Οι αβεβαιότητες στη βρετανική οικονομία οξύνουν τη διαπάλη για τους όρους αποχώρησης από την ΕΕ
Copyright 2017 The Associated |
Τα χαμόγελα των Ντέιβιντ Ντέιβις (δεξιά) και Μισέλ Μπαρνιέ (αριστερά) δεν μπορούν να κρύψουν τις περίπλοκες αντιθέσεις |
Σε αυτό το κλίμα, και εν μέσω αντιπαραθέσεων μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης για τις μελλοντικές σχέσεις της χώρας με τις άλλες ανταγωνιστικές δυνάμεις στην ΕΕ, ο Βρετανός υπουργός αρμόδιος για το Βrexit, Ντέιβιντ Ντέιβις, συναντήθηκε τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες με τον επικεφαλής των διαπραγματευτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της ΕΕ, Μισέλ Μπαρνιέ.
Αμφότεροι συμφώνησαν σε ένα βασικό χρονοδιάγραμμα των επόμενων γύρων διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό πως η συνάντηση των δύο πλευρών ξεκίνησε με βρετανική υποχώρηση στο αρχικό αίτημα να γίνουν παράλληλα παζάρια και για την αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ (Brexit) και για το πλαίσιο των διμερών εμπορικών σχέσεων. Σε αυτήν την πρώτη συνάντηση αποφασίστηκε οι συνομιλίες να επικεντρωθούν:
Οι δύο πλευρές αποφάσισαν, επίσης, να συγκροτήσουν επιπρόσθετες ομάδες εργασίας, υπο-ομάδες, και να κανονίσουν τις επόμενες συνεδριάσεις περίπου ανά τέσσερις βδομάδες. Το χρονοδιάγραμμα των επόμενων γύρων διαλόγου προσδιορίστηκε για τις 17 του Ιούλη, τις 28 Αυγούστου, τις 18 Σεπτέμβρη και τις 9 Οκτώβρη.
Το Brexit ήταν από τα κεντρικά ζητήματα στις προγραμματικές δηλώσεις της πρωθυπουργού Μέι την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή των Κοινοτήτων και στη Σύνοδο της ΕΕ. Στη Βουλή, η Μέι παρουσίασε αδρά οκτώ νομοσχέδια που αφορούν στις τελωνειακές σχέσεις, στο ανεξάρτητο εμπόριο του Ηνωμένου Βασιλείου με άλλες χώρες μετά το Βrexit, στη μετανάστευση και τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών για παραμονή και εργασία στο Ηνωμένο Βασίλειο και των Βρετανών στις χώρες της ΕΕ, νομοσχέδια για την αλιεία, τη γεωργία, την πυρηνική ασφάλεια και το πλαίσιο εφαρμογής διεθνών κυρώσεων από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, η Μέι διαβεβαίωσε τους 27 ομολόγους της ότι κανένας πολίτης κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν θα εξαναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα έπειτα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Brexit, ξεκαθαρίζοντας εντούτοις ότι απορρίπτει κάθε δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην επίλυση των διαφορών για τα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ μετά το Brexit.
Η ανταπόκριση άλλων ηγετών σε αυτήν την πρόταση ήταν «χλιαρή». Η Γερμανίδα καγκελάριος, Α. Μέρκελ, σχολίασε πως η πρόταση είναι «μία καλή αρχή» με «πολλά όμως ερωτήματα που πρέπει να διευκρινιστούν» και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζ. Κλ. Γιούνκερ, πως είναι ένα «πρώτο βήμα που δεν είναι όμως αρκετό».
Με υπόβαθρο τις αβεβαιότητες της βρετανικής οικονομίας, συνεχίζεται στο παρασκήνιο και το προσκήνιο η ενδοαστική διαμάχη για τους όρους του Brexit. Ελάχιστα 24ωρα από την έναρξη του πρώτου γύρου διαπραγμάτευσης στις Βρυξέλλες, ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών, Φίλιπ Χάμοντ, και ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Μαρκ Κάρνεϊ, κλιμάκωσαν τις πιέσεις για το λεγόμενο «ήπιο» Brexit, διεκδικώντας διατήρηση της παραμονής της Βρετανίας στην τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά της ΕΕ.
Ο Χάμοντ, μιλώντας την Τρίτη σε σύναξη τραπεζικών στελεχών στο Λονδίνο, πρότεινε μία «μεταβατική συμφωνία αμοιβαία επωφελών κανόνων» με την ΕΕ. Τόνισε ότι η χώρα θα πρέπει να αποφύγει τον γκρεμό απότομης αποχώρησης από την ΕΕ και επιχειρηματολόγησε υπέρ ενός νέου συστήματος που θα διέπει κυρίως τον χρηματοπιστωτικό τομέα σε Βρετανία και τις άλλες χώρες της ΕΕ, ώστε να μην προκαλέσει τη μεταφορά της έδρας του τραπεζικού κεφαλαίου από το Σίτι του Λονδίνου, καθώς αυτό θα αύξαινε το κόστος των υπηρεσιών σημαντικά, θα υποβάθμιζε την ποιότητα των υπηρεσιών, «πράγμα ασύμφορο και για τις δύο πλευρές».
Δύο μέρες μετά, ο Χάμοντ διέβλεψε πως η μεγάλη αβεβαιότητα στη βρετανική οικονομία ενόψει της διαδικασίας Brexit αποθαρρύνει τις επενδύσεις και τις συμφωνίες για νέες μπίζνες, λέγοντας στο «Skynews»: «Υπάρχουν πολλές επιχειρηματικές επενδύσεις που αναβάλλονται μέχρι οι εταιρείες να μπορούν να δουν πιο ξεκάθαρα ποια είναι η πιθανή έκβαση αυτών των συζητήσεων. Οσο νωρίτερα μπορούμε να δώσουμε στις επιχειρήσεις αυτήν τη διαβεβαίωση τόσο πιο γρήγορα θα αρχίσουν και πάλι οι επιχειρήσεις να επενδύουν». Αναγνώρισε πως οι Βρετανοί θέλουν Brexit που «να προστατεύει τις θέσεις εργασίας τους και το επίπεδο ζωής τους».
Στην ίδια σύναξη τραπεζιτών, ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Μ. Κάρνεϊ, κάλεσε το τραπεζικό κεφάλαιο και τους επιχειρηματίες να συνεχίσουν τις επενδύσεις, εκφράζοντας αντίθεση σε σχέδια για αύξηση των επιτοκίων της στερλίνας (που βρίσκονται σήμερα στο ιστορικό χαμηλό του 0,25%) επειδή, όπως τόνισε, έτσι θα συμπιεστούν ακόμη περισσότερο τα εισοδήματα των βρετανικών νοικοκυριών.
Επίσης, συσχέτισε το Brexit με τη μείωση του ρυθμού αύξησης του πραγματικού εισοδήματος των Βρετανών, τονίζοντας ότι θα πρέπει να τεθούν «ορισμένες βασικές προτεραιότητες, όπως η επίτευξη μιας συνολικής συμφωνίας για το εμπόριο και τις υπηρεσίες» που αποτελούν, όπως είπε, το 80% της βρετανικής οικονομίας. Τάχθηκε κατά μέτρων προστατευτισμού στην οικονομία, τονίζοντας ότι «όπως απεδείχθη από τη δεκαετία του 1930, η εφαρμογή τους δεν οδηγεί ούτε στη δικαιοσύνη, ούτε στην ευημερία, αφού βλάπτουν τους πιο αδύναμους και δημιουργούν λιγότερες ευκαιρίες».
O Συντηρητικός, πρώην αντιπρόεδρος της βρετανικής κυβέρνησης, Λόρδος Χεζελτάιν, που θεωρείται από τους θερμούς υποστηρικτές της παραμονής της χώρας στην ΕΕ, κάλεσε την Μέι να ακυρώσει τη διαδικασία Βrexit, ιδιαίτερα μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 8ης Ιούνη, τονίζοντας: «Η ιδέα ενός σκληρού Brexit δεν είναι πλέον αξιόπιστη. Νομίζω ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εχουμε διχασμένη κυβέρνηση, διχασμένη χώρα... Το σκληρό Brexit είναι νεκρό όπως και η ιδέα ότι μπορούμε να φύγουμε και να μείνουμε μία μόνη, ανεξάρτητη χώρα... Ομως πολύ απλά πλέον δεν λειτουργεί έτσι ο κόσμος σήμερα».
Αίσθηση προκάλεσε και η παρέμβαση του Αμερικανού, ουγγρο-εβραϊκής καταγωγής, καπιταλιστή Τζορτζ Σόρος, που εκτίμησε αφενός ότι η διαδικασία για το Brexit θα χρειαστεί τουλάχιστον μία πενταετία για να ολοκληρωθεί και ότι οι δύο πλευρές ίσως χρειαστεί «να ξαναπαντρευτούν προτού χωρίσουν». Υποστήριξε έτσι ότι το Brexit συνιστά «μία κατάσταση από την οποία βγαίνουν χαμένοι όλοι: και η Βρετανία και η η ΕΕ... Το Brexit δεν μπορεί να ξεγίνει. Ομως μπορούν οι άνθρωποι να αλλάξουν τη γνώμη τους».
Επιπροσθέτως, ο Σύνδεσμος Βρετανικών Αυτοκινητοβιομηχανιών εξέφρασε δυσαρέσκεια για την αβεβαιότητα ενόψει Brexit. O Μάικ Χάουις, επικεφαλής του Συνδέσμου Βιομηχάνων και Εμπόρων Αυτοκινήτου (SMMT), μιλώντας στις αρχές της βδομάδας σε ετήσια συνάντηση στελεχών του οργανισμού στο Λονδίνο προειδοποίησε για τους κινδύνους που θέτει το Brexit στην αυτοκινητοβιομηχανία, εκτιμώντας ότι ο κλάδος θα υποστεί ζημιές άνω των 4,5 δισεκατομμυρίων στερλινών σε περίπτωση «σκληρού Brexit» (δηλαδή αποχώρηση της Βρετανίας δίχως συμφωνία για τις εμπορικές σχέσεις με την ΕΕ).
Ο Χάουις επισήμανε: «Ζητήσαμε σαφήνεια και σιγουριά. Οι γενικές εκλογές μόνον αυτό δεν έφεραν, αφού αύξησαν τη σύγχυση... Είναι ώρα να σταματήσουμε να παίζουμε με τις λέξεις. "Μαλακό" ή "σκληρό" Brexit δεν σημαίνει τίποτε. Πρέπει να γίνουμε ξεκάθαροι: Ο κλάδος χρειάζεται μία ολοκληρωμένη, όσο και εξατομικευμένη, ενδιάμεση συμφωνία από την πρώτη μέρα».
Παρόμοια άποψη είχε εκφράσει νωρίτερα και ο Ντίτερ Κεμπφ, πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων (BDI), υποστηρίζοντας ότι «το Βrexit είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι γερμανικές επενδύσεις και εξαγωγές». Εκτίμησε, επίσης, πως οι επιχειρήσεις θέλουν επειγόντως αποσαφήνιση των κανόνων που θα ρυθμίσουν το μεταβατικό στάδιο και τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις και κατέληξε: «Ομως, ας μην κοροϊδευόμαστε: Πάνω από όλα πρέπει να περιορίσουμε τη ζημιά όσο γίνεται περισσότερο!».
Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο πως το αμέσως επόμενο διάστημα θα ενταθούν περισσότερο οι συγκρούσεις τεράστιων μονοπωλιακών συμφερόντων και αστικών δυνάμεων, καθώς το Brexit, με όποια «συνταγή» και εάν γίνει, θα δημιουργήσει μοιραία νέα δεδομένα, οι συνέπειες των οποίων θα εκδηλωθούν πρώτα απ' όλα σε βάρος του λαού.