ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Ιούλη 2016
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Σοφοκλής -8 «υπό το μηδέν»

Μια σπάνια παράσταση για τους αντάρτες του ΔΣΕ στις κορφές του Γράμμου...

Θεατρική παράσταση στο βουνό για τους μαχητές
Θεατρική παράσταση στο βουνό για τους μαχητές
Με το όπλο μα και με την πένα. Ετσι υπηρέτησαν το λαό και τον ηρωικό Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, το Κόμμα μας, το ΚΚΕ, εκατοντάδες λογοτέχνες, πεζογράφοι, καλλιτέχνες, την περίοδο 1946 - 1949. Το Θέατρο του Βουνού είχε τη δική του ξεχωριστή θέση στην υπόθεση αυτή. Τα κείμενά του γραμμένα κυριολεκτικά μες στη φωτιά της μάχης. Υλικό του η ίδια η Ιστορία, αυτή της ταξικής σύγκρουσης με την αστική τάξη και τους διεθνείς της συμμάχους. Οι παραστάσεις του που όπλιζαν με πείσμα, γνώση, αντοχή και φλόγα τις καρδιές των μαχητών του ΔΣΕ, δοσμένες κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Μια τέτοια σπάνια παράσταση περιγράφει ο κομμουνιστής λογοτέχνης Δημήτρης Ραβάνης - Ρεντής στο παρακάτω κείμενο από «Το ημερολόγιο της προσφυγιάς ενός αντάρτη»1.

***

Του Γιαννίδη του 'χαν δώσει άλογο, αλλά δεν το 'θελε. Δοκίμασε κι ένα μουλάρι, κάπως δύστροπο. Και καταλήξαμε σ' έναν καλοθρεμμένο γάιδαρο.

Μπροστά πηγαίνει ο γάιδαρος. Φορτωμένος κάτι κουβέρτες - οι αυλαίες μας - μερικά «παλούκια» και ένα - δυο πανό, τα «σκηνικά» μας. Ο Γιαννίδης, κουκουλωμένος με τη χλαίνη του, το δίκοχο με κατεβασμένα τ' «αυτιά» και τα χέρια χωμένα στις τσέπες ως τον αγκώνα, «επικεφαλής» του Καλλιτεχνικού Συγκροτήματος.

Πηγαίνουμε στο ύψωμα 2026. Παγωνιά: 8 βαθμοί κάτω από το μηδέν. Ανεβαίνουμε συνέχεια. Πάνω μας μαύρα μουντά σύννεφα.

-- Προσέξτε, θα βρέξει, λέει ο Γιαννίδης.

Και πραγματικά βρέχει. Δεν κατεβαίνει η βροχή σε μας, αλλά εμείς ανεβαίνουμε στη βροχή. Τα κεφάλια μας χώνονται μέσα στα σύννεφα και γινόμαστε μούσκεμα.

-- Τρυπάμε τα σύννεφα! Τώρα θα βγούμε στον ήλιο! λέει ο Γιαννίδης.

Και βγήκαμε στον ήλιο. Ενας ήλιος λαμπερός, παγωμένος. Σπάει κόκαλα.

Αργήσαμε, όμως, και οι θεατές μας περιμένουν. Ολη η παγωμένη πλαγιά του βουνού, γεμάτη αντάρτες. Πάνω από δυο χιλιάδες. Καθισμένοι αμφιθεατρικά στα βράχια. Με τις χλαίνες τους, κουκουλωμένοι.

Ο Γιαννίδης χοροπηδάει για να ζεσταθεί και... του 'ρχεται μια έμπνευση.

-- Θα παίξω τραγωδία.

Τον κοιτάμε σαν χαζοί. Τι του 'ρθε; Η τραγωδία δεν είναι στο «πρόγραμμα». Τι θα παίξει; Πώς θα παίξει; Σε ποιους θα παίξει;

-- Θα δοκιμάσω τον Σοφοκλή, λέει. Να δω αν αντέχει.

Οι αντάρτες τραγουδάνε για να μας ζεστάνουνε.

Τουρτουρίζουμε. Η λέξη δεν λέει τίποτα. Εχουν παγώσει οι μασέλες μας και είναι αδύνατο να τις κουνήσουμε. Σε κάθε κίνηση, θαρρείς πως θα μείνουν εκεί - κόκαλο. Ο Γιαννίδης λέει να δώσουμε μερικά σκαμπίλια ο ένας στον άλλο να ζεσταθούμε και, πριν αρχίσουμε την παράσταση, ν' ανακατευτούμε με τους αντάρτες να τραγουδήσουμε. Πρέπει να τους μάθουμε κι ένα καινούργιο τραγούδι. Σκορπάμε εδώ κι εκεί, όσο να ετοιμάσει ο Αντώνης τον Σοφοκλή για τη μεγαλύτερη δοκιμασία της αιώνιας καριέρας του.

Η ατμόσφαιρα ζεσταίνεται. Τα παγάκια που είχε πιάσει η μύτη μας λιώνουν. Αν δεν είμαστε ξυρισμένοι, δε θα πάγωνε το μούτρο μας έτσι!

Η παράσταση αρχίζει. Τραγούδια, τα «σκατάκια», και σε λίγο ο Γιαννίδης. Μιλάει πρώτα για το αρχαίο θέατρο.

Σε δυο χιλιάδες υψόμετρο, με 8 βαθμούς υπό το μηδέν, μιλάει για τον Ευριπίδη, για τον Σοφοκλή, αναλύει την Ηλέκτρα, τον ρόλο του Παιδαγωγού. Ησυχία. Τα δόντια του Γιαννίδη χτυπάνε. Δίνει μερικά σκαμπίλια στο μούτρο του και ζητάει συγνώμη προκαταρκτικά για την αναγκαστικά «κακή άρθρωση» λόγω ψύχους και αρχίζει.

Νέκρα. Δεν ακούγονται ούτε οι ανάσες. Μόνο ο αχνός από τα στόματα, από τα σώματα, ανεβαίνει ψηλά και διαλύεται στον παγωμένο ήλιο. Ο Αντώνης μας ζεσταίνεται. Η άρθρωση σιγά - σιγά στρώνει. Δεν έχει πρόβλημα. Λέει τον - Παιδαγωγό! Ο Ορέστης μάχεται! Πολεμάει μ' έναν εχθρό! Τα άλογά του τρέχουν. Το άρμα του προπορεύεται! Θα νικήσει! Νικάει! Μα, να... εκεί... εκεί... σε κάποια στροφή... κάποιος κάνει λάθος... Ολα μπερδεύονται, άλογα, άρματα, άξονες, ρόδες, σώματα... Τον Ορέστη τον σέρνουν τ' άλογα, τον χτυπάνε στα βράχια...

Τελείωσε. Υποκλίνεται. Με σεβασμό. Σα να 'ναι... Πού σα να 'ναι; Πού θα ξαναβρείς τέτοιο θέατρο, τέτοιο χώρο, τέτοιους θεατές;

Ησυχία. Δεν κουνιέται κανείς. Η «αυλαία» κλείνει. Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα, είκοσι, τριάντα... κοντεύει λεπτό. Και ξαφνικά, το βουνό αντηχάει από τα χειροκροτήματα και τις ζητωκραυγές.

Ο Γιαννίδης παραμερίζει τις κουβέρτες, βγαίνει να υποκλιθεί ξανά. Γέρνει το κεφάλι του μπροστά και μένει ακίνητος για πολλή ώρα.

-- Βλέπεις, λέει σε λίγο, όλες οι εικόνες από τον Παιδαγωγό τους είναι γνωστές. Ποιος θα καταλάβαινε τον Παιδαγωγό καλύτερα από αυτούς τους ανθρώπους, που αγωνίζονται συνέχεια για τη δική τους νίκη, που σε κάποια στροφή τα άλογα τους τραβάνε και τους κοπανάνε στα βράχια; Μπράβο σου, Σοφοκλή! Αντεξες!

Μια αντάρτισσα του προσφέρει ανθοδέσμη: Τσάι του βουνού και λουμίνια!

Παραπομπή:

1. Δημήτρης Ραβάνης - Ρεντής,«Το ημερολόγιο της προσφυγιάς ενός αντάρτη», εκδόσεις «Ηριδανός», Αθήνα, 1981. Αναδημοσιεύεται και στη νέα έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής», «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ Φωτογραφίζοντας το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας», απ' όπου και οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε.

Ποιος ήταν ο Αντώνης Γιαννίδης

Ο ηθοποιός Αντώνης Γιαννίδης (αριστερά) με τον λογοτέχνη Δημήτρη Ραβάνη - Ρεντή
Ο ηθοποιός Αντώνης Γιαννίδης (αριστερά) με τον λογοτέχνη Δημήτρη Ραβάνη - Ρεντή
Ο Αντώνης Γιαννίδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1901, έκανε τα πρώτα καλλιτεχνικά του βήματα το 1922 στη «Δραματική Σχολή Κωνσταντινουπόλεως», παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής και σκηνοθεσίας στο Παρίσι και το 1926 ήρθε στην Αθήνα. Στα χρόνια της Κατοχής συμμετέχει στο ΕΑΜ και μετά την Απελευθέρωση στο θίασο «Ενωμένων Καλλιτεχνών», που συνέχισε την προσπάθεια του ΕΑΜικού «Λαϊκού Θεάτρου». Το 1947 ξαναγυρνά για λίγο στο Παρίσι και στη συνέχεια περιοδεύει με ερασιτεχνικό θίασο στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Το 1948 - '49 επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου μάχεται στο πλευρό του ΔΣΕ και ορίζεται υπεύθυνος του Καλλιτεχνικού Συγκροτήματος. Ακολουθεί η πολιτική προσφυγιά στην ΕΣΣΔ, όπου το Μάρτη του 1951 ορίζεται διευθυντής στο «Κεντρικό Συγκρότημα του Θιάσου Πολιτικών Προσφύγων» με σκηνοθέτη τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Από το 1956 και μέχρι το θάνατό του, το 1968, εργάστηκε ως ραδιοφωνικός εκφωνητής στη Μόσχα.

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Φτηνός πολιτισμός

1. Από τη μεταπολίτευση ίσαμε σήμερα δεν γνώρισα ούτε μία κυβέρνηση που να μην υπονόμευε τον πολιτισμό εφ' όλης της ύλης. Βεβαίως υπήρχε στρατηγική πίσω από αυτή τη θέση, που την ακολούθησαν όλοι οι κυβερνώντες αντιγράφοντας σταθερά οι μεν τους δε, με πληκτικό τρόπο, σαν να διατηρούν πρωτόκολλο.

2. Ενας λαός ολόκληρος βουλιάζει μπροστά στην τηλεόραση γυρνώντας την πλάτη στα μικρά γεγονότα της καθημερινής του ζωής που θα μπορούσαν να τον κάνουν να διακρίνει και να αφήσει πίσω του κάθε παραπλάνηση του καθεστώτος.

3. Κάθε καθεστώς γερνάει εύκολα και κάνει αξιέπαινες προσπάθειες να μας γεράσει μαζί του. Δεν είναι ανεξήγητο. Κάθε μεγάλος καλλιτέχνης φέρνει σε αμηχανία το κράτος, το οποίο γεννά σκέψεις εναντίον του με άξονα το δόλο. Αλλά οι πολίτες που συνεχίζουν μέσα στην πνευματική φτήνια, δεν έχουν καμία διάθεση να υπερασπιστούν τον καλλιτέχνη και να έρθουν σε επαφή με το έργο του. Παραμένουν αμήχανοι όσα δευτερόλεπτα διαρκεί η είδηση του θανάτου του τάδε συνθέτη ή ποιητή και επιστρέφουν αμέσως στα κατακάθια.

4. Ο πολίτης έχει το δικαίωμα και οφείλει - κι ας έχει πέσει σ' έναν ατομικό ψίθυρο - να έρθει σε επαφή με τα μεγάλα έργα, αφήνοντας πίσω την προσωπική του γελοιοποίηση, που παρουσιάζεται σαν καρικατούρα στα τηλεοπτικά σίριαλ. Τον έχουν τυλίξει σε μια συκοφαντία που δεν αναγνωρίζει καμία πνευματικότητα, κι αυτό τον καθιστά ηττημένο, χωρίς διέξοδο.

5. Η περιπέτεια της τέχνης στην πατρίδα μας αφορούσε μόνο μια κάστα καλλιεργημένων, όπως της γενιάς του '30, στα όρια της οποίας εξαντλούταν η πνευματική ζωή της εποχής. Ενα κύκλωμα κλειστό, που το διέλυσε αργότερα το χαμόγελο της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, και έκτοτε όλοι απέκτησαν το δικαίωμα να παίζουν στα ίσα.

6. Οσοι επαναλαμβάνουν τα περί ανυπαρξίας της παιδείας δεν κάνουν τίποτα άλλο από ένα ακόμη μνημόσυνο. Πρόκειται για βολεμένους διανοούμενους, μεσαίες μετριότητες, μακριά από κάθε πράξη, που αξίζουν μόνο την περιφρόνησή μας.

7. Η χειραφέτηση δεν είναι προσωπικό θέμα. Είναι καθήκον του ενός προς τον άλλον, στη βάση της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Η χειραφέτηση δεν έχει να κάνει με αμήχανους και διστακτικούς, με τη γενική λεγόμενη κουλτούρα, με μεθόδους που δεν έχουν καμία σχέση με την πράξη. Το πώς επιβιώνει σαν ιδέα, μετά από τόσες απόπειρες παραμόρφωσης, είναι ένα θαύμα.

8. Διάλεξα ως ευχή για τη χειραφέτηση ένα μικρό κείμενο του γέρου Καντ: «Ας ευχηθούμε ότι μια λαμπερή φενάκη δεν θα μας απομακρύνει σιωπηλά από την ευγενή απλότητα και, κυρίως, ότι το άδηλο ακόμη μυστικό της διαπαιδαγώγησης θα αποφύγει τις χίμαιρες του παρελθόντος, ώστε να εμπνεύσει έγκαιρα το ηθικό αίσθημα στην καρδιά του νέου πολίτη του κόσμου, καθιστώντας ενεργή την ευαισθησία του. Ετσι η λεπτότητα των αισθημάτων δεν θα περιοριζόταν σε μια φευγαλέα και μάταιη απόλαυση, κρίνοντας απλά με περισσότερη ή λιγότερη καλαισθησία αυτό που συντελείται έξω από εμάς» (μετ. Χάρη Τασάκου, εκδόσεις Printa 1999).


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ