Αυτή η προοπτική, σε συνδυασμό με τον τεράστιο φυσικό και ορυκτό πλούτο της αφρικανικής γης τροφοδοτεί, εντείνει και οξύνει ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα σε τεράστια οικονομικά συμφέροντα από ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνα, Ρωσία, Ιαπωνία, Ινδία και μικρότερες δυνάμεις που αναζητούν το δικό τους μερίδιο από την πίτα του τεράστιου αφρικανικού πλούτου.
Βέβαια, δεν είναι μόνον οι επικρίσεις μέρους των αμερικανικών πολυεθνικών ομίλων στις τελευταίες πολιτικές ηγεσίες των ΗΠΑ πως «αμέλησαν» να προωθήσουν τα συμφέροντα των αμερικανικών ομίλων στην Αφρική σε σχέση με άλλους ανταγωνιστές όπως η Κίνα που προχωράει σε οικονομικές και εμπορικές διακρατικές συμφωνίες. Σε μία διάθεση αυτοκριτικής, εκπρόσωποι αμερικανικών εταιρειών και ερευνητικών κέντρων παραδέχθηκαν ότι «γενικά ο αμερικανικός ιδιωτικός τομέας είναι απρόθυμος να αναλάβει ρίσκο», την ώρα που κινεζικές εταιρείες αναλαμβάνουν όλο και περισσότερα έργα εξόρυξης πετρελαίου (όπως πρόσφατα η συμφωνία της κινεζικής κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας CNOOC με την κυβέρνηση της Ουγκάντα).
Οταν, λοιπόν, άνθρωποι σαν τον πρώην Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον έκαναν παρεμβάσεις στη Διάσκεψη Κορυφής, επισημαίνοντας ότι «χάνουμε το πλοίο», χτυπούσαν αν μη τι άλλο την καμπάνα του ανταγωνισμού, δυσανασχετώντας από την άλλη για στοιχεία και αριθμούς, όπως π.χ. το γεγονός ότι ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών ΕΕ - Αφρικής ανερχόταν το 2013 σε 321 δισ. δολάρια, οι συναλλαγές Αφρικής - Κίνας ξεπέρασαν τα 210 δισ. δολάρια, ενώ το ίδιο διάστημα οι εμπορικές συναλλαγές ΗΠΑ - Αφρικής δεν ξεπερνούσαν τα 85 δισ. δολάρια.
Γι' αυτούς τους λόγους, τον Αύγουστο η κυβέρνηση Ομπάμα απέφυγε τα πολλά «κηρύγματα» περί δημοκρατίας και διακυβέρνησης στις αφρικανικές χώρες εξαπολύοντας, εμμέσως πλην σαφώς, επίθεση στην Κίνα προφασιζόμενη πως τάχα οι ΗΠΑ δεν εποφθαλμιούν τα πετρέλαια και τα μεταλλεύματα της Αφρικής, αλλά νοιάζονται για το «καλό» και την «ανάπτυξη» των αφρικανικών λαών και των μελλοντικών γενιών.
«Δεν κοιτάμε την Αφρική απλώς και μόνον για το φυσικό της πλούτο. Κοιτάμε την Αφρική για τους λαούς και τα ταλέντα και τις δυνατότητές τους... Δεν θέλουμε απλά να εξορύξουμε μεταλλεύματα από το έδαφός της για τη δική μας ανάπτυξη. Θέλουμε να δημιουργήσουμε οικονομικούς εταίρους που θα δημιουργήσουν ευκαιρία για όλους τους λαούς και θα απελευθερώσουν μία νέα εποχή αφρικανικής ανάπτυξης», είπε σε χαρακτηριστικό απόσπασμα της ομιλίας του ο Ομπάμα, καλωσορίζοντας τους Αφρικανούς ηγέτες την πρώτη μέρα της αμερικανο-αφρικανικής Διάσκεψης Κορυφής. «Ξεχνώντας», βεβαίως, πως το 67% των εμπορικών συναλλαγών των ΗΠΑ με την Αφρική γίνονται με μόλις πέντε χώρες (Νιγηρία, Νότια Αφρική, Αγκόλα, Αίγυπτος και Αλγερία) και πάνω από το 50% των εισαγόμενων αφρικανικών προϊόντων αφορά σε πετρέλαιο και άλλες πηγές και μορφές Ενέργειας.
Αλλη μία «λεπτομέρεια» που ξέχασε ο Ομπάμα είναι πως οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με την Κίνα, συνοδεύουν συχνά την οικονομική επιθετική πολιτική τους στην Αφρική με μία εντεινόμενη στρατιωτική ιμπεριαλιστική παρουσία και δράση, ιδιαίτερα μετά τη συγκρότηση της Αφρικανικής Διοίκησης του αμερικανικού στρατού (AFRICOM), που ενεργοποιήθηκε τον Οκτώβρη του 2008, και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Βόρεια Αφρική το 2011, που φούντωσαν και διέσπειραν την εγκληματική δράση οργανώσεων που δρουν με πρόσχημα το Ισλάμ (τύπου «Μπόκο Χαράμ», «Σαμπάμπ», ΜUJAO) σε δυτική και ανατολική Αφρική.
Δεν προκάλεσε, συνεπώς, εντύπωση η απόφαση του Προέδρου Ομπάμα να ανακοινώσει στο πλαίσιο της πρώτης αμερικανο-αφρικανικής Διάσκεψης Κορυφής και το πρόγραμμα υποτιθέμενης «ενίσχυσης» των αφρικανικών «ειρηνευτικών» αποστολών με την ονομασία «African Peacekeeping Rapid Response Partnership» («Συνεργασία Αφρικανικής Ειρηνευτικής Δύναμης Ταχείας Επέμβασης») στο πλαίσιο του οποίου υποσχέθηκαν να «επενδύσουν» 110.000.000 δολάρια για τρία έως πέντε χρόνια, με στόχο την εκπαίδευση, εξοπλισμό και συμμετοχή αφρικανικών χωρών σε «ειρηνευτικές αποστολές» κυανοκράνων του ΟΗΕ και της Αφρικανικής Ενωσης.
Εν τέλει, η ολοκλήρωση της πρώτης αμερικανο-αφρικανικής Συνόδου Κορυφής έγινε με υποσχέσεις για συνολικές επενδύσεις ύψους 33 δισ. δολαρίων, εκ των οποίων τα δύο δισ. υποσχέθηκε o Τζεφ Ιμέλτ της «General Electric» σαν νέες επενδύσεις στην αφρικανική Ενέργεια π.χ. με την παραγωγή νέων τουρμπίνων φυσικού αερίου στην Αλγερία, κινητήρες για αμαξοστοιχίες στη Ν. Αφρική, εκπαίδευση νέων Νιγηριανών εργαζομένων πάνω στην Ενέργεια κ.ά. Εντούτοις, τα 33 δισ. από μέρους των ΗΠΑ δεν είναι, από την άλλη, και κανένα ιδιαίτερα «τρανταχτό» ποσό, αν σκεφθεί κανείς π.χ. τα 39 δισ. δολάρια που υποσχέθηκαν να δώσουν οι χώρες της ΕΕ ως επενδύσεις και αναπτυξιακά έργα στην 4η κατά σειρά Διάσκεψη Κορυφής ΕΕ - Αφρικής στις Βρυξέλλες τον περασμένο Μάρτη, τα 32 δισ. δολάρια που υποσχέθηκε η Ιαπωνία τον Ιούνη του 2013 σε αντίστοιχη ιαπωνο-αφρικανική Σύνοδο Κορυφής, τα 20 δισ. δολάρια της Κίνας το 2012, (πέρα από τις δεκάδες διακρατικές συμφωνίες για χαμηλότοκα δάνεια, κεφάλαια και επενδύσεις πάνω σε Ενέργεια, εμπόριο, υποδομές, μεταφορές κ.λπ.) κ.ά.
Είναι φανερό ότι η ξέφρενη κούρσα των ανταγωνισμών για ένα καλό μερίδιο από τον πλούτο της αφρικανικής ηπείρου βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.