ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 26 Νοέμβρη 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου και εκμετάλλευση

Το νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις στηρίζεται στη φιλοσοφία της κατάργησης του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου. Αυτό σημαίνει η «διευθέτηση του χρόνου εργασίας». Ανεξάρτητα από το εύρος αυτής της διευθέτησης και τη μορφή της, το ουσιαστικό ζήτημα είναι ότι από τη στιγμή που δε θα υπάρχει σταθερός ημερήσιος εργάσιμος χρόνος, που είναι και το καθοριστικό στοιχείο, η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στην παραγωγική διαδικασία είναι γεγονός.

Η ουσία της εκμετάλλευσης συνίσταται στο γεγονός ότι οι καπιταλιστές, που είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, συνενώνουν αυτά τα μέσα με την εργατική δύναμη των εργατών στην παραγωγική διαδικασία και παράγουν εμπορεύματα όχι για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά για να καρπωθούν την παραγόμενη υπεραξία με τη μορφή του κέρδους. Την οποία επίσης στο μεγαλύτερο μέρος της τη μετατρέπουν σε κεφάλαιο, αυξάνοντας τις διαστάσεις της παραγωγής τους. Αυτός είναι και ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής.

Πώς παράγεται η υπεραξία; Η εργατική δύναμη ως εμπόρευμα έχει ακριβώς αυτή την αξία χρήσης, να παράγει νέα αξία μεγαλύτερη από τη δική της αξία.

Κάθε εμπόρευμα έχει δύο ιδιότητες, την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία, ή απλώς αξία. Η αξία χρήσης αποτελείται από όλα αυτά τα στοιχεία για τα οποία χρησιμοποιείται, καλύπτοντας ανθρώπινες ανάγκες γενικά. Η αξία είναι η ιδιότητα που επιτρέπει στους ανθρώπους να τα ανταλλάσσουν με την αγοραπωλησία σε καθορισμένες αναλογίες και στην αγορά εμφανίζεται με τη χρηματική τιμή. Για την παραγωγή των εμπορευμάτων σημαίνει ότι οι εργάτες ξοδεύουν μια ορισμένη ποσότητα εργασίας Αυτή η ποσότητα εργασίας, η κοινωνικά αναγκαία για την παραγωγή των εμπορευμάτων που είναι ενσωματωμένη σ' αυτά είναι η αξία τους.

Κατά τη διαδικασία της παραγωγής εμπορευμάτων μεταβιβάζεται σ' αυτά με την εργασία η αξία των μέσων παραγωγής (μηχανές, ενέργεια, πρώτες ύλες κλπ.), για την παραγωγή των οποίων επίσης είχε ξοδευτεί εργασία. Επομένως στην αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται και αυτή η εργασία. Την ώρα που με την εργασία μεταβιβάζεται η αξία των μέσων παραγωγής στο παραγόμενο προϊόν, σε κάθε στιγμή της διαδικασίας της παραγωγής, ενσωματώνεται στο προϊόν η ποσότητα της εργασίας για την παραγωγή του, πέρα από τη μεταβίβαση της αξίας των μέσων παραγωγής. Σ' αυτή τη διαδικασία παράγεται νέα αξία, καθ' όλη τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας, ενσωματωμένη στα εμπορεύματα.

Η αξία του εμπορεύματος εργατική δύναμη αποτελείται από το σύνολο των μέσων που χρειάζονται για την αναπαραγωγή της δηλαδή για την επανάκτηση της ικανότητας του εργάτη για εργασία, (π.χ. τροφή, κατοικία, ένδυση, υγεία, εκπαίδευση, ψυχαγωγία κλπ). Εχει δε τιμή, δηλαδή χρηματική έκφραση, που αποτελείται από το μισθό, την κοινωνική ασφάλιση, τη δημόσια εκπαίδευση και υγεία κλπ.

Κατά τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας, ο εργάτης παράγει νέα αξία μεγαλύτερη από την αξία της εργατικής του δύναμης. Η εργάσιμη μέρα είναι πολύ μεγαλύτερη από το χρόνο που χρειάζεται για την παραγωγή νέας αξίας, ισοδύναμης με την αξία της εργατικής δύναμης που ενσωματώνεται στα εμπορεύματα. Αυτή η παραπανίσια νέα αξία είναι η υπεραξία.

Η παραγωγή υπεραξίας ή η απόχτηση του κέρδους (το κυνήγι του κέρδους) είναι απόλυτος νόμος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η αύξηση της παραγόμενης υπεραξίας, η αύξηση της εκμετάλλευσης, μπορεί να επιτευχθεί είτε με την αύξηση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, είτε με τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης που μπορεί να επιτυγχάνεται με τη μείωση του χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των μέσων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Επίσης, η αύξηση της εκμετάλλευσης μπορεί να επιτυγχάνεται με τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, μέσω και της κατάργησης της σχέσης ανάμεσα στον αναγκαίο για την αξία της εργατικής δύναμης χρόνο εργασίας και το χρόνο υπερεργασίας, κατά τον οποίο η παραγόμενη νέα αξία ανήκει στον καπιταλιστή, που επιτυγχάνεται με την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου.

Ο χρόνος εργασίας πρέπει να υπολογίζεται στη μέρα, (ημερήσιος) και όχι διαφορετικά, δηλαδή στη βδομάδα, το μήνα κλπ, γιατί στη διάρκεια της μέρας αναπαράγεται η εργατική δύναμη που καταναλώνεται στην παραγωγική διαδικασία.

Η γενικευμένη κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου καθορίζει τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, φτάνοντάς τη σε σημείο αδυναμίας αναπαραγωγής της και κάλυψης στοιχειωδών αναγκών των εργατών, προκειμένου να είναι πάντα ικανοί να εργάζονται.

Το νομοσχέδιο θεσμοθετεί τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας για 138 ώρες το χρόνο, δίνοντας τη δυνατότητα στους επιχειρηματίες να αυξάνουν τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, ανάλογα με τις ανάγκες τους έως και 12 ώρες. Αυτή η ρύθμιση δίνει τη δυνατότητα στους επιχειρηματίες να αυξάνουν από 8 σε 12 ώρες τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο χωρίς πληρωμή υπερωριών, έως και 138 ώρες το χρόνο. Αυτές τις 138 ώρες μπορούν επίσης να τις κατανέμουν είτε σε ρεπό, είτε σε μεγαλύτερη άδεια, είτε σε λιγότερες μέρες εργασίας σε άλλα χρονικά διαστήματα.

Με αυτές τις ρυθμίσεις μπορεί να δημιουργείται η απατηλή εντύπωση ότι στη διάρκεια ενός χρόνου ο εργάτης δουλεύει χωρίς να χάνει, αφού ούτε ο συνολικός εργάσιμος χρόνος αλλάζει ούτε το μεροκάματο ή ο μισθός εργασίας. Είναι, όμως, έτσι ακριβώς; Το πρόβλημα βρίσκεται μόνο στην αναστάτωση της ζωής του εργάτη και της οικογένειάς του από τη μη κανονική εργάσιμη μέρα; `Η το γεγονός ότι χάνοντας για κάποιο χρονικό διάστημα τον ελεύθερο χρόνο του, ο οποίος του παραχωρείται σε κάποιο άλλο διάστημα, φαινομενικά «απλόχερα», σημαίνει ότι συνολικά οι όροι ζωής του δεν αλλάζουν; Οτι η θέση του μέσα στην παραγωγή από την άποψη του πλούτου που παράγει και του μεριδίου που καρπώνεται δε χειροτερεύει;

Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι η αυξομείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, ανεξάρτητα αν ο συνολικός σε διάστημα ενός χρόνου δεν αλλάζει, όπως επίσης δεν αλλάζει και ο μισθός της εργασίας, είναι μια μορφή έντασης της εκμετάλλευσης, ακριβώς γιατί στη διάρκεια που ο εργάτης δουλεύει περισσότερες από την κανονική εργάσιμη μέρα ώρες, η αξία της εργατικής δύναμης μεγαλώνει πολλαπλάσια, αφού και η φθορά της μεγαλώνει. Αρα ένα μέρος της χάνεται χωρίς να αναπληρώνεται, καταστρέφεται δηλαδή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε άλλο χρονικό διάστημα δουλεύει λιγότερες ώρες τη μέρα.

Με την κατάργηση της κανονικότητας στην εργασία, καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία και έτσι πέφτει η τιμή της εργατικής δύναμης, αυξάνοντας στο έπακρο την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.

Η αύξηση του χρόνου υπερεργασίας αυξάνει πολλαπλάσια την αξία της εργατικής δύναμης, τη φθορά της, σε σχέση με την αναπλήρωσή της, άρα εδώ έχουμε πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης, πτώση που δεν αναπληρώνεται από την αντίστοιχη μείωση του εργάσιμου χρόνου.

Ο Μαρξ γι' αυτό το ζήτημα, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει:

«Οταν στο κλάσμα

ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης / εργάσιμη μέρα

μεγαλώνει ο παρονομαστής, μεγαλώνει ακόμα πιο γρήγορα ο αριθμητής. Η αξία της εργατικής δύναμης, εξαιτίας της φθοράς της, μεγαλώνει όταν μεγαλώνει η διάρκεια της λειτουργίας της και μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της». (σελ. 563 - 564)

Αυτός είναι και ο ουσιαστικός λόγος της επιμονής των καπιταλιστών για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου με την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας. Αν δε αυτό συνδυαστεί με την πληρωμή με ωρομίσθιο, τη μερική απασχόληση, τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών στα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, η εκμετάλλευση γίνεται ακόμη πιο εντατική, αφού η τιμή της εργατικής δύναμης μειώνεται ακόμη περισσότερο.


Σ.



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ