών Κύκλων», το 57% των πρόσφατα απολυμένων παραμένουν στο ταμείο ανεργίας για περισσότερες από 5 βδομάδες και παράλληλα οι καταγεγραμμένες εργάσιμες ώρες έπεσαν στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 19 ετών.
Στα συμπεράσματά του, το εν λόγω Ινστιτούτο κάνει λόγο για βαθιά ύφεση της οικονομίας, ενώ στο αρνητικό κλίμα θα πρέπει να ενταχθεί και η ανάλυση των «Νιου Γιορκ Τάιμς» με αφορμή τη μείωση (18/4) κατά μισή ποσοστιαία μονάδα των επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, της επονομαζόμενης «Φεντ», μιλά για «Το φάρμακο της Φεντ: Μερικοί ασθενείς είναι πολύ άρρωστοι, για να μπορούν να βοηθηθούν από τη Φεντ», αφού τονίζει ότι πλείστες εταιρίες έχουν απομείνει με εκατομμύρια αδιάθετα προϊόντα στις αποθήκες τους και χωρίς τη δυνατότητα δανεισμού, παρά τις αλλεπάλληλες μειώσεις των ομοσπονδιακών επιτοκίων.
Τέλος, πιο δυσοίωνο ακόμη φαντάζει το ανάλογο δημοσίευμα του περιοδικού «Businessweek», που μεταφέρει τις εκτιμήσεις οικονομολόγων του Χάρβαρντ που τονίζουν ότι ακόμη και μια ανάπτυξη της οικονομίας της τάξης του 2% -οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για χαμηλότερη- οι απολύσεις θα συνεχίζονται με καταιγιστικό ρυθμό και «η ανεργία θα αγγίξει το 6%» από 4,3% που ήταν μέχρι πρόσφατα. Συνεπώς, όλα τα «σημάδια των καιρών» δείχνουν ότι οι «ταραχές» για την αμερικανική και κατά συνέπεια παγκόσμια οικονομία όχι μόνο δεν έχουν τελειώσει, αλλά θα συνεχιστούν. Το ίδιο και οι ανθρωποθυσίες.