ΣΚΗΝΗΔΕΥΤΕΡΗ
Στη συνάντηση στο «Τιτάνια», αίσθηση προκάλεσε η φράση της Γεν. Γραμματέως του ΚΚΕ Αλέκας Παπαρήγα ότι «το μέτωπο πρέπει να γίνει χτες». Πρέπει το μέτωπο να γίνει έμμονη ιδέα και να μας θυμίζει τους στίχους του Αλαν Γκίνσμπεργκ: «Αρνούμαι να απαλλαγώ από την έμμονη ιδέα μου». Να μας θυμίζει, επίσης, την ιστορία ενός ζωγράφου που του ζήτησαν κάποτε να σχεδιάσει όσο πιο παραστατικά μπορούσε το κέντρο της πόλης. Και ζωγράφιζε, για πολύ καιρό, τους δρόμους με τους ανθρώπους, τα μαγαζιά, τη ζωή μέσα στα σπίτια. Και ήρθε η ώρα των εγκαινίων. Στα αποκαλυπτήρια του πίνακα, αυτό που εμφανίστηκε ήταν η προσωπογραφία του ζωγράφου. Σαν ένα έργο τέχνης, η ζωή του καθενός, μέσα από την κοινή δράση, εξελίσσεται, γίνεται αυτό που είναι κατά βάθος. Σε όσους πολεμούν την ιδέα του μετώπου, ενώ γνωρίζουν, μέσα σ' αυτήν την κηρυγμένη διάλυση, την αναγκαιότητά του, τους αξίζει η φράση του Σατωβριάνδου: «Υπάρχουν εποχές, στις οποίες πρέπει κανείς να ξοδεύει με μέτρο την περιφρόνησή του, λόγω του μεγάλου αριθμού εκείνων που τη χρειάζονται».
Ο απρόσωπος εκπρόσωπος γενικός γραμματέας της πρεσβείας του Ισραήλ, κ. Νταγιάν, μ' έκανε να τα χάσω. Φιλοξενούμενος στην εκπομπή της κ. Γκουντούνα στο κρατικό κανάλι, δε σεβάστηκε το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι καθημερινά κηδεύουν νεκρούς, και μάλιστα παιδιά, και με μεγάλη αλαζονεία δήλωσε τα εξής: «Αν ήθελαν κράτος οι Παλαιστίνιοι, θα το είχαν (με τους όρους του, φυσικά), αν δε θέλετε να σκοτώνονται παιδιά, μην τα στέλνετε εναντίον μας». Φυσικά, έλαβε αποστομωτική απάντηση από τον Ισμάτ Σάμπρι, τον διπλωματικό αντιπρόσωπο της Παλαιστίνης στην Ελλάδα, αλλά το σημαντικό σ' αυτήν την εκπομπή ερχόταν απευθείας από την παρουσία του ίδιου του Νταγιάν. Ηταν αυτή του κατακτητή, που νιώθει πως βρίσκεται μπροστά σ' ένα τέλος. Που γνωρίζει ότι πια τίποτα δεν είναι στο χέρι του.
Είμαστε μέσα σ' έναν πίνακα ζωγραφικής του 1815. Του Fuseli: «Η Αριάδνη που παρακολουθεί την πάλη του Θησέα με τον Μινώταυρο». Η Αριάδνη είναι η χαζή μας δημοκρατία.
Η αίθουσα «Σκουφά» (Σκουφά 4) τιμά στις 2 του Νοέμβρη (8μ.μ.), τον Ανδρέα Βουρλούμη, σημαντικό ζωγράφο, αλλά και συνεργάτη της. Ο Αν. Βουρλούμης έφυγε από κοντά μας πριν δύο χρόνια, αφήνοντας ένα έργο σημαντικότατο. Καλλιτέχνης στην ουσία αυτοδίδακτος, ζωγράφιζε με απλότητα τους ανθρώπους, τους δρόμους, τα μπαλκόνια, τις γειτονιές που έζησε: το Στάδιο, το Λυκαβηττό, τον Υμηττό, την Αίγινα, με το ωραίο αττικό φως. Ολα αυτά, δίνοντας έμφαση στο χρώμα και έχοντας πάντα ένα πολύ ιδιαίτερο βλέμμα, γεμάτο ευγένεια και ευαισθησία. Στα έργα του, που θα παρουσιάζονται στην αίθουσα «Σκουφά» έως τις 25 του Νοέμβρη, ο θεατής θα έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει έναν καλλιτέχνη που διατρέχει όλον τον αιώνα και συνομιλεί με τεχνοτροπίες, με ομότεχνούς του, με το ελληνικό τοπίο.
Ο Ανδρέας Βουρλούμης γεννήθηκε στην Πάτρα τον Ιούλιο του 1910. Από μικρός είχε εκδηλώσει μεγάλη επιθυμία για τη ζωγραφική, τόσο που ο πατέρας του, του αγόρασε «ένα τεράστιο κουτί με χρώματα που θα το ζήλευε και ο Παρθένης», όπως έλεγε ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Καταπιανόταν ακόμη με την πηλοπλαστική. Ο «Πληγωμένος Γαλάτης», που κατασκεύασε σε ηλικία 10 ετών, μαζί με την πληθώρα των σκίτσων, άναψαν το «πράσινο φως» για την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, αφού ο πατέρας του αποφάσισε να μαθητεύσει κοντά στον Γάλλο ζωγράφο Αντουάν Πικ. Τα διδάγματα του Πικ μπορούν να θεωρηθούν ως η μοναδική επαγγελματική κατάρτιση του ζωγράφου, δεδομένου ότι ουδέποτε μαθήτευσε συστηματικά.
«Το εξαιρετικά παραγωγικό του έργο», σημειώνει η Φανή Μαρία Τσιγκάκου στο λεύκωμα που κυκλοφόρησε πέρυσι, με αφορμή την έκθεση έργων του Αν. Βουρλούμη στο «Μουσείο Μπενάκη», «καλύπτει μια ποικιλία τεχνικών (μολύβια, ακουαρέλες, παστέλ, αυγοτέμπερες, λάδια) και θεμάτων. Το εκφραστικό του ιδίωμα παρέμεινε με συνέπεια πάνω σε μια παραστατική βάση. Αλλά η ζωγραφική του, αν και παραστατική στη διατύπωση, δεν είναι αφηγηματική. Φορτισμένος με συγκρατημένη ευαισθησία ο ρεαλισμός του δεν εξωραΐζει τα πλέον πεζά θέματα: Ο Βουρλούμης αποδίδει δίχως καλλωπισμούς. Αλλά μέσα στους πίνακές του όλα τα ταπεινά αντικείμενα, που ίσως στερούνται οποιασδήποτε σύμφυτή τους ομορφιά, αποκτούν καινούρια ζωή και προσωπικότητα».
Ο κόσμος του Βουρλούμη είναι ο κόσμος των ταπεινών αντικειμένων και των οικείων μορφών: σπίτια με απλωμένα ρούχα, ένας δρόμος αθηναϊκός, μια αυλόπορτα ή ένας κήπος στην Αίγινα, όπου περνούσε τα καλοκαίρια του, ξεθωριασμένοι τοίχοι σπιτιών, μια παρέα πλανόδιων μουσικών, πορτρέτα φίλων ή μελών της οικογένειάς του.
«Ο Βουρλούμης» καταλήγει η Φ.Μ. Τσιγκάκου «έσκυψε με τον ίδιο σεβασμό πάνω στις ανθρώπινες μορφές, στο χώρο, στα αντικείμενα. Στο έργο του τα ελάσσονα της καθημερινότητας κατέχουν ηγεμονική θέση, παιανίζοντας τη χαρά της ζωγραφικής. Και κάτι ακόμα: στην εργογραφία του Βουρλούμη μάταια θα αναζητήσουμε έργα μεγάλων διαστάσεων. Ο καλλιτέχνης φιλοτέχνησε "μικρά έργα αλλά με μέγεθος". Ολότελα απελευθερωμένη από στοιχεία εντυπωσιασμού και φορτισμένη με μία συγκινητική οικειότητα, η ζωγραφική του αναδίδει μία ποίηση: την ποίηση της καθημερινότητας».
«Αυτοπροσωπογραφία», 1950 |