Η ακόμα στενότερη σύνδεση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες και τις επιταγές της αγοράς είναι η βασική φιλοσοφία του δεύτερου Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση» (ΕΠΕΑΕΚ 2), το οποίο έρχεται να ολοκληρώσει το έργο της αντιδραστικής αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης που ξεκίνησε με το πρώτο τέτοιο πρόγραμμα. Την ίδια στιγμή που ο κρατικός προϋπολογισμός υπολείπεται κατά πολύ να εξασφαλίζει ακόμα και τα λειτουργικά έξοδα της εκπαίδευσης, τα κοινοτικά κονδύλια δε διατίθενται για την αναβάθμισή της, αλλά κύριο στόχο έχουν τη μετατόπιση στη φτηνή κατάρτιση και ψευτοειδίκευση. Τα κονδύλια αυτά γίνονται μοχλός εφαρμογής της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την παιδεία, επικεντρώνονται με μεγαλύτερη έμφαση στην κατάρτιση και τη σύνδεσή της με τις ανάγκες των πολυεθνικών, ενώ οι διατυπώσεις «κοινωνία της γνώσης», «απασχολησιμότητα», «επιχειρηματικότητα» επαναλαμβάνονται διαρκώς στο σχέδιο, η φιλοσοφία του οποίου θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση «λιγότερη εκπαίδευση - περισσότερη κατάρτιση».
Οπως σημειώνεται και από τους εισηγητές, οι δράσεις του ΕΠΕΑΕΚ, το οποίο έχει διάρκεια από το 2000 μέχρι το 2006, συνδέονται με τις προτεραιότητες του «Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Απασχόληση», το συνολικό δηλαδή σχέδιο αντεργατικής πολιτικής της κυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα, για την προώθηση των αναδιαρθρώσεων που εξυπηρετούν το μεγάλο κεφάλαιο στη χώρα μας (συγκεκριμένα στις εργασιακές σχέσεις με την πλήρη καθιέρωση της μερικής απασχόλησης, της διευθέτησης του συνολικού εργάσιμου χρόνου κλπ., στο όνομα της αντιμετώπισης της ανεργίας). Αυτή ακριβώς η σύνδεση της εκπαίδευσης - κατάρτισης με την απασχολησιμότητα διαπνέει όλο το ΕΠΕΑΕΚ.
Με στόχο να διοχετευτούν οι νέοι στους τομείς και τα επαγγέλματα που έχει ανάγκη η καπιταλιστική οικονομία προωθείται το μέτρο «Επαγγελματικός Προσανατολισμός και Σύνδεση με την αγορά εργασίας». Ξεκινώντας από το λύκειο και την τεχνική εκπαίδευση, «η στενότερη σύνδεση του σχολείου με την αγορά εργασίας θα έχει επιπλέον ως αποτέλεσμα τον εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και θα λειτουργήσει ως πρόσθετο κίνητρο για την εντατικοποίηση της μαθητικής προσπάθειας». Στο ίδιο πλαίσιο θα ενισχυθεί η λειτουργία των γραφείων διασύνδεσης των ΑΕΙ και ΤΕΙ. Μάλιστα, η φιλοδοξία των εμπνευστών είναι «μέσα από την επαφή μαθητών και σπουδαστών με την αγορά εργασίας να φθάσουν τα μηνύματα στην εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή κοινότητα για τις απαιτούμενες αλλαγές».
Το νέο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα προχωρά ακόμα μακρύτερα στο ζήτημα της διά βίου κατάρτισης και της σύνδεσης της εκπαίδευσης με την απασχόληση. Συγκεκριμένα, προβλέπονται η «ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών διά βίου εκπαίδευσης», «επαγγελματικός προσανατολισμός και συμβουλευτική που προσφέρονται σε όσους παρακολουθούν εκπαιδευτικά προγράμματα» και τέλος «επέκταση των προγραμμάτων πρακτικής άσκησης και εφαρμογή καινοτομικών προγραμμάτων ανάπτυξης δεξιοτήτων». Ολα αυτά θα χρηματοδοτηθούν με 1,5 δισ. ΕΥΡΩ περίπου και θα συγχρηματοδοτηθεί κατά 25% από εθνικούς πόρους. Ενδεικτικό της βαρύτητας που δίνεται στην προώθηση της διά βίου κατάρτισης είναι το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος άξονας προτεραιότητας απορροφά περίπου το 61,8% του συνολικού προϋπολογισμού του προγράμματος (βλέπε στον πίνακα).
Με 191,398 εκατ. ΕΥΡΩ χρηματοδοτείται η ενέργεια για καταπολέμηση της σχολικής αποτυχίας και διαρροής με τις λεγόμενες εναλλακτικές μορφές μάθησης. Η «εξατομίκευση» των μεθόδων μάθησης παρουσιάζεται ως η πανάκεια για τη σχολική αποτυχία, με προγράμματα που είναι πέραν του προβλεπόμενου σχολικού προγράμματος αντί για βελτίωση της λειτουργίας του σχολείου. Στο σημείο αυτό, υπάρχει και η παραδοχή (δεν μπορούσε άλλωστε να αποκρυφτεί) ότι η συνολική αποτυχία των μαθητών στις πανελλαδικές εξετάσεις της Β` Λυκείου άγγιξε το 20%, ενώ κατά τόπους η αποτυχία ξεπέρασε και το 50% του μαθητικού πληθυσμού. Η ταξικότητα δε της εκπαίδευσης, την οποία το υπουργείο Παιδείας συνηθίζει να αρνείται, αποτυπώνεται ως παραδοχή όταν γίνεται λόγος για το ολοήμερο σχολείο. «Οι μαθητές των παραπάνω σχολείων κρίνεται ότι αποτελούν σχεδόν στο σύνολό τους ομάδα υψηλού κινδύνου για πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, επειδή προέρχονται από οικογένειες χαμηλού οικονομικού και μορφωτικού επιπέδου».
Η «αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης» ορίζεται ως επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και αξιολόγηση τόσο του εκπαιδευτικού και του έργου του όσο και των μαθητών. Τη στιγμή που δε γίνεται τίποτε για την πραγματική αναβάθμιση της παρεχόμενης γνώσης, τη στιγμή που από τα σχολεία λείπει εκπαιδευτικό δυναμικό, βιβλία και άλλα εποπτικά μέσα, φαντάζει αστείο να προβάλλεται ως αναβάθμιση η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών. Η κατεύθυνση αυτή προωθείται ακριβώς γιατί από τη μία η διάδοση των προϊόντων της νέας τεχνολογίας είναι μια μεγάλη αγορά και από την άλλη υπάρχει η ανάγκη εξασφάλισης εργαζομένων που μπορεί να μην έχουν γενική μόρφωση, θα έχουν ωστόσο δεξιότητες, θα μπορούν να χειρίζονται τις σύγχρονες μηχανές που απαιτούν οι ανάγκες της παραγωγής.
Σε ό,τι αφορά την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, προτείνονται οι εναλλακτικές μορφές επιμόρφωσης με έμφαση στην εξ αποστάσεως επιμόρφωση (δε γίνεται κουβέντα για την αναβάθμισή της), που όπως επισημαίνεται «θα επιτρέψει την αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας, τη μείωση μεσοπρόθεσμα του κόστους υλοποίησης, τον περιορισμό των προβλημάτων δυσλειτουργίας των σχολείων και την αύξηση των ευκαιριών επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών». Βεβαίως, με εξαίρεση ίσως την επιδιωκόμενη μείωση του κόστους, από πουθενά δε συνάγεται ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν τα άλλα ζητήματα. Οπως αναφέρεται, οι σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (συμπεριλαμβανομένων και των ΤΕΕ) προβλέπεται να αξιολογηθούν. Εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του προγράμματος θα αξιολογηθούν 2.800 σχολικές μονάδες και το 60% των μαθητών στα βασικά μαθήματα. Ετσι δίνονται κονδύλια για την αξιολόγηση, τη στιγμή που συνεχίζεται η υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης.
Ειδικά σε ό,τι αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, προβλέπεται πως «τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας σε συνεργασία με τις επαγγελματικές και επιστημονικές οργανώσεις και αντίστοιχα ιδρύματα της Ελλάδας ή και του εξωτερικού, θα αναπτύξουν προγράμματα συμπληρωματικής εκπαίδευσης και διατμηματικά προγράμματα σπουδών, που θα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και (σ.σ. σε δεύτερη μοίρα) στις ανάγκες των φοιτητών». Αυτά, σημειώνουμε, ότι σχεδιάζονται σε μια περίοδο που προωθείται συνολικά η υποβάθμιση των προπτυχιακών σπουδών. Σ' αυτή την κατεύθυνση κατανέμεται και το 2ο ΕΠΕΑΕΚ, που στο προπτυχιακό επίπεδο χρηματοδοτεί μόνο λειτουργίες φτηνής κατάρτισης και συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου, που θέλει μια πιο ολοκληρωμένη επιστημονική γνώση όχι στο πτυχίο, αλλά στα μεταπτυχιακά. Εκεί όπου θα έχει πρόσβαση μόνο μια μικρή ελίτ φοιτητών, που θα έχουν καταφέρει να περάσουν τα διαδοχικά ταξικά φίλτρα που προωθούνται μέσα στα πανεπιστήμια.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει το σχέδιο του 2ου ΕΠΕΑΕΚ στη λεγόμενη διεύρυνση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών της, για τα οποία υπολογίζεται να δαπανηθούν περίπου 361 εκατομμύρια ΕΥΡΩ μέχρι το 2006.
Οι δράσεις του ΕΠΕΑΕΚ είναι ήδη γνωστές από τη δημιουργία νέων τμημάτων φτηνής κατάρτισης, όπως για παράδειγμα το Τμήμα «Σχεδιασμού και τεχνολογίας ξύλου και επίπλου» (!) στο ΤΕΙ Λάρισας και δημιουργία μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Παράλληλα, το ΕΠΕΑΕΚ χρηματοδότησε την προηγούμενη περίοδο μια σειρά αλλαγές στα προγράμματα σπουδών στα πανεπιστήμια στη λογική των «αναγκών της αγοράς».
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται κι ο σχεδιασμός του 2ου ΕΠΕΑΕΚ για την «αναμόρφωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εκπαιδευτικού υλικού», την «υποστήριξη διεύρυνσης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», την «υποστήριξη μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών και έρευνας» και για «υποτροφίες σπουδαστών για σπουδές στην Ελλάδα και το Εξωτερικό». Ιδιαίτερα για τα μεταπτυχιακά «προβλέπεται η συνολική αξιολόγηση της ενέργειας του 1ου ΕΠΕΑΕΚ» και μέσα από την αξιολόγηση θα επιλεγούν εκείνα τα μεταπτυχιακά προγράμματα των οποίων η χρηματοδότηση θα συνεχίσει.
Μάλιστα, η δημιουργία νέων μεταπτυχιακών σύμφωνα με το σχέδιο «θα βασιστεί σε κριτήρια που σχετίζονται τόσο με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας όσο και με την ανάγκη συμβολής στην εισαγωγή και ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών στη χώρα». Είναι πιθανό λοιπόν, να δούμε π.χ. μεταπτυχιακό τμήμα στην ιατρική σχολή που θα ειδικεύει τους πτυχιούχους γιατρούς να γίνουν «μάνατζερ υγείας», όπως οραματίζεται ο Υπουργός Υγείας Α. Παπαδόπουλος.
Δε θα μπορούσε να είναι έξω από το πρόγραμμα και η προώθηση της λεγόμενης «επιχειρηματικότητας» που το 2ο ΕΠΕΑΕΚ στρέφει κυρίως στην ανώτατη εκπαίδευση. «Η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση δεν έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα μέχρι σήμερα στα θέματα απασχόλησης των αποφοίτων. Περιορίστηκε στο να εφοδιάζει τους νέους με ακαδημαϊκά εφόδια και δεν έδωσε την αναγκαία έμφαση σε θέματα όπως της αγοράς εργασίας, της επιχειρηματικότητας, της εφευρετικότητας, της ανάπτυξης προσόντων, αλλά και τον εξοπλισμό τους με εφόδια και γνώσεις που θα τους κάνουν άμεσα ικανούς να συμμετάσχουν ενεργά στην αγορά εργασίας, όχι μόνο με την κατάληψη υπαρχόντων αλλά και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας», αναφέρεται στο σχέδιο του επιχειρησιακού προγράμματος. Ετσι, από το 2000 ως το 2006 θα χρηματοδοτηθούν δράσεις όπως μαθήματα επιχειρηματικότητας στο πρόγραμμα σπουδών των ΑΕΙ και ΤΕΙ, «εγκατάσταση Εταιριών Τεχνολογικής Βάσης από φοιτητές, αποφοίτους και μέλη ΔΕΠ εντός των ΑΕΙ και ΤΕΙ», «οργάνωση γραφείου που θα παρέχει υποστηριχτικές υπηρεσίες, όπως π.χ. μάρκετινγκ». Μπορεί, δηλαδή, να δούμε στο μέλλον και μαθήματα οργάνωσης και λειτουργίας φροντιστηρίου στις καθηγητικές σχολές των ΑΕΙ!