Οι Σαουδάραβες εμφανίζονται πρόθυμοι να αναπτύξουν στρατεύματα και στο έδαφος της Συρίας, μετά την ιμπεριαλιστική επίθεση που εξαπολύουν από τον περασμένο Μάρτη στην Υεμένη... |
Ταυτόχρονα, στο μελανό φόντο των παραπάνω εξελίξεων, διαφαίνεται περαιτέρω όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και νέα παζάρια μέσα στις επόμενες μέρες.
Εως τα μέσα της ερχόμενης βδομάδας, ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας, Αστον Κάρτερ, αναμένεται να συναντήσει στις Βρυξέλλες τους ομολόγους του από το στενό πυρήνα άλλων 25 χωρών που συμμετέχουν στη λεγόμενη «συμμαχία» των ΗΠΑ κατά των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους». Στη σύνοδο αυτή, ο Κάρτερ αναμένεται να συζητήσει την πρόσφατη πρόταση της Σαουδικής Αραβίας για την αποστολή Σαουδαράβων στρατιωτών στο έδαφος της Συρίας, μολονότι η πρόταση αυτή αποτελεί «κόκκινο πανί» για τη Μόσχα. Θα συζητηθούν τα σχέδια και οι προθέσεις της Τουρκίας, μπροστά στις αυξανόμενες επιτυχίες του συριακού στρατού, υπό την αεροπορική κάλυψη της Ρωσίας, κοντά στην τουρκο-συριακή μεθόριο και δη στις περιοχές των Κούρδων της Συρίας. Δεν αποκλείεται να συζητηθούν για μία ακόμη φορά οι σχεδιασμοί για την ανακατάληψη της Μοσούλης στο Βόρειο Ιράκ, πιθανώς μέσα στην άνοιξη, που παραμένει στα χέρια τζιχαντιστών πάνω από ενάμιση χρόνο, αλλά και τα σχέδια ΗΠΑ - ΕΕ και ΝΑΤΟ για την επόμενη φάση της ιμπεριαλιστικής επέμβασής τους στη Λιβύη, με πρόσχημα (και εκεί...) τη δράση πάνω από 5.000 τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους».
Μέσα στην ερχόμενη βδομάδα, την Πέμπτη 11 του μήνα, αξιωματούχοι και υπουργοί Εξωτερικών των λεγόμενων χωρών της «Διεθνούς Ομάδας Στήριξης της Συρίας», στην οποία συμμετέχουν ΟΗΕ, Αραβικός Σύνδεσμος, ΕΕ και 17 χώρες, αναμένεται να συναντηθούν στο Μόναχο της Γερμανίας. Στόχος η επανεξέταση των έως τώρα δεδομένων στη διπλωματική και πολεμική σκακιέρα. Στη συνάντηση του Μονάχου, οι υπουργοί Εξωτερικών ΗΠΑ, Τζον Κέρι, και Ρωσίας, Σεργκέι Ιβάνοφ, αναμένεται επίσης να συναντηθούν για να εξετάσουν την πορεία των λεγόμενων ειρηνευτικών έμμεσων διαπραγματεύσεων της Γενεύης που διακόπηκαν, αλλά είναι βέβαιο ότι θα είναι μια μακρά υπόθεση αναζήτησης συμβιβασμού μέχρι τη νέα όξυνση, αφού είναι δεδομένα τα ανταγωνιστικά συμφέροντα.
Ολα δείχνουν ότι οι πλατφόρμες των μονοπωλίων θα αυξηθούν στην Κύπρο, μαζί με τις κόντρες των αφεντικών τους... |
Η τριμερής Σύνοδος Κορυφής Ελλάδας - Ισραήλ - Κύπρου επιβεβαίωσε πως η κυπριακή κυβέρνηση (όπως και η ελληνική) ιεραρχεί σχεδιασμένα τη σύσφιξη της ολόπλευρης συνεργασίας της με το κράτος το οποίο όχι μόνο ματοκυλά ένα λαό που θέλει ελεύθερη την πατρίδα του, αλλά και χρόνια πρωτοστατεί σε βρώμικα παιχνίδια στην περιοχή.
Την ίδια στιγμή, οι όποιες κολεγιές προχωρούν, προκαλούν και (αντι)δράσεις διαφόρων ιμπεριαλιστικών κέντρων, ανάλογα με το πώς καθένα εκτιμά ότι εξυπηρετούνται τα συμφέροντά του. Ετσι, η Ουάσιγκτον, αφού πρώτα εξέφρασε τη «διαφωνία» της με τις συστάσεις Αθήνας - Τελ Αβίβ προς την Αγκυρα για να σταματήσει να στηρίζει το «Ισλαμικό Κράτος», μετά την τριμερή εξέφρασαν (προσεκτικά) δυσαρέσκεια και για μελέτες επενδύσεων που δεν περιλαμβάνουν την Τουρκία. Ασφαλώς, η «σημασία» που έχει η συμμετοχή της Τουρκίας στις ενεργειακές συνεργασίες δεν είναι κάτι που επισημαίνουν μόνο οι ΗΠΑ. Ειδικά το τελευταίο διάστημα, αυξάνονται όσοι επιχειρηματολογούν υπέρ της «φτηνότερης λύσης» που συνιστά η μεταφορά υδρογονανθράκων μέσω της τουρκικής επικράτειας.
Ο ίδιος ο Κύπριος Πρόεδρος, Ν. Αναστασιάδης, επανέλαβε και την περασμένη βδομάδα πως μια «μη λύση» του Κυπριακού «θα είναι σε βάρος» και «των σχέσεων Τουρκίας - ΕΕ, των σχέσεων Τουρκίας - Ελλάδας». Επιπλέον, στα κυπριακά ΜΜΕ εμφανίστηκε μέχρι και δημοσίευμα που φέρει την κυπριακή κυβέρνηση έτοιμη να συζητήσει τη συγκρότηση και τριμερούς Συνόδου Κορυφής Ελλάδας - Κύπρου - Τουρκίας, με αντάλλαγμα την κατάργηση του σημερινού συστήματος των εγγυήσεων, ενώ κάποια ΜΜΕ συνέδεαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και με την τελευταία επίσκεψη Κοτζιά στην Αγκυρα, για την οποία δεν έγινε καμιά επίσημη ενημέρωση.
Κι ενώ μένει στο επίκεντρο η συζήτηση για το «καθεστώς των εγγυήσεων» (που σύμφωνα με Ελλάδα και Βρετανία πρέπει να αλλάξει, ενώ και ορισμένοι εμφανίζουν και την Τουρκία διαθέσιμη για «συζητήσεις»), φουντώνουν διάφορες διεργασίες για να βρεθούν νέες, ακόμα πιο αποτελεσματικές εγγυήσεις υπέρ των ισχυρών μονοπωλιακών συμφερόντων και των ιμπεριαλιστικών μεθοδεύσεων που προωθούνται σε όλη τη Μέση Ανατολή. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η επίσκεψη στις αρχές της βδομάδας του Κύπριου υπουργού Αμυνας, Χριστ. Φωκαΐδη, στη Βρετανία (η πρώτη Κύπριου υπουργού Αμυνας στη συγκεκριμένη χώρα), στη διάρκεια της οποίας οι δυο πλευρές υπέγραψαν «Πρόγραμμα Διμερούς Στρατιωτικής Συνεργασίας», για το περιεχόμενο του οποίου η κυβέρνηση δεν έχει δώσει στοιχεία, τουλάχιστον προς το παρόν.
Ωστόσο, στις επαφές που είχε στο Λονδίνο, ο Κύπριος αξιωματούχος δέχτηκε συγχαρητήρια για τη συμβολή της Λευκωσίας στον «αγώνα κατά της τρομοκρατίας» (βλ. βομβαρδισμούς Συρίας), ενώ μεταξύ άλλων συζήτησε πλευρές συνεργασίας στον τομέα της θαλάσσιας και της ενεργειακής ασφάλειας, αλλά και για την αντιμετώπιση όλων των «ασύμμετρων απειλών».
Τέλος, δουλειά έχουν πιάσει και οι λεγόμενες «δεξαμενές σκέψης» (ερευνητικά και μελετητικά επιτελεία με τα οποία οι αστοί στρώνουν το έδαφος για τους σχεδιασμούς τους). Χαρακτηριστικές είναι οι επισημάνσεις αναλυτή του «Ατλαντικού Συμβουλίου» (που ασχολείται σταθερά με τις εξελίξεις στη γειτονιά μας) ότι η σημερινή κατάσταση στην Κύπρο αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια στην προσέγγιση ΕΕ - ΝΑΤΟ. Μεταξύ άλλων, τόνιζε ότι μια συμφωνία στην Κύπρο «θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο σε ενεργειακές εταιρικές σχέσεις και σημαντικά οικονομικά οφέλη». Οτι «επίσης η Τουρκία επιδιώκει μια διευθέτηση, η οποία θα αποτελέσει μια πολυπόθητη νίκη στην εξωτερική της πολιτική, εν μέσω των εντάσεων Αγκυρας - Μόσχας και της διάχυσης από τη συριακή σύγκρουση». Ακόμα, ότι «μια συμφωνία θα ανοίξει την πόρτα για νέα επίπεδα συνεργασίας ΕΕ - ΝΑΤΟ στους τομείς της Αμυνας, της διαχείρισης κρίσεων και σε πολιτικά ζητήματα. Επίσης, θα ήταν ένα σημαντικό άνοιγμα στις σχέσεις ΕΕ - Τουρκίας, οι οποίες μόλις άρχισαν να χαλαρώνουν, μετά από μια ρεαλιστική συμφωνία για την αντιμετώπιση της ροής προσφύγων από τη Συρία».