ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Φλεβάρη 2013
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΚΛΑΔΟΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ - ΠΟΤΩΝ
Σταθερές αποδόσεις, υψηλή κερδοφορία

Στον κλάδο λειτουργούν αρκετές χιλιάδες βιοτεχνίες και βιομηχανίες, ωστόσο ένας μικρός αριθμός μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων καθορίζει την πορεία και τις εξελίξεις

Ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες στην εικόνα που εμφανίζει η δομή της ελληνικής οικονομίας γενικά, αλλά και στο φόντο των μεγαλύτερων δυσαναλογιών που προκαλεί η εξελισσόμενη οικονομική κρίση, ο χώρος των τροφίμων και των ποτών εξακολουθεί να αποτελεί για το κεφάλαιο έναν κλάδο αυξημένης σταθερότητας, αποδοτικών επενδύσεων και υψηλής κερδοφορίας. Παράλληλα, είναι ένας κλάδος όπου με ιδιαίτερη έμφαση εκδηλώνονται οι επιχειρηματικοί ανταγωνισμοί και οι αντιφάσεις που γεννά το σύστημα, με αποτέλεσμα η επιθετικότητα του κεφαλαίου να είναι εδώ περισσότερο ορατή από άλλους κλάδους, μιας και δραστηριοποιείται σε διάφορα επίπεδα και προς διάφορες κατευθύνσεις. Ετσι, οι βιομηχανίες των τροφίμων και των ποτών - και πάντα συγκριτικά - δείχνουν ότι δεν ακολουθούν μέχρι στιγμής την εικόνα της κατάρρευσης που εμφανίζουν άλλοι κλάδοι της μεταποίησης, είναι μονάδες σε σημαντικό βαθμό σύγχρονες, πολλές από τις οποίες προέκυψαν από διαδικασίες εξαγορών και συγχωνεύσεων των προηγούμενων χρόνων, έχουν έντονο το χαρακτήρα της λεγόμενης εξωστρέφειας, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελούν σύγχρονες γαλέρες εκμετάλλευσης και καταπίεσης για δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ πολλές χιλιάδες είναι οι θέσεις εργασίας που ήδη έχουν χαθεί.

Παρά τις σημαντικές ανακατατάξεις που έχουν γίνει στους κόλπους της μεταποίησης την τελευταία δεκαπενταετία και οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα αισθητές αλλαγές στη συμμετοχή των επιμέρους κλάδων στο σύνολο της μεταποίησης, ο κλάδος των τροφίμων και των ποτών επίσημα εμφανίζεται να έχει αποκτήσει ελάχιστο προβάδισμα έναντι άλλων κλάδων. Η εικόνα αυτή, όπως προκύπτει από τη μελέτη της εξέλιξης της βιομηχανικής παραγωγής, οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η Ελληνική Στατιστική Αρχή δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα την έρευνα για την αναγκαία αναθεώρηση του Δείκτη της Βιομηχανικής Παραγωγής και κατ' επέκταση αναθεώρηση των δεικτών που δείχνουν τη συμμετοχή του κάθε κλάδου στο προϊόν που συνολικά παράγουν οι κλάδοι της μεταποίησης. Ωστόσο, ακόμα και με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, προκύπτουν συμπεράσματα που δείχνουν ότι η παραγωγή στον κλάδο των τροφίμων και των ποτών παρουσιάζει μια αυξητική τάση, σε σχέση με τους άλλους δείκτες της μεταποίησης, γεγονός που μαρτυρά το σημαντικό ρόλο που παίζει ο συγκεκριμένος κλάδος για τις παραπέρα εξελίξεις στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής.

Ο κλάδος «Τρόφιμα - Ποτά» έχει όλα τα χαρακτηριστικά που συνοδεύουν και τους άλλους κλάδους της παραγωγικής δραστηριότητας. Αναλύοντας τα επίσημα στατιστικά στοιχεία διαπιστώνουμε ότι:

Πρώτον, τα παραγόμενα εμπορεύματα στον κλάδο «Τρόφιμα - Ποτά», το 2000, αποτελούσαν το 15,51% του συνόλου της βιομηχανικής παραγωγής στη χώρα, όπως αυτή μετριέται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Εκείνη τη χρονιά, ο κλάδος χωριζόταν σε 12,3% «τρόφιμα» και 3,2% «ποτά». Αναθεώρηση του Δείκτη Βιομηχανικής Παραγωγής γίνεται κάθε πέντε χρόνια.

Στην έρευνα του 2005, ο Δείκτης του κλάδου αποτελούσε ήδη το 16,89% της βιομηχανικής παραγωγής, με επιμέρους υποδιαίρεση 12,73% για τα τρόφιμα και 4,16% για τα ποτά. Αρα, την πενταετία 2000 - 2005 ο κλάδος «Τρόφιμα - Ποτά» ενίσχυσε στο σύνολο της βιομηχανικής παραγωγής τη δική του συμμετοχή έναντι άλλων κλάδων της μεταποίησης. Αν δούμε μάλιστα τα στοιχεία. η βελτίωση της θέσης του κλάδου οφείλεται περισσότερο στη μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγής των ποτών (κατά 0,95%) και λιγότερο στην αύξηση της παραγωγής τροφίμων, που ήταν 0,43%.

Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και τα τέλη του 2012, η παραγωγή στον κλάδο «Τρόφιμα - Ποτά» αυξήθηκε με ακόμα πιο γρήγορους ρυθμούς, συγκριτικά με το σύνολο της βιομηχανίας. Ειδικά από το 2009 και μετά, όταν σημειώθηκε η βίαιη πτώση της παραγωγής στο σύνολο της βιομηχανικής παραγωγής, ο συγκεκριμένος κλάδος είχε μεν απώλειες ωστόσο αυτές ήταν πολύ μικρότερες του συνόλου. Δύο είναι οι κύριοι λόγοι που παρατηρήθηκε αυτή η εικόνα στον κλάδο. Πρώτον, ότι σε μεγάλο βαθμό τα παραγόμενα από τον κλάδο είδη κατανάλωσης, τα τρόφιμα, ανήκουν σε μια κατηγορία που ο καταναλωτής δεν μπορεί να τα κόψει ανεξέλεγκτα, ακόμα και όταν σχεδόν ανεξέλεγκτη είναι η χρεοκοπία των λαϊκών νοικοκυριών. Ο δεύτερος λόγος συνδέεται περισσότερο με τις επιπτώσεις που έχει η οικονομική κρίση στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένα μέρος της παραγωγής του κλάδου εξαρχής προορίζεται για εξαγωγές. Με δυο λόγια, η αισθητή μείωση που παρατηρήθηκε στις εισαγωγές τροφίμων είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι πωλήσεις των εγχώριων βιομηχανιών τροφίμων, ενώ παράλληλα διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα η παραγωγή, κύρια των πολυεθνικών που λειτουργούν στη χώρα, με κύριο αντικείμενο την εξαγωγή προϊόντων σε άλλες αγορές.

Με βάση το 2005 το σύνολο της βιομηχανικής παραγωγής τον προηγούμενο Νοέμβρη έδειχνε πτώση της τάξης του 26,1%, ενώ την ίδια στιγμή η αντίστοιχη μείωση για τον κλάδο των τροφίμων και των ποτών «περιορίστηκε» στο 6,4%. Τούτο από μόνο του σημαίνει ότι κατά την επικείμενη αναθεώρηση του δείκτη της βιομηχανίας, η θέση του κλάδου θα είναι σημαντικά βελτιωμένη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Δεύτερον, παρατηρείται ιδιαίτερα μεγάλη πολυδιάσπαση των παραγωγικών μονάδων του κλάδου και ταυτόχρονα διακρίνεται από ιδιαίτερα υψηλό βαθμό συγκέντρωσης κεφαλαίων και συγκεντροποίησης της παραγωγής. Στην πραγματικότητα στον κλάδο κυριαρχούν μια - δυο δεκάδες μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, κύρια πολυεθνικών, που καθορίζουν σχεδόν απόλυτα τους όρους ύπαρξης και λειτουργίας των χιλιάδων μικρών μονάδων. Οι περισσότερες από αυτές, όταν δεν πρόκειται για μικρές βιοτεχνίες της γειτονιάς για την κάλυψη καθημερινών αναγκών των νοικοκυριών (φούρνοι κ.λπ.), λειτουργούν συμπληρωματικά είτε παράγοντας φασόν για τις μεγάλες παραγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου, είτε ως προμηθευτές των πολυεθνικών που ελέγχουν το χώρο του εμπορίου τροφίμων και ποτών.

Μικρές επιχειρήσεις θεωρούνται όσες απασχολούν μέχρι 10 άτομα, μεγάλες εκείνες που έχουν πάνω από 10 άτομα. Με βάση τα στοιχεία αυτά, ένα γενικό συμπέρασμα είναι ότι καθ' όλη την περίοδο δεν άλλαξε σημαντικά η σχέση μικρών / μεγάλων επιχειρήσεων. Οι μεγάλες αποτελούσαν το 4,5% - 5,7% του συνόλου. Εκεί που δείχνει να υπάρχει μια αναμόρφωση των δεδομένων είναι στην απασχόληση, όπου, με βάση τα στοιχεία μέχρι το 2009 που υπάρχουν από την ΕΛΣΤΑΤ, φαίνεται οι μικρές επιχειρήσεις να δέχονται μεγαλύτερη πίεση από την κρίση, με αποτέλεσμα να μειώνουν αισθητά τον αριθμό των απασχολουμένων.

Τρίτον, η παρατήρηση των στοιχείων που αφορούν στη σχέση μικρών / μεγάλων επιχειρήσεων δείχνει ότι ναι μεν ο αριθμός των μικρών είναι σημαντικός, ωστόσο οι μεγάλες παράγουν:

  • το 77,3% της Ακαθάριστης Αξίας
  • το 78,3% της Προστιθέμενης Αξίας
  • το 77,5% των πωλήσεων του κλάδου και
  • πραγματοποιούν το 76,6% των επενδύσεων

Τέταρτον, μπορεί τα παραπάνω στοιχεία να έχουν το ενδιαφέρον τους, ωστόσο εκείνο που φαίνεται να χαρακτηρίζει την πορεία του κλάδου δεν είναι γενικά η σχέση των μικρών με τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά ο ρόλος των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου. Ετσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP, το 2009, οι 20 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου κατείχαν:

  • Το 45,8% του ενεργητικού, αυτό που θα λέγαμε γενική περιουσία του κλάδου
  • Το 34% του κύκλου εργασιών
  • Το 61,9% των κερδών

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης που υπάρχει στον κλάδο, ωστόσο είναι ολοφάνερο ότι υπάρχουν ακόμα μεγάλα περιθώρια μονοπώλησης. Αυτό βέβαια μπορεί να ισχύει για τον κλάδο συνολικά, δεν ισχύει όμως σε όλους τους υποκλάδους του, όπως, για παράδειγμα, του φρέσκου γάλακτος ή των γαλακτοκομικών κ.λπ.

Πέμπτον, σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα κινείται η εκμετάλλευση των εργαζομένων στον κλάδο, όπως αυτή απεικονίζεται στα επίσημα στοιχεία των ισολογισμών τους. Ετσι, για παράδειγμα, το 2010 στο σύνολο της βιομηχανίας η μέση προστιθέμενη αξία που αναλογούσε ανά εργαζόμενο ήταν 45.117 ευρώ, για τους εργαζόμενους του κλάδου διαμορφώθηκε σε 54.104 ευρώ! Αν μάλιστα μιλήσουμε για τις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, τότε η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο ξεπέρασε και τις 62.000 ευρώ!!!

Τέλος, σε υψηλά επίπεδα εξακολουθεί να κινείται η κερδοφορία των επιχειρήσεων στα «Τρόφιμα - Ποτά» και στην περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης (βλέπε πίνακα). Βέβαια, υπάρχουν επιχειρήσεις που αυτή την περίοδο καταγράφουν ζημιές και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, υπάρχουν κάποιες άλλες που οι ισολογισμοί τους εμφανίζονται ...βεβαρημένοι εξαιτίας διαφόρων επιχειρηματικών παιχνιδιών που παίζουν τα αφεντικά τους (για παράδειγμα VIVARTIA), είναι και οι πολυεθνικές οι οποίες - όπως ομολογούν πλέον και οι αρμόδιες αρχές - «μαγειρεύουν» τα οικονομικά τους στοιχεία, προκειμένου να κερδίζουν περισσότερα. Τα επίσημα στοιχεία, πάντως, για την κερδοφορία των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου «Τρόφιμα - Ποτά» είναι αποκαλυπτικά.

Ο κλάδος «Τρόφιμα - Ποτά» είναι ένας ιδιαίτερα σημαντικός κλάδος σήμερα, θα αποδειχθεί ακόμα σημαντικότερος όταν οι εργαζόμενοι θα καταφέρουν να αλλάξουν τους κοινωνικο-πολιτικούς συσχετικούς, στην κατεύθυνση της ανατροπής της εξουσίας των κεφαλαιοκρατών. Σε τέτοια πλαίσια, ο συγκεκριμένος κλάδος, στα χέρια του κοινωνικού συνόλου, ενταγμένος στους γενικότερους σχεδιασμούς και σε άμεση σύνδεση με την πρωτογενή παραγωγή, μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην επίλυση του επισιτιστικού ζητήματος στη χώρα. Οι κοινωνικοποιημένες βιομηχανικές μονάδες του κλάδου, που βάσει κεντρικού σχεδιασμού θα λειτουργούν καθετοποιημένα με στόχο την αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων που έχει η κοινωνία για την παραγωγική αξιοποίηση της γης και τη συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγή αγροτικών προϊόντων, θα αποτελέσουν αύριο ένα σπουδαίο όπλο στα χέρια των εργαζομένων και της λαϊκής εξουσίας.


Κ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ