Δεύτερο μέρος
Μεταξύ των δυνάμεων που προωθούν το λεγόμενο «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» υπάρχει μια βασική συμφωνία: η απόρριψη και ο διαχωρισμός από την εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας. Ορισμένοι πάνε παραπέρα, κατηγορούν την ίδια την Οκτωβριανή Επανάσταση και υιοθετούν τις παλιές ιδέες του Κάουτσκι και των οπορτουνιστών της Β' Διεθνούς, ότι οι συνθήκες ήταν ανώριμες για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και ότι δεν μπορούσε να οικοδομηθεί σοσιαλισμός, γιατί χρειαζόταν να αναπτυχθεί ο καπιταλισμός, από όπου προκύπτει η βάση για την υποτιθέμενη διάκριση ανάμεσα στη δημοκρατία και τον κομμουνισμό, για να δείξουν ότι όλα ήταν καταδικασμένα εκ των προτέρων να αποτύχουν. Στην πλειοψηφία τους - παρόλο που, όπως λένε, αναγνωρίζουν τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 - οι δυνάμεις που προωθούν την αντίληψη του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» υιοθετούν την τροτσκιστική κριτική για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και το ρόλο του κόμματος των Μπολσεβίκων ειδικότερα, για το μαρξισμό-λενινισμό γενικότερα, σε θεμελιώδη ζητήματα που θα εξετάσουμε παρακάτω. Σε αυτό διαφοροποιούνται για παράδειγμα από τις θέσεις που πήρε η οπορτουνιστική ομάδα του Μπερτινότι για το 5ο Συνέδριο του Κόμματος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης της Ιταλίας το 2002, που θέτει το ζήτημα της «ριζοσπαστικής ασυνέχειας σε σχέση με την εμπειρία του υπαρκτού σοσιαλισμού», το οποίο αποκαλούν και «ριζοσπαστική ρήξη με το σταλινισμό».
Ορισμένες από αυτές τις βαθιά αντιδραστικές ιδέες του λεγόμενου «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» δε γίνονται αντικείμενα σοβαρής κριτικής για λόγους τακτικής. Αυτό γίνεται στο όνομα του να μην υποσκαφτεί η διαδικασία στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και το Εκουαδόρ, διαδικασίες που βρίσκονται στο επίκεντρο της αντιιμπεριαλιστικής πάλης στη Λατινική Αμερική. Μάλιστα υπάρχουν κομμουνιστικά κόμματα που περιλαμβάνουν αυτή την έννοια στο καθημερινό τους λεξιλόγιο, στην προπαγάνδα και σε προγραμματικές θέσεις.
Εκφράζοντας τη δική μας κριτική και διαφορετική άποψη, δε θεωρούμε ότι δείχνουμε έλλειψη σεβασμού σε αυτές τις διεργασίες, τις οποίες στηρίζουμε, στις οποίες είμαστε αλληλέγγυοι. Αυτές οι διεργασίες δε γεννήθηκαν υπό τη σημαία του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» και έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο σε σχέση με τα αρχικά τους προγράμματα. Ωστόσο χρειάζεται να προσθέσουμε ότι δεν πρόκειται για εδραιωμένες εξελίξεις και ότι η ιδεολογική σύγχυση που προωθείται με το «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» μπορεί να τις οδηγήσει στην καταστροφή. Ο Μαρξ έλεγε ότι κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος αξίζει περισσότερο από μια ντουζίνα προγράμματα, προσθέτοντας ότι αν το κίνημα έχει ως στόχο ένα λάθος πρόγραμμα μπορεί να οδηγηθεί στον γκρεμό. Είναι καθήκον των κομμουνιστών να θέτουν τον επιστημονικό σοσιαλισμό ως το δρόμο της εργατικής τάξης και όλων των λαών, υποστηρίζοντας τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες.
Οι προσεγγίσεις αυτές λοιπόν, χωρίς να προχωρήσουν σε μια σοβαρή επιστημονική μελέτη της σοσιαλιστικής εμπειρίας για την εξαγωγή διδαγμάτων που είναι απαραίτητα για την ανατροπή του καπιταλισμού, καταδικάζουν την εμπειρία της εργατικής τάξης με βάση τις επεξεργασίες που ανέπτυξε η αντίδραση και ο οπορτουνισμός, ο ρεφορμισμός και ο ρεβιζιονισμός. Οι κομμουνιστές διατρανώνουμε ότι όπως οι 70 μέρες της Παρισινής Κομμούνας μας έδωσαν εξαιρετικά διδάγματα που εμπλούτισαν την επαναστατική θεωρία του προλεταριάτου, έτσι και η εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που ξεκίνησε με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, αποτελεί σημαντική κληρονομιά για το προλεταριάτο στην πάλη του για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό και θα είναι σημαντικό λάθος να την απορρίψουμε ή να την αγνοήσουμε.
Συμφωνούμε με την Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας που στο ντοκουμέντο για τα 90χρονα της Μεγάλης Σοσιαλιστικής Οκτωβριανής Επανάστασης αναφέρει: «Από τα κορυφαία καθήκοντα του κομμουνιστικού ιδεολογικού μετώπου είναι να αποκατασταθεί στα μάτια των εργαζομένων η αλήθεια για το σοσιαλισμό του 20ού αιώνα, χωρίς εξιδανικεύσεις, αντικειμενικά και απαλλαγμένη από τις συκοφαντίες της αστικής τάξης. Η υπεράσπιση των νομοτελειών του σοσιαλισμού και ταυτόχρονα η υπεράσπιση της προσφοράς του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα, απαντούν στις οπορτουνιστικές θεωρίες περί «μοντέλων» του σοσιαλισμού προσαρμοσμένων στις «εθνικές» ιδιομορφίες, αλλά και στην ηττοπαθή λαθολογία»2.
Ολοι οι υποστηρικτές του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» συμφωνούν ότι τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης αναλαμβάνουν σήμερα άλλα «υποκείμενα» και καλούν ακόμα στην οικοδόμηση νέων κοινωνικών φορέων. Γι' αυτό καταφεύγουν σε επιχειρήματα της «νέας αριστεράς», των θέσεων του Μαρκούζε, της δεκαετίας του '60 και του '70, περί αστικοποίησης της εργατικής τάξης, περί διαμελισμού της, περί του «τέλους της εργασίας». Ζητούν να ξανασκεφτούμε την έννοια του «εργάτη» κι ενώ αυτό δε συμβαίνει, διατείνονται ότι τα κοινωνικά κινήματα, οι αυτόχθονες, το «πλήθος» αποτελούν το επίκεντρο του μετασχηματισμού.
Μια πολύ σημαντική πτυχή του μαρξισμού-λενινισμού είναι η αποσαφήνιση του ρόλου του προλεταριάτου. Ο Λένιν έλεγε το εξής: «Το βασικό στη θεωρία του Μαρξ είναι ότι ξεχωρίζει το διεθνή ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου ως δημιουργού της σοσιαλιστικής κοινωνίας» και πιο κάτω στο ίδιο έργο αναφέρει: «Ολες οι θεωρίες για τον αταξικό σοσιαλισμό και για την αταξική πολιτική, αποδείχτηκαν κούφιες ανοησίες»3. Είναι αλήθεια ότι έχουν υπάρξει αλλαγές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνουν την αντίθεση που υπάρχει στον καπιταλισμό ανάμεσα στους αστούς και στους προλετάριους. Σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνουν το γεγονός ότι το προλεταριάτο είναι η μόνη συνεπής επαναστατική τάξη για να φτάσει μέχρι το τέλος, όχι μόνο στην ανατροπή της αστικής τάξης, αλλά και στη χειραφέτηση του ανθρώπινου γένους συνολικά. Δε λαμβάνουν υπόψη ότι ο ρόλος των τάξεων καθορίζεται από το ρόλο που παίζουν στην παραγωγή, από τον αντικειμενικό ρόλο που έχουν στην οικονομία. Το προλεταριάτο, η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι, θα αποκτήσουν ταξική συνείδηση «για τον εαυτό τους» και θα χειραφετηθούν όχι για τους ίδιους, αλλά για το σύνολο της ανθρωπότητας.
Κανείς δεν αρνείται ότι στην πολιτική πάλη η εργατική τάξη χρειάζεται και πρέπει να διαμορφώσει συμμαχίες με τις καταπιεσμένες λαϊκές μάζες. Υπάρχει όμως απόσταση με τους ισχυρισμούς όσων αναζητούν «νέους κοινωνικούς φορείς», προσδίδοντάς τους απελευθερωτικό ρόλο που υπερβαίνει την ταξική πάλη, όταν η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τον προσωρινό χαρακτήρα των κινημάτων τους.
Σύμφωνα με το «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» δεν είναι απαραίτητη η κατάληψη της εξουσίας ούτε η καταστροφή του Κράτους. Θεωρεί ότι η κατάκτηση της κυβέρνησης μπορεί να ανοίξει το νέο δρόμο. Γι' αυτό οι υποστηρικτές του δε μιλάνε για την ανατροπή, τη ρήξη, την επανάσταση, αλλά παρακάμπτουν αυτή τη ζωτική ανάγκη και κάνουν λόγο για το μετακαπιταλισμό, διαμορφώνοντας ήδη προγράμματα για το πέρασμα σε μια νέα κοινωνία. Γι' αυτό στο πλαίσιο αυτής της ανόητης ιδεολογικοπολιτικής παρατήρησης δεν υπάρχει η ελάχιστη στρατηγική προσέγγιση που να οδηγεί στην καταστροφή του Κράτους. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει και καμία ανησυχία για την οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, ενός πρωτοπόρου κόμματος, ενός κομμουνιστικού κόμματος. Για να μην παρουσιαστεί η εργατική τάξη ως η τάξη που θα θάψει τους εκμεταλλευτές της. Για να μη θεωρηθεί η Επανάσταση ως η στιγμή που η εργατική τάξη θα ανατρέψει τον καπιταλισμό. Για να υποστηρίξουν την πιθανότητα να πραγματοποιηθούν μετακαπιταλιστικοί μετασχηματισμοί στο πλαίσιο του παλιού αστικού Κράτους.
Να λάβουμε υπόψη μας ότι τίθεται επίσης το ζήτημα ότι στο «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» μπορούν και πρέπει να συνυπάρξουν η ατομική και η κοινωνική ιδιοκτησία, καθώς και η δικαιολόγηση ενός σοσιαλισμού της αγοράς.
Αν κοιτάξει κανείς τις προγραμματικές θέσεις του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» θα παρατηρήσει την ομοιότητα ανάμεσα στις απόψεις του και στην αστικοδημοκρατική επανάσταση του 1910 στο Μεξικό, αλλά και την πιο ριζοσπαστική περίοδο κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Λάζαρο Κάρδενας το 1934-1940. Στο διάστημα αυτών των έξι χρόνων καθιερώθηκε στα σχολεία, στους κοινωνικούς οργανισμούς και στη δημόσια διοίκηση μαζί με τον Εθνικό Υμνο να ακούγεται η Μασσαλιώτιδα και η Διεθνής. Πραγματοποιήθηκε μια εντυπωσιακή αναδιανομή της γης, μια πραγματική αγροτική μεταρρύθμιση. Εθνικοποιήθηκε το πετρέλαιο, που μέχρι τότε ήταν στα χέρια αγγλικών και αμερικάνικων μονοπωλίων, και ξεκίνησε μια γενική πολιτική εθνικοποιήσεων και κρατικοποιήσεων, με αποτέλεσμα τη δεκαετία του '80 να είναι εθνικοποιημένο το 70% της μεξικανικής οικονομίας. Επιπλέον δόθηκε μεγάλη βοήθεια στην Ισπανική Δημοκρατία. Κατά συνέπεια, υπό την επιρροή που ασκούσε ο «μπραουντερισμός»4, καλλιεργήθηκαν αυταπάτες για τη Μεξικανική Επανάσταση ως δρόμο για το σοσιαλισμό. Θεωρήθηκε, όπως λένε και οι υποστηρικτές του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», ότι το Κράτος πάνω από τις τάξεις και την ταξική πάλη θα λειτουργούσε ως μοχλός ανάπτυξης. Για τους μαρξιστές-λενινιστές το Κράτος δεν είναι διαιτητής των αντιμαχόμενων τάξεων, αλλά μηχανισμός κυριαρχίας και καταστολής. Στην περίπτωση του καπιταλισμού αποτελεί μηχανισμό της τάξης που έχει στην ιδιοκτησία της τα μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, δηλαδή της αστικής τάξης. Οι κρατικοποιήσεις και οι εθνικοποιήσεις από μόνες τους δεν είναι σοσιαλιστικές και στην περίπτωση του Μεξικού έδειξαν ότι αποτελούν μηχανισμό για την καπιταλιστική συγκέντρωση και συγκεντροποίηση.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
------------------------------------
Σημειώσεις:
2. Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας: «Για τα 90 χρόνια από τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση», από το «Propuesta Comunista» No. 51, εκδ. του Κομμουνιστικού Κόμματος των Λαών της Ισπανίας, 2007, σελ. 48.
3. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιστορικός προορισμός του δόγματος του Καρλ Μαρξ», στο «Μαρξ, Ενγκελς, Μαρξισμός», ξενόγλωσσες εκδόσεις, Μόσχα, 1950, σελ. 77-78.
4. Σ.μ.: Αναφέρεται στις επιδράσεις στο κομμουνιστικό κίνημα της Λατινικής Αμερικής του οπορτουνισμού που είχε αναπτυχθεί στο ΚΚ των ΗΠΑ υπό την ηγεσία του Ιρλ Μπράουντερ, τις δεκαετίες του 1930 και 1940.