ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Μάη 2011
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Τα καλά παιδιά

Γρηγοριάδης Κώστας

Η ταβέρνα του Μεγαρίτη στα Πετράλωνα είτανε το καθεβραδινό «στέκι» της παρέας τον Στεφίκου. Εκεί τον περιμένανε όταν σκολούσανε από το Γκάζι, τα παιδιά, να κατεβεί από τον Ασύρματο, να πιούνε μαζί τα ποτήρια τους και να τους διηγηθεί τα «διατρέξαντα της νυκτός» και ό,τι άλλο νεότερο υπήρχε.

Ο Στεφίκος είτανε ο αρχηγός της παρέας. Ενα είδος κομματάρχη, να πούμε, από τους έξυπνους εκείνους τύπους που μόνο στα κάτω, στα λαϊκά στρώματα, βρίσκει κανείς. Το επάγγελμά του το είχε πάρει στα «σέρια», σοβαρά, κ' ενώ δεν είτανε παρά ένας απλούστατος αυτοσχέδιος δασοφύλακας που δεν είχε βγει από καμιάν ανώτερη σχολή, που αγνοούσε κι αυτά τα στοιχεία της τέχνης του, ωστόσο στην παρέα ποζάριζε το λιγώτερο για δασάρχης, αν όχι και για Υπουργός της Γεωργίας ακόμη. Τι; Ποιος επιστήμονας, παρακαλώ, ήξερε σαν κι αυτόνε πότε ξεμυτίζει από την πατάτα το σπερδούκλι και ποιαν εποχή το Κάστρο είναι χαρά Θεού από τ' ανθισμένα ασφοδείλια.

Το Κάστρο είτανε για το Στεφίκο το ανάκτορό του, το σπίτι του. Αγρυπνούσε κάτω από τ' άστρα του, γυρνούσε στις ρεματιές του, και στους βράχους χτυπούσε την «κερασέα» μαγγούρα του. Στον Ασύρματο είχε στήσει το θρό­νο του κι από κει αγνάντευε τι γινότανε γύρω του, στον Αη Δημήτρη το Λομπαρδιάρη, στο μνημείο του Φιλο­πάππου, στις σπηλιές του λόφου, στην Ακρόπολη, πέρα στο Θησείο κι όπου έκοβε το μάτι του. Φορούσε πηλίκιο με στέμμα και στο δεξί του μανίκι γαλάζια πλατειά κορδέλα με το σήμα της υπηρεσίας του. Δασοφύλακας, σου λέει ο άλλος. Πώς; Αλλά και αστυνόμος του Κάστρου και αρχαιολόγος και προστάτης Θεός των ερωτευμένων που ερχόντουσαν να κρύψουνε τον έρωτά τους μακριά από τα περίεργα βλέμματα, στις σπηλιές και στου φυτώριου τα πεύκα.

H παρέα χωρίς το Στεφίκο δεν άξιζε τίποτα. Παιδιά εργατικά οι περισσότεροι, δεν είχανε να διηγηθούνε άλλο από τα βάσανα της δουλειάς, από τις μιζέριες της καθη­μερινής ζωής. Το κρασί μετά βίας πήγαινε κάτω. Μα ό­ταν ερχότανε ο Αρχηγός, η παρέα ζωντάνευε, έσπαγε κέ­φι και το κρασί χυνότανε ποταμός. Αληθινά ποταμός. Γιατί ο Στεφίκος, από ιδιοτροπία πες ή από βαθύτερη γνώση πώς εκείνο που έπινε είτανε περισσότερο νερό από κρασί, είχε βαφτίσει τα βαρέλια του Μεγαρίτη με ονόματα ποταμών, που ποιος ξέρει ο διάβολος πώς τάχε μαθη­μένα.

-- Φέρε μας μισή από το Δούναβη, πρόσταζε.

Και άνοιγε η κάνουλα και ο Δούναβης έτρεχε.

Σε κάθε βαρέλι έβλεπες γραμμένο με κιμωλία και το όνομα ενός ποταμού. Ο Δούναβης, ο Βόλγας, ο Αμαζώνειος, ο Αξιός, ο Εβρος, ο Αλφειός, ο Σηκουάνας, ο Ρή­νος, ο Τάμεσης, ανακατωμένος ο ερχόμενος, αφρίζανε και βροντούσανε και πηγαίνανε να σκάσουνε από ασφυξία μέσα στα κρασοβάρελα του Μεγαρίτη. Και είτανε διασκέδα­ση για όλους, όταν ο Στεφίκος, τσακιρωμένος, πείραζε τον αγαθό ταβερνιάρη:

-- Αμ' ρήξε καημένε Νικόλα και λίγο κρασί στο ποτάμι! Δε θολώνουνε τα νερά του, καημένε! Καζάντησες πια. Νισάφι!...

Είπαμε πως ο Στεφίκος έδινε στην παρέα του αναφο­ρά για ό,τι γινότανε στο Κάστρο. Δεν έκρυβε λόγια από τους δικούς του και γι' αυτό τα παιδιά τον αγαπούσανε. Ξέρανε από το στόμα του πώς είχε συλληφθεί ο Μαντάς ο σωματέμπορας με τη μικρούλα τη Σμυρνιά, τη Στάσα, ανάμεσα στ' αγκαθωτά αθάνατα του Κάστρου, πώς βρή­κανε τον άλλονε που είχε αυτοκτονήσει, με μια και τριαν­ταπέντε στην τσέπη και πώς έστηνε πλόκο στους χασικλή­δες κάθε τόσο, μονάχος αυτός!

-- Ναι, ρε Κώτσο, έλεγε στην ολομέλεια προσφωνώντας πάντα έναν απ' αυτούς. Τους μπλόκαρα προψές το βράδι, στη μεγάλη σπηλιά, στο Κέντρο. Ξέρεις, σ' εκείνη τη δί­πορτη! Ε! ρε Θεέ μου! Φουμαίρνανε αράδα μαύρο και μπανίζανε πέρα στο Φάληρο, τη θάλασσα. Είτανε μαστουρωμένοι, ως φαίνεσται, και δε με πήρανε πρέφα. Εκανα πραφ! μπήκα μέσα και τους σκόρπισα τους λουλάδες. Ανεμος και χαθήκανε, λέει! Πως!

-- Στρίψε την τσίβα σου, βλάμη, είπε ο Κώτσος στο Στεφίκο άμα τέλειωσε. Σ' αξίζει, ντερβίση μου.

Ο Στεφίκος έστριψε περήφανα το μουστάκι του.

-- Φέρε μισή από το Βόλγα, πρόσταξε ο Μήτσος, άλλο παιδί της παρέας. Και λέγε, αηδόνι μας.

Ο Στεφίκος άλλο που δεν ήθελε.

-- Ναι, ρε Μητσάκο, που λες. Καθόμουνα κοντά στο σταθμό και φύλαγα τσίλιες. Είχε και δεν είχε νυχτώσει. Σουρούπωνε. Ξάφνου βλέπω μέσ' άπ' τ' άθάνατα, κάτου απόνα πευκάκι, ένα ζευγάρι και γλυκοσάλιαζε. Με πιάσανε σύγκρυα, Μήτσο μου.

Αυτή, μια νταρντάνα, μανούλα μου. Κι ο βλάμης παιδί του γαλάτου που λένε, μουστάκι καθόλου, κι από Ε­ρωτα; μπουμπούκι που δεν έσκασε φύλλα. Ε! ρε ψυχή μου! Πώς φτερούγιζες, άραχλη! Είπα μια, είπα δυο, να κάνω πραφ και να πέσω μες τα ούλα κι όποιον πάρει η μπάλα ή καρύδι, μα σου λένε, στάσου η θέση σου. Εκοψα ρόδα μυρωμένα και το παιδί ας δερνότανε. Είπα.

-- Ωστόσο, πρόστεσε ο Κώτσος, αυτός που έβγαζε σαν Κάλχας τα συμπεράσματα σε κάθε διήγηση του Στεφίκου, δε φέρθηκες καλά αυτή τη βολά.

-- Γιατί, πάει να πει; ρώτησε ο Στεφίκος.

-- Επρεπε να δώσεις «χείρα βοηθείας» στο παιδί, αμάθητο καθώς είταν. Νομίζω!

Οι άλλοι της παρέας γελάσανε πλατειά. Και φέρε μισή από τον Εβρο, φώναξε κάποιος.

Μ' όλα τούτα η βασιλεία του Στεφίκου δεν κράτησε πολύ. Η προστάτισσά του, η Αγια Μαρίνα, που κάτω από τη σκεπή της, στη γειτονιά της, είχε δει το φως, απόσυρε την προστασία της κ' έτσι ο βασιλιάς του Κάστρου βρέθηκε κάποιο πρωινό βαριά λαβωμένος εκεί κοντά στου Λομπαρδιάρη τον ανηφορικό δρομάκο. Τον είχανε χτυπή­σει χασισοπότες από βραδίς γιατί κάθε τόσο τους χαλούσε τη φωλιά, και του κρατούσαν αμάχη. Και όταν άρχισαν το Γενάρη ν' ανθίζουν τ' ασφοδείλια και νάναι χαρά Θεού ανθισμένο το Κάστρο, ο Στεφίκος ο δασοφύλακας δεν αντίκρυζε αυτή τη μεγάλη γιορτή.

Σιγά-σιγά η παρέα σκόρπισε από την ταβέρνα του Με­γαρίτη και τα ονόματα των ποταμών σβηστήκανε από τα μεγάλα κρασοβάρελα, γυρίζοντας τώρα στην αφρισμένη τους κοίτη.


Βιογραφικό του Πάνου Δ. Ταγκόπουλου

(1895 - 1931)

Γεννήθηκε στους Σοφάδες Καρδίτσας, μεγάλωσε όμως στην Αθήνα, στο περιβάλλον του «Νουμά». Σπούδασε και πήρε δίπλωμα της Εμπορικής Ακαδημίας. Εγραφε στίχους που τους βλέπανε και τους επαινούσαν οι συνεργάτες του «Νουμά». Το περιοδικό όμως δεν τους δημοσίευε. Πολύ αργότερα έγινε και αυτό, σηματοδοτώντας την είσοδο του νεαρού Ταγκόπουλου στη Λογοτεχνία. Βοηθούσε τον πατέρα του στην έκδοση του περιοδικού, έζησε τον αγώνα του «Νουμά» και ζυμώθηκε με τις περιπέτειές του. Εγινε και ο ίδιος μαχητής του δημοτικισμού. Από το 1919 είναι τακτικός συνεργάτης και μετά το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος την έκδοση του «Νουμά». Το 1917, όταν, λόγω του πολέμου, σταμάτησε η έκδοση του «Νουμά», μαζί με μια ομάδα νέων λογοτεχνών βγάζει ένα νέο περιοδικό τον «Πυρσό» που σταματά την έκδοση με την επιστράτευση του Ταγκόπουλου. Συμμετέχει στη μικρασιατική Εκστρατεία και γυρίζει με κλονισμένη υγεία.

Η σκορπισμένη στα περιοδικά εργασία του είναι πολλή, ποικίλη και ενδιαφέρουσα. Εργα του, πεζά ποιήματα: «Πρόζες» 1915 και «Λουλούδια - Ερωτες - ταξίδια» 1924. Ποιήματα: «Δροσοσταλίδες» 1915 με πρόλογο του Κ. Παλαμά, «Λυρικά» 1921, «Γυρίσματα στο ξέφωτο» 1923. Συλλογές διηγημάτων: «Ενα διαμάντι που πέρασε» και «Η ζωή που πέρασε, ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», όπου με μεγάλη επιτυχία παρουσιάζονται λαϊκοί τύποι της Αθήνας.

Ο πρόωρος χαμός του ήταν απώλεια για τα ελληνικά Γράμματα.



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ