Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα προβλέπει, οι υπάλληλοι που δεν υπέβαλαν δήλωση καταγράφονται από τις Διευθύνσεις Προσωπικού και στη συνέχεια, με επιστολή που τους απευθύνεται προσωπικά, καλούνται να δώσουν εξηγήσεις μέσα σε προθεσμία πέντε (5) εργάσιμων ημερών. Σε κάθε δε περίπτωση η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει την 23η του Μάρτη 2001. Οι εξηγήσεις που δίνει ο υπάλληλος καταχωρίζονται στον προσωπικό του φάκελο κι επειδή η μη υποβολή δήλωσης συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα ενεργοποιείται η διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου του υπαλλήλου. Η ίδια ακριβώς διαδικασία ακολουθείται και για τους υπαλλήλους που υπέβαλαν δήλωση «πόθεν έσχες» καταθέτοντας, όπως προαναφέραμε, διαφορετικά στοιχεία από αυτά που προβλέπει ο υπαλληλικός κώδικας και οι σχετικές εγκύκλιοι.
Η χτεσινή εγκύκλιος του υπουργείου αναφέρει, επίσης, ότι κάθε υπάλληλος μπορεί να αποταμιεύει, και επομένως να επενδύει, ποσό όχι μεγαλύτερο από 1.500.000 δρχ. το χρόνο. Πολλαπλασιάζοντας επομένως αυτό το ποσό με τα έτη υπηρεσίας του προκύπτει το νόμιμο ποσό που μπορεί να έχει στην κατοχή του ή επενδυμένο. Επιπλέον, στα περιουσιακά στοιχεία του υπαλλήλου υπολογίζεται και το 50% της αξίας των γονικών παροχών που έχει κάνει στα παιδιά του. Αν από τη δήλωση «πόθεν έσχες» προκύπτει υπέρβαση των ποσών που δικαιολογούνται ως νόμιμα περιουσιακά στοιχεία του υπαλλήλου, αυτός καλείται να αιτιολογήσει την εν λόγω υπέρβαση κι εφόσον δεν το κάνει με πειστικότητα διώκεται με βάση το άρθρο 28 του υπαλληλικού κώδικα.
Με όλο αυτό το μέτρο των δηλώσεων αλλά και με το πογκρόμ που ετοιμάζεται για τους «απείθαρχους» υπαλλήλους γίνεται φανερό πως η κυβέρνηση επιδιώκει την κατατρομοκράτηση των εργαζομένων στο δημόσιο, ακόμη και τη σπίλωσή τους, δεδομένου ότι το μέτρο των δηλώσεων «πόθεν έσχες» είναι το λιγότερο ατιμωτικό, με στόχο να τους μετατρέψει είτε σε πειθήνια όργανα της πολιτικής της είτε σε αδύναμες, σκορπισμένες και φοβισμένες μάζες, ανίκανες να αντιδράσουν σ' αυτή την πολιτική. Ενα ανύπαρκτο άλλωστε κίνημα στο χώρο του δημοσίου είναι βασική προϋπόθεση για να εφαρμοστεί γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα η πολιτική της άμεσης ή έμμεσης εκχώρησης δημόσιων τομέων και υπηρεσιών στο μεγάλο κεφάλαιο.
Ασφαλώς η κυβέρνηση δε θα κάνει περίπατο. Ολες αυτές οι μεσαιωνικού χαρακτήρα μεθοδεύσεις της αναμένεται να συναντήσουν την ισχυρότατη αντίδραση των εργαζομένων στο δημόσιο. Είναι άλλωστε διατυπωμένη δημόσια η θέση της ΑΔΕΔΥ και των ομοσπονδιών να προστατέψουν τα μέλη τους που δεν υπέβαλαν δήλωση ή που υπέβαλαν σύμφωνα με τις οδηγίες των συνδικαλιστικών τους οργάνων. Η άνοιξη προβλέπεται πολύ ζεστή στο δημόσιο.
Την ίδια στιγμή που η εγκύκλιος για τον έλεγχο των δηλώσεων «πόθεν έσχες» δινόταν στη δημοσιότητα, ο υφυπουργός Εσωτερικών, Λεωνίδας Τζαννής, με συνέντευξή του στο ραδιοσταθμό «Planet 104,5» ομολογούσε πως οι δείκτες αποδοτικότητας που θεσπίστηκαν για το χώρο του δημοσίου δεν αποσκοπούν να διορθώσουν πιθανά κακώς κείμενα αλλά για να μετατρέψουν τις δημόσιες υπηρεσίες σε κυνηγούς του μέγιστου κέρδους, που θα ρουφούν ως το μεδούλι τις οικονομίες των απλών πολιτών. Είπε επί λέξει ο υφυπουργός: «Η κάθε υπηρεσία, π.χ., η Τοπική Αυτοδιοίκηση, δικαιούται πόρους. Αν οι δείκτες αποδοτικότητας είναι αρνητικοί, ο Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης ο οποίος βαρύνεται με αρνητικούς δείκτες δε θα συμμετέχει στο bonus που θα κατανέμεται μεταξύ εκείνων που έχουν θετική εξέλιξη... Αν κάποιος δήμος αναλάβει την υποχρέωση στα πλαίσια ενός ευρύτερου προγράμματος που καταρτίζει η περιφέρεια ή που μέσω της περιφέρειας διοχετεύεται στους δήμους να λειτουργήσει απογευματινή εξυπηρέτηση πολιτών και δεν το πράξει, αυτό είναι ένα αρνητικό στοιχείο που έχει συνέπεια στο γενικότερο ποσό που εισπράττει μέσα από πόρους που του δίνονται». Με άλλα λόγια, εάν ο δήμος θέλει κρατική επιχορήγηση πρέπει να συναγωνίζεται τους άλλους δήμους στην εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής, βασικός άξονας της οποίας είναι τα μέτρα οικονομικής αφαίμαξης των δημοτών και η καταστρατήγηση δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Δε χωράει αμφιβολία πως τα χειρότερα είναι ακόμη μπροστά. Υπενθυμίζουμε, πάντως, ότι το σύστημα με τους δείκτες αφορά και στους εργαζόμενους στο δημόσιο, οι οποίοι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα θα αξιολογούνται από την υπηρεσία τους, από ειδικούς αξιολογητές και, για τα μάτια του κόσμου, και από τους πολίτες. Ετσι θεσπίζεται ένα πολυπλόκαμο μεσαιωνικό σύστημα ελέγχου βάσει του οποίου ο υπάλληλος θα είναι στο έλεος των ειδικών αξιολογητών, δηλαδή των πραιτοριανών της εκάστοτε κυβέρνησης. Επιπλέον να σημειωθεί ότι η συμπεριφορά και οι ικανότητες του υπαλλήλου θα μετράνε στην αξιολόγηση μόνο κατά 15%, ενώ η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητά του, δηλαδή το πόσο πειθήνιος είναι, κατά 70%.
Η Ελλάδα είναι το φτωχότερο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), η Ηπειρος είναι η φτωχότερη από τις 211 ευρωπαϊκές περιφέρειες, πέντε στις δέκα φτωχότερες ευρωπαϊκές περιφέρειες είναι ελληνικές και η κατάσταση χειροτερεύει από χρόνο σε χρόνο.
Τα ανωτέρω προκύπτουν από τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), τα οποία δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα και αφορούν τις τελευταίες διαθέσιμες πληροφορίες που καλύπτουν και το 1998. Από τις 46 ευρωπαϊκές περιφέρειες που χαρακτηρίζονται ως «φτωχές», δηλαδή κάτω από το 75% του μέσου κοινοτικού ΑΕΠ, η Ελλάδα κατέχει τα θλιβερά πρωτεία, αφού ένtεκα από τις δεκατρείς διοικητικές περιφέρειες της χώρας εντάσσονται σ' αυτή την κατηγορία. Η Ελλάδα είναι και το μοναδικό κράτος - μέλος της ΕΕ, το οποίο στο σύνολό του είναι «φτωχή» χώρα με κατά κεφαλήν ΑΕΠ μόλις το 66% του μέσου κοινοτικού όρου, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ).
Η Ελλάδα υστερεί και όσον αφορά την «ανάπτυξη», δηλαδή την προσπάθεια «σύγκλισης» με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Την τριετία 1995-1998, η χώρα μας παρέμεινε στάσιμη, δηλαδή υστέρησε, στο 66% του μέσου κοινοτικού ΑΕΠ. Αντίθετα, η αμέσως φτωχότερη, η Πορτογαλία, αύξησε το κατά κεφαλήn ΑΕΠ από το 73% στο 75%, και η Ισπανία από 80% στο 81%. Το πιο πλούσιο κράτος - μέλος είναι το Λουξεμβούργο (176% του μέσου κοινοτικού όρου που θεωρείται το 100%), η Δανία (119%) και η Ολλανδία (113%).
Η Ηπειρος παραμένει σταθερά η φτωχότερη περιφέρεια της ΕΕ με 42% του μέσου κοινοτικού όρου και το Λονδίνο η πλουσιότερη με 243%. Την τριετία 1995-1998, η Ηπειρος φτώχαινε κατά μία ποσοστιαία μονάδα και το Λονδίνο πλούταινε κατά πέντε. Στις 10 φτωχότερες ευρωπαϊκές περιφέρειες οι πέντε είναι ελληνικές και συγκεκριμένα η Ηπειρος (42%), η Δυτική Ελλάδα (53%), η Πελοπόννησος (53%), η Ανατολική Μακεδονία - Θράκη (55%) και τα Ιόνια Νησιά (56%).
Η πιο ανεπτυγμένη ελληνική περιφέρεια είναι η Στερεά Ελλάδα (84%), το Νότιο Αιγαίο (77%) και η Αττική (74%). Οι υπόλοιπες έχουν ως εξής: Κεντρική Μακεδονία (68%), Δυτική Μακεδονία (60%), Θεσσαλία (57%), Βόρειο Αιγαίο (61%) και Κρήτη (67%).
Σε επίπεδο ΕΕ οι πιο φτωχές περιφέρειες, εκτός από τις ελληνικές, είναι το γαλλικό νησί Ριουνιούν (50%), η ισπανική Εξτρεμαδούρα (50%), η γαλλική Γουαδαλούπη (52%) και οι πορτογαλικές Αζόρες (52%), δηλαδή, ουσιαστικά οι πρώην αποικίες. Οσον αφορά τις πιο πλούσιες περιφέρειες της ΕΕ μετά το Λονδίνο (243%), ακολουθούν το γερμανικό Αμβούργο (186%), το Λουξεμβούργο (176%), οι Βρυξέλλες (169%) και η Βιέννη (163%).
Στις 46 φτωχότερες ευρωπαϊκές περιφέρειες (κάτω από το 75% του μέσου όρου) περιλαμβάνονται ένδεκα από τις δεκατρείς ελληνικές, πέντε από τις επτά πορτογαλικές, οκτώ ισπανικές, επτά ανατολικό-γερμανικές (Lander), πέντε ιταλικές, τέσσερις βρετανικές, τέσσερις πρώην γαλλικές αποικίες και από μία περιφέρεια στην Αυστρία και την Ιρλανδία. Αυτές οι 46 φτωχότερες περιφέρειες έχουν πληθυσμό 71 εκατομμύρια, δηλαδή το 20% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Η ψαλίδα της φτώχειας στην ΕΕ δεν είναι μόνο μεταξύ χωρών αλλά και μεταξύ περιφερειών.