Εδώ δεν πρόκειται για απλό λάθος, αλλά για κάτι χειρότερο κι από το «φύκια για μεταξωτές κορδέλες».
Επαναλαμβάνοντας τη φράση «να φύγει η κυβέρνηση» τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν ίσως ότι με την επανάληψη διαμορφώνουν το αναγκαίο για το κόμμα τους κλίμα. Παράλληλα, όμως, καλούν την εργατική τάξη να ξεχάσει ό,τι η ίδια η εμπειρία της διδάσκει: Οτι την ανεργία τη γεννά ο καπιταλισμός είτε είναι σε κρίση είτε όχι. Η ανεργία υπάρχει με και χωρίς μνημόνια. Η ανεργία υπάρχει με φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Η ανεργία φουντώνει στον καιρό της κρίσης, μιας κρίσης που έχει όνομα: Καπιταλιστική.
Από την αρχή της κρίσης αποφεύγουν να μιλήσουν γι' αυτήν. Της δίνουν διάφορα ονόματα, αλλά ποτέ με το όνομά της. Τώρα, όμως, το χοντραίνουν κι από πάνω: Ζητάνε από τους εργάτες να δεχτούν ότι αλλάζοντας γκιουλέκα στο σβέρκο τους θα δούνε άσπρη μέρα. Επί της ουσίας, καλούν την εργατική τάξη να αποδεχτεί ένα σύστημα που έχει από καιρό σαπίσει, να αφοπλιστεί την ώρα που πρέπει να παλέψει για την κατάργηση των μονοπωλίων, για την δική της εξουσία.
Αυτά, λένε, είναι μακρινά πράγματα, για τη δευτέρα παρουσία. Κι επειδή αυτοί επιμένουν να απολαύσουν τον υπαρκτό καπιταλισμό, ζητάνε να τους δοθεί η δυνατότητα να γευτούν ολίγη από την γλύκα της κυβέρνησης με αδιατάραχτη την εξουσία των μονοπωλίων.
Για κακή τύχη των επίδοξων κυβερνητών σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης έχουν μάθει να ξεχωρίζουν την ήρα από το στάρι. Κι ακόμα καλύτερα, σε χώρους δουλειάς όλο και πιο συχνά η κουβέντα καταλήγει στο «μπορούμε χωρίς αφεντικά». Αρα και χωρίς τους πολιτικούς διαχειριστές της εξουσίας των αφεντικών.
Εννιακόσια και πλέον μαχητικά αεροσκάφη εξελιγμένου τύπου, συνολικού κόστους 52,4 δισ. δολαρίων, πουλήθηκαν από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα την τριετία 2009 - 2012, ενώ έχουν υπογραφεί συμβόλαια να παραδοθούν επιπλέον 529 εντός του 2016, σύμφωνα με στοιχεία του αμερικανικού επιμελητηρίου. Στον αντίποδα, οι πωλήσεις γαλλικών, βρετανικών και καναδικών τύπων ήταν μικρές και δεν αναφέρονται. Να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που η Ρωσία βρίσκεται στην κορυφή των πωλήσεων μαχητικών για την περίοδο 2009 - 2012, με 384 αεροσκάφη, αξίας 17,1 δισ. δολαρίων. Η Αμερική πούλησε την ίδια τριετία 339 μαχητικά, αλλά σε αξία ξεπέρασε τη Ρωσία, εισπράττοντας 31,4 δισ. δολάρια. Η Κίνα, η οποία έκανε την εμφάνισή της στο διεθνή εμπορικό χώρο των μαχητικών αεροσκαφών στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, πούλησε 187 τζετ αξίας 3,7 δισ. δολαρίων. Οι πωλήσεις υπερσύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών υπολογίζεται ότι θα «περιοριστούν» την περίοδο 2013 - 2016 σε 549 τζετ αξίας 41,4 δισ. δολαρίων. Η αιτία, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι ότι η σειρά των νέων μαχητικών που σχεδιάζεται στις τρεις χώρες δεν πρόκειται να βγει στο διεθνές εμπόριο πριν από το 2020 και επιπλέον μειώνονται εξαιτίας της κρίσης τα κονδύλια για τους εξοπλισμούς που κάνουν όλες οι χώρες. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία δείχνουν τον ανταγωνισμό για τους εξοπλισμούς ανάμεσα στα μονοπώλια του πολέμου. Σ' αυτόν τον εξοπλισμό, και στο συγκεκριμένο είδος (πολεμικά αεροσκάφη) οι ευρωενωσιακοί επιχειρηματικοί όμιλοι φαίνεται πως υπολείπονται των ανταγωνιστών και ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους σε επίπεδο ΕΕ προωθείται τώρα η αναδιάρθρωση της «αμυντικής» βιομηχανίας, σε όφελος των ισχυρότερων οικονομικά χωρών. Οπως και να 'χει, οι εξοπλισμοί παραμένουν μια ιδιαίτερα κερδοφόρα μπίζνα στον καπιταλισμό, καθώς αξιοποιούνται για να επιβάλλουν τα μονοπώλια τα ανταγωνιστικά τους συμφέροντα, είτε με πόλεμο, είτε με «ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών.