«Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης» (πίνακας ζωγραφικής του Κυρ. Κρόκου) |
Σεμνός δημιουργός ο Κυριάκος Κρόκος, γεννημένος στη Σάμο, το 1941, σπούδασε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ - δουλεύοντας παράλληλα στο αρχιτεκτονικό γραφείο καθηγητή του. Μετά το πτυχίο και το στρατό πήγε στο Παρίσι, όπου γνώρισε τον Γιάννη Τσαρούχη και μαθήτευσε κοντά του στη ζωγραφική.
Ο Κυριάκος Κρόκος, επιστρέφοντας, παράλληλα με την αρχιτεκτονική ασκούνταν στη ζωγραφική. Το 1976 δημιούργησε δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο. Εκανε σχέδια και επιβλέψεις ιδιωτικών κτιρίων και άρχισε να μετέχει σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς για δημόσια κτίρια, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση με το μέτρο της αισθητικής του.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η αρχιτεκτονική μελέτη του στο διαγωνισμό για το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης (Α' Βραβείο, 1977), όπως και η μελέτη του στο Διεθνή Διαγωνισμό για το νέο Μουσείο Ακρόπολης (Επαινος, 1990). Να σημειωθεί ότι η μελέτη για το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού παρουσιάστηκε στην ΙΙΙ BIENNALE Αρχιτεκτονικής Δημοσίων Κτιρίων, στο παρισινό Πολιτιστικό Κέντρο «Pompidou» (1990), ενώ η υλοποίησή της βραβεύτηκε από το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, σαν «υπόδειγμα δημοσίου κτιρίου στην Ελλάδα» (Αθήνα 2001). Το φθινόπωρο του 1996, ο Κυριάκος Κρόκος εκπροσώπησε την Ελλάδα στην VΙ ΒΙENNALE Αρχιτεκτονικής της Βενετίας.
Αλλα σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα του, δημοσιευμένα σε ελληνικά και ξένα αρχιτεκτονικά περιοδικά, είναι η εσωτερική διαμόρφωση του κτιρίου που στεγάζει το «Θέατρο της οδού Κυκλάδων», το «Μουσείο Αλέκου Φασιανού» (Αθήνα), οι κατοικίες Βέττα (Φιλοθέη) και Ανδρεάδη (Χαλκιδική) κ.ά.
Δείγματα της ζωγραφικής του παρουσίασε σε ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1987 εξέδωσε το βιβλίο «Αρχιτεκτονικά Τοπία», με σχέδια και κείμενα δικά του και του Αλέκου Φασιανού.
Σε μια συνέντευξή του, ο Κυριάκος Κρόκος, θυμούμενος τα χρόνια των σπουδών του, εξέφραζε τον εντυπωσιασμό που του προκαλούσε το κτίριο του ΕΜΠ, τη θλίψη του για την «κακοποίησή» (με βρωμιές και μπογιές) των μαρμάρινων κολωνών της Αρχιτεκτονικής Σχολής, αλλά και τη διαφοροποίηση της αισθητικής που πρέσβευε νέος:
«Επρεπε να περάσουν χρόνια για να σταθώ κριτικά απέναντι στο λεγόμενο μοντέρνο κίνημα και τότε η αναδρομή στα μονοπάτια της μνήμης έγινε αναπόφευκτη. Ηταν το 1970 που γνώρισα τον Τσαρούχη και μαθήτευσα ένα διάστημα κοντά του. Πέρα από τη δυνατότητα που μου δόθηκε να καλλιεργήσω την κλίση μου στη ζωγραφική, βοηθήθηκα απ' αυτόν τον μεγάλο άνθρωπο να καταλάβω ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον ίδιο τον εαυτό μας, που είναι ριζωμένος στο φως που αποκάλυψε στα μάτια μας τον κόσμο όταν ήμασταν μικροί. Τότε που όλα μας τύλιγαν μαγικά (...) Αισθάνθηκα την τέχνη σαν υποκατάστατο της αθωότητας, που όλα προσπαθούσαν να πνίξουν, και τα σπουδαία έργα να δείχνουν το μονοπάτι της επιστροφής».
Αναφερόμενος στα χρόνια των σπουδών του στο ΕΜΠ, που βασίζονταν στη «μόδα μοντερνισμού», ο Κ. Κρόκος έλεγε ότι «Οι σπουδές κατά μέγα μέρος ήταν ένα κάλεσμα στην αδυναμία μας που αποδείχτηκε καταστροφικό (...). Το μοντέρνο κίνημα στην Ελλάδα υπήρξε εισαγόμενη υπόθεση. Αλλού γεννήθηκε, μέσα σε μια πορεία εξελικτική. Υπήρξαν λόγοι που το δημιούργησαν και άνθρωποι εμπνευσμένοι που έθεσαν τις αρχές του. Αλλά στον τόπο μας ήρθε άκαιρα. Σ' έναν τόπο χωρίς αστικό πολιτισμό, αλλά αντίθετα μ' έναν μεγάλο λαϊκό πολιτισμό που συντηρούσε ακόμα και με το ένστικτο αξίες πολύτιμες των μεγάλων παραδόσεων του έθνους. Βλέπουμε σήμερα πόσο γρήγορα αλλοιώθηκαν όλα. Ο λαϊκός αυτός πολιτισμός ήταν τόσο ευαίσθητος επειδή ακριβώς ήταν λαϊκός. Σαν τα αγριολούλουδα που είναι όμορφα αλλά μαραίνονται γρήγορα. Το μοντέρνο κίνημα με την αφαιρετική του πρόταση δημιούργησε μία εύκολη μόδα, εν ονόματι της οποίας έπρεπε ν' αλλάξουν όλα. Και επειδή ήταν εύκολη έγινε καταφύγιο στις ανθρώπινες αδυναμίες, γιατί ο άνθρωπος είναι επιρρεπής στις ευκολίες.
Η ματιά πάνω στα πράγματα και τον κόσμο άλλαξε. Η μαστοριά και το μεράκι που συντήρησε και καλλιέργησε η μόδα του νεοκλασικισμού καταστράφηκε. Κάναμε πράγματα χωρίς να καταλαβαίνουμε, χωρίς κανένα βάθος, γιατί δεν είχαμε πεισθεί πραγματικά. Οι αρχές της νέας μόδας με το μπετόν σαν κυρίαρχο υλικό -αυτό δε φταίει βέβαια- μας μπέρδεψαν. Ο μηχανικός έπρεπε πια να πει πώς θα γίνει το σπίτι. Οι άνθρωποι δεν λένε πια θα χτίσω αλλά θα ρίξω πλάκα».
Ο Κ. Κρόκος, πίστευε στην ομορφιά του απέριττου και απέρριπτε τη μεταμοντέρνα κακογουστιά. «Είναι μια εικονογραφία ενοχλητική. Πιστεύω πως η αρχιτεκτονική πρέπει ν' αρχίζει απ' τα θεμέλια, από το σκάμμα που θα γίνει για να δεχτεί το κτίριο. (...) Το κτίριο μ' ενδιαφέρει και όχι τα ψεύτικα αετώματα. Εχω την ανάγκη να θυμηθώ ξεχασμένους κανόνες και να δουλέψω πάνω σ' αυτούς, γιατί πιστεύω ότι οι κανόνες δεν δημιουργούν δεσμεύσεις, αντίθετα απελευθερώνουν. Δες τα παλιά κτίρια πόσο σωστή τυποποίηση είχαν. Το ίδιο παράθυρο και όμως δεν είχαν μια κουραστική ομοιομορφία. Δουλεύοντας την ταμπλαδωτή πόρτα που είχαν δεχτεί ότι είναι σωστή την έκαναν όλοι με μικρές παρεκκλίσεις. Τώρα ο καθένας κάνει την πόρτα του».
Αναφερόμενος σε μια σωζόμενη πόρτα που είδε στην Πομπηία έλεγε ότι «ήταν σαν τις πόρτες όταν ήμουν παιδί, ίδια ακριβώς» και υπογράμμιζε: «Τώρα αλλάζουν όλα, εν ονόματι του μοντερνισμού, λες και πρέπει οπωσδήποτε να είναι διαφορετικά για να 'ναι "μοντέρνα". Ας θυμηθούμε ένα περιβάλλον που έγινε χωρίς αρχιτέκτονες, αλλά μόνο με τους κανόνες που υπαγόρευε η παράδοση κι ας το συγκρίνουμε μ' όλα αυτά τα συνονθυλεύματα που μας κατακλύζουν...».
2. Από τη στιγμή που συνέδεσαν τη μοίρα τους με το κίνημα, οι σύντροφοι, κατάφεραν να μη λειτουργήσουν τα λόγια του Γιάκομπ Μπούρκχαρντ: «Οταν η φαντασία ακολουθεί υποθέσεις, δεν αργεί να χαθεί στην άβυσσο».
3. Απαράλλακτα μένουν απέναντί μας όσοι υπηρετούν το θέαμα, όσοι συμμετέχουν σ' αυτή την παράλογη συνωμοσία ενάντια στις ιδέες του μαρξισμού.
4. Ο μαρξισμός δικάζεται από το σύνολο της λεγόμενης έγκριτης δημοσιογραφίας, που έχει μετατραπεί σε σώμα ενόρκων.
5. Δεν είμαστε κίνημα λόγω μιας αφηρημένης ηθικής υποχρέωσης ή γιατί έχουμε ένα θρησκευτικό χόμπι. Είμαστε εδώ με τη θέλησή μας για να καταστρέψουμε ό,τι μας ακυρώνει, για να αναβάλουμε τις αλλεπάλληλες πτώσεις μας, για να βάλουμε τέλος στην ασυναρτησία του θανάτου.
6. Το αγαπημένο παιχνίδι των Ευρωπαίων είναι «στάχτη στα μάτια». Οσοι Ελληνες συμμετέχουν στο παιχνίδι, συνεχίζουν σαν στρατιωτάκια αμίλητα να βαδίζουν προς το κέντρο της Ευρώπης, αυτόν τον οικογενειακό τάφο.
7. Τούτες οι εκλογές είναι ηθικά χρεοκοπημένες. Από τη στιγμή που ο πολίτης κυκλοφορεί ως τρελός Αχιλλέας επιδεικνύοντας τη φτέρνα του στο σύστημα της αδιάκοπης εξαπάτησης, του είναι αδύνατον να ζήσει.
8. Παρακολουθώντας τα αλλεπάλληλα παραληρήματα με μορφή εγκεφαλικών της κυρίας Μπακογιάννη, κατάλαβα ότι η πτώση μας είναι μεγάλη. Σ' αυτόν τον έρημο πλανήτη η Ντόρα δεν σέβεται κανέναν άλλο παρά τον εαυτό της. Σ' αυτό οφείλεται η εδραιωμένη πεποίθησή της ότι κάποτε θα μας κυβερνήσει. Είναι μοχθηρό ζώο και όχι πολιτικό, ως όφειλε. Αντιπροσωπεύει τον παροξυσμό της οικογένειάς της, που έχει αποτύχει παντού παταγωδώς. Να μιλήσουμε για αξιοπρέπεια; Πώς; Μαζί με την κάμηλο η Ντόρα κατάπιε κι έναν Σαμαρά.
9. Οι συμπολίτες μας που αυτοκτονούν, μας παίρνουν μαζί τους, είτε το θέλουμε είτε όχι. Είμαστε η τελευταία εικόνα του κόσμου την οποία η τρομερή χειρονομία τους επιθυμεί να βυθίσει στη λησμονιά. Μέσα στην εικόνα βρίσκονται και οι ηθικοί αυτουργοί της αυτοχειρίας, το ίδιο θλιμμένοι, ανίατα φιλάνθρωποι, ανερυθρίαστα μεταφέρουν το πένθος μας χωρίς να έχουν τίποτα να χάσουν. Αυτά σκεφτόμουν και δίχως να το καταλάβω είχα φτάσει μπροστά στην Ακαδημία Αθηνών. Μέσα της σαπίζουν αρκετοί πνευματικοί άνθρωποι. Διευρύνουν, λένε οι ίδιοι, το ψυχοερευνητικό τους πεδίο μέσα στους τέσσερις τοίχους. Σαπίζουν στεφανωμένοι, αλλά ούτε να πεθάνουν δεν μπορούν.