Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί που εκδηλώνονται γύρω από την υπόθεση του κρατικού χρέους της Ελλάδας αποτελούν όχημα επιβολής νέων αντιλαϊκών μέτρων, μόνιμου χαρακτήρα
Η ενιαία στρατηγική πλεύση των μονοπωλίων έρχεται να σφραγίσει και τη δεύτερη «αξιολόγηση» του μνημονίου με μια ομοβροντία νέων αντιλαϊκών μέτρων, ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με ένα μπαράζ παρεμβάσεων σε όφελος του εγχώριου κεφαλαίου. Την ίδια ώρα, το ζήτημα της διαχείρισης του ελληνικού κρατικού χρέους και των ευρύτερων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που εκδηλώνονται γύρω από αυτό, επιβεβαιώνεται ότι αποτελεί όχημα επιβολής και νέων αντιλαϊκών μέτρων, μόνιμου χαρακτήρα.
Χαρακτηριστικές είναι οι παρεμβάσεις των εμπλεκόμενων μερών, που έγιναν την περασμένη βδομάδα, ενόψει και της επίσημης έναρξης του δεύτερου κύκλου «αξιολόγησης»:
Αναφερόμενος στο ρόλο του ΔΝΤ, επισημαίνει πως με αυτές τις προϋποθέσεις «θα ανοίξει επίσης το δρόμο για τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Το ΔΝΤ έχει την ικανότητα να δώσει μία χρήσιμη και πλούσια οπτική σε αυτές τις συζητήσεις, και είναι σημαντικό να είναι στο τραπέζι στο πλαίσιο αυτό», σύμφωνα με τον υφυπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ.
Σε αυτό το πλαίσιο, ξεκαθαρίζεται και από την πλευρά της ΕΚΤ ότι η ρύθμιση του κρατικού χρέους και η συνδεόμενη με αυτή ένταξη ελληνικών χρεογράφων στα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης», που ορέγεται το εγχώριο κεφάλαιο, προϋποθέτουν την αποφασιστική κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής.
«Είναι ακόμη πολύ νωρίς να μιλάμε για τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης», τόνισε από την πλευρά του ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ για ζητήματα της νομισματικής πολιτικής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι συζητήσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους συνεχίζονται, ενώ «η ΕΚΤ θα εξετάσει, όταν έρθει η ώρα, με ανεξάρτητο τρόπο το θέμα του χρέους». Ουσιαστικά επιβεβαίωσε τις πληροφορίες σχετικά με την ετοιμασία «έκθεσης βιωσιμότητας» από την ίδια την ΕΚΤ. «Μέχρι τότε είναι πρώιμο να γίνονται εικασίες», τόνισε.
Ανέφερε συγκεκριμένα: «Δεν κατανοούν ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το επίπεδο του χρέους της, αλλά το πρόβλημα της Ελλάδας είναι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας και η αδυναμία της να συγκροτήσει (ικανή) διοίκηση (...) Ολοι προσποιούνται ότι κάποια μορφή ελάφρυνσης του χρέους θα έκανε καλύτερα τα πράγματα στην Ελλάδα. Το μόνο πράγμα που θα άλλαζε είναι ότι θα μειωθεί ακόμη περισσότερο γενικά κάθε βούληση για να ασχοληθούν με μερικές μεταρρυθμίσεις».
«Δίνουν και παίρνουν» οι επιχειρηματικές κόντρες και οι οξυμένοι ανταγωνισμοί γύρω από το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο που αφορά σε μαζικές αναδιαρθρώσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων που κρίνονται «βιώσιμες».
Σύμφωνα με πληροφορίες, το θέμα συζητείται σε επίπεδο «τεχνικών κλιμακίων» συγκυβέρνησης και «θεσμών», ενώ αναμένεται να αποτελέσει το κύριο ζήτημα της συνάντησης που θα έχει σήμερα, Κυριακή, ο υπουργός Οικονομίας, Γ. Σταθάκης, με το κουαρτέτο. Κατά πληροφορίες, το επίδικο θέμα συζητήθηκε και σε κατ' ιδίαν συναντήσεις παραγόντων της συγκυβέρνησης με επιχειρηματικούς φορείς και εργοδοτικές οργανώσεις (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ).
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο ΣΕΒ τονίζει πως για τη διαμόρφωση των «κριτηρίων βιωσιμότητας» - αφορά τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις που θα υπαχθούν στη ρύθμιση - είναι απαραίτητη η κατηγοριοποίησή τους ανάλογα και με τον κλάδο της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Επιπλέον, ο ΣΕΒ εστιάζει στον περιορισμό του γραφειοκρατικού κόστους, στη διευθέτηση των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων που έχουν οι προβληματικές επιχειρήσεις, καθώς και σε άλλα ζητήματα, όπως η νομική κάλυψη των τραπεζικών στελεχών και των δημοσίων υπαλλήλων. Εστιάζει, δηλαδή, στα «κομβικά ζητήματα» που θα συντελέσουν στην ευκολότερη μετάβαση στο νέο καθεστώς ρύθμισης ληξιπρόθεσμων επιχειρηματικών οφειλών.
Από την πλευρά του, ο ΣΕΤΕ (επιχειρηματικοί όμιλοι του τουριστικού κλάδου) στρέφει το βλέμμα σε επιχειρήσεις που θα κοπούν από τα «κριτήρια βιωσιμότητας» και προτείνει να δοθεί η δυνατότητα αυτή (π.χ. «κουρέματα» δανείων και άλλων οφειλών) στις επιχειρήσεις που θα τις εξαγοράζουν, με κριτήριο τα επιχειρηματικά πλάνα που θα υποβάλλουν.
Επίσης, σύμφωνα με το ΣΕΤΕ, η εξειδίκευση των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας και των κριτηρίων, προκειμένου αυτές να χαρακτηριστούν «βιώσιμες», θα πρέπει να έχει «ευρύτερο χαρακτήρα» και να μη γίνεται σε μεγάλο βαθμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, αξιώνουν «δεύτερες» και πολλές ακόμη «ευκαιρίες» σε όφελος των ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων, που ετοιμάζονται να «βάλουν στο χέρι» τους αδύναμους κρίκους και τις μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις...
Σε κάθε περίπτωση, και αφού υπάρξει και έγκριση των εισηγήσεων από το κουαρτέτο, θα ακολουθήσει και νέος κύκλος συζητήσεων της συγκυβέρνησης με τις εργοδοτικές οργανώσεις.
«Στην πιο δύσκολη περίοδο της κρίσης, αυτή που διανύουμε τώρα, ακούμε απόπολλές επιχειρήσεις - μέλη μας ότι πάνε καλά και ότι σημειώνουν ακόμη και αύξηση τζίρου».
Αυτό τόνισε προχτές, Παρασκευή, από το βήμα του συνεδρίου με θέμα «Ανάπτυξη και Επενδύσεις», ο πρόεδρος του Ελληνο-Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Μιχάλης Μαΐλλης.
Ο ίδιος, εξηγώντας το φαινόμενο, τόνισε χαρακτηριστικά: «Δεδομένου ότι, στην παρούσα φάση, η κατάσταση της οικονομίας είναι στα χειρότερά της και η συνεχιζόμενη πτώση της κατανάλωσης έχει μικρύνει τη συνολική πίτα, η μόνη εξήγηση για το φαινόμενο αυτό είναι ότι στα χρόνια της κρίσης, έχει συντελεστεί και μία εξυγίανση, μία επωφελής εξυγίανση της αγοράς». Για να προσθέσει αμέσως μετά: «Το κλείσιμο 250.000 επιχειρήσεων, το τραγικό κλείσιμο που οδήγησε στο 25% πτώσης του ΑΕΠ και στην εκτόξευση της ανεργίας, προφανώς συνετέλεσε στο παράπλευρο αυτό όφελος».
Είναι δηλαδή φανερό το γεγονός ότι η καπιταλιστική κρίση, τα μαζικά λουκέτα κυρίως από αυτοαπασχολούμενους και μικρούς επιχειρηματίες, η καταστροφή κεφαλαίων, η εκτόξευση της ανεργίας και τα άλλα φαινόμενα που φορτώθηκαν στις πλάτες της λαϊκής οικογένειας, αποτελούν εφαλτήριο για την ανάκαμψη του εγχώριου κεφαλαίου, που έχει να περιμένει και από το «ξεσκαρτάρισμα» των «προβληματικών» επιχειρήσεων που επιχειρείται με κρατική παρέμβαση μέσω του κυβερνητικού νομοσχεδίου.
Την ίδια ώρα, τα αντιλαϊκά μέτρα έχουν μόνιμη ισχύ και θα πολλαπλασιάζονται με στόχο τη διατήρηση και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.