Ο Τζιάκομο Πουτσίνι |
Το ανέβασμα της όπερας θα συνοδευτεί με διάλεξη για τη ζωή και την καλλιτεχνική πορεία του πατέρα του σκηνοθέτη της παράστασης - του θρυλικού τενόρου Μάριο ντελ Μόνακο. Η διάλεξη (στα ιταλικά, με παράλληλη ελληνική μετάφραση) θα δοθεί σήμερα (6 μ.μ., είσοδος ελεύθερη, με διανομή δελτίων) από την Ελιζαμπέτα Ρομανιόλο, βιογράφο του Μάριο ντελ Μόνακο, η οποία θα ξετυλίγει το νήμα της ζωής του κορυφαίου Ιταλού τενόρου, που θεωρήθηκε ως ο ιδανικός συμπρωταγωνιστής της Μαρίας Κάλλας, στις θρυλικές παραστάσεις της «Σκάλας» του Μιλάνου, στη δεκαετία του 1950. Θα προβληθούν αποσπάσματα από τις σημαντικότερες εμφανίσεις του, θα ακουστούν σπάνιες ηχογραφήσεις από διάσημες όπερες, ενώ ο Τζαν Κάρλο ντελ Μόνακο, θα μιλήσει για την προσωπικότητα, την ερμηνευτική ακτινοβολία, τη συνεργασία του πατέρα του με κορυφαίους Ελληνες καλλιτέχνες - λ.χ. Μαρία Κάλλας και Δημήτρης Μητρόπουλος - και θα απαντήσει σε ερωτήσεις του κοινού.
Ο Τζάκομο Πουτσίνι (παραμένει και σήμερα ένας από τους δημοφιλέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας), γεννήθηκε στη Λούκα της βόρειας Ιταλίας (22/12/1858). Τα περισσότερα από τα έργα του περιλαμβάνονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του λυρική «γραφή» διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια στην «Μανόν Λεσκό» (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, «Μποέμ» (1896), «Τόσκα» (1900) και «Μαντάμ Μπατερφλάι» (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Βέρντι. Η εξαιρετική μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις της εποχής. Λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, στις Βρυξέλλες το 1924, έμεινε ανολοκλήρωτο το τελευταίο έργο του, η όπερα «Τουραντότ».
Το λιμπρέτο της όπερας του Πουτσίνι, θεωρείται από τα πλέον «περιπετειώδη» του μελοδράματος, καθώς στη συγγραφή του συνέβαλλαν ταυτόχρονα ή σε διαδοχικά στάδια επτά άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ο συνθέτης, αλλά και ο εκδότης του, Τζούλιο Ρικόρντι. Το λιμπρέτο βασίζεται στο μυθιστόρημα του αβά Αντουάν - Φρανσουά Πρεβό «Η ιστορία του ιππότη ντε Γκριέ και της Μανόν Λεσκό», το οποίο λόγω του ηθικοπλαστικού του χαρακτήρα ανήκε στα διασημότερα της εποχής. Το μυθιστόρημα εστιάζει στη σύγκρουση λογικής και πάθους, αρετής και αμαρτίας. Ο συγγραφέας, που είχε εγκαταλείψει το εκκλησιαστικό σχήμα δύο φορές, αντλούσε από την εμπειρία του. Η υπόθεση του μυθιστορήματος μιλά για τον έρωτα του νεαρού ιππότη Ντε Γκριέ για την όμορφη έφηβη Μανόν Λεσκό. Η Μανόν, όμως, προτιμά την πολυτελή ζωή που της πρόσφεραν ηλικιωμένοι αλλά εύποροι «προστάτες». Τελικά, συλλαμβάνεται για κλοπή και πορνεία και εξορίζεται στην Αμερική, όπου πεθαίνει από εξάντληση. Στο πλευρό της, καταστρέφοντας και τη δική του ζωή, μένει μέχρι το τέλος της ο ντε Γκριέ.
Η πρώτη παράσταση της «Μανόν Λεσκό» (1η Φλεβάρη 1893) στο θέατρο «Ρέτζιο» του Τορίνο υπήρξε θρίαμβος για τον Πουτσίνι. Η αναθεωρημένη εκδοχή της όπερας παρουσιάστηκε στη «Σκάλα» του Μιλάνου ένα χρόνο αργότερα, στις 7 Φλεβάρη 1894, επίσης με τεράστια επιτυχία. Ο συνθέτης αργότερα σημείωνε: «Η "Μανόν" είναι η μοναδική από τις όπερές μου που ποτέ δεν με λύπησε... Μια κόρη υπόδειγμα!». Στη δική μας Εθνική Λυρική Σκηνή αυτή η όπερα του Πουτσίνι παρουσιάστηκε για τελευταία φορά, το 1986.
Στο φετινό ανέβασμα της «Μανόν Λεσκό» στη Λυρική Σκηνή, την ορχήστρα θα διευθύνει ο Λουκάς Καρυτινός. Τα σκηνικά φιλοτέχνησε ο Νίκος Πετρόπουλος, ο οποίος τοποθετεί τη δράση του έργου σε ένα κινηματογραφικό στούντιο, τη δεκαετία του '60, όπου, υποτίθεται, γυρίζεται μια ταινία με θέμα την «ελευθερίων ηθών» Μανόν Λεσκό, που εκμεταλλεύεται την ομορφιά και τα νιάτα της και ζει μια ακραία ζωή που τελικώς τη συνθλίβει, τη σκοτώνει. Η εκσυγχρονιστική σκηνοθεσία «φωτίζει» την αντίθεση αρετής και αμαρτίας, πάθους και δράματος. Τα κοστούμια είναι του Πασκουάλε Γκρόσι, οι φωτισμοί του Βόλφγκανγκ φον Τσόουμπεκ. Τη χορωδία διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.
Να σημειώσουμε ότι ο σκηνοθέτης διετέλεσε βοηθός του σκηνοθέτη Βίλαντ Βάγκνερ (εγγονού του διάσημου Γερμανού συνθέτη) και του επίσης διάσημου Γερμανού σκηνοθέτη Βάλτερ Φέλζενσταϊν. Διετέλεσε διευθυντής του Φεστιβάλ της Ματσεράτας (1986-1988), διευθυντής της Οπερας της Βόννης (1992-1997) και γενικός διευθυντής της Οπερας της Νίκαιας (19991-2001). Από το 2009 είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Τενερίφης. Περιζήτητος, διεθνώς, έχει σκηνοθετήσει στη «Σκάλα» του Μιλάνου, στις όπερες Βιέννης, Παρισιού, Βερολίνου, Βαρκελώνης, Βενετίας, Ζυρίχης, στο Φεστιβάλ του Μπρέγκεντς κ.α. και έχει λάβει μεγάλες διακρίσεις.
Το ρόλο της Μανόν Λεσκό θα ερμηνεύσουν οι διακεκριμένες σοπράνο Λάνα Κος (από την Κροατία) και Ρακέλε Στανίσι (από την Ιταλία), τον Λεσκό ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, τον Ντε Γκριέ ο τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου και ο Iταλός Ρέντζο Τζούλιαν.
Σε διπλή διανομή, επίσης, τους άλλους ρόλους ερμηνεύουν οι: Δημήτρης Κασιούμης, Τάσος Αποστόλου, Νίκος Στεφάνου, Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος, Παύλος Μαρόπουλος, Κώστας Ντότσικας, Χρήστος Κεχρής, Θανάσης Ευαγγέλου, Ελενα Μαραγκού, Αθηνά Καστρινάκη, Χρήστος Αμβράζης, Γιάννης Σταματάκης, Φίλιππος Δελλατόλας, Νεκτάριος Σαμαρτζής, Θεόδωρος Μωραΐτης, Χρήστος Αμβράζης. Συμμετέχουν η ορχήστρα και η χορωδία της ΕΛΣ.