ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 17 Φλεβάρη 2011
Σελ. /40
Βδομάδα πλούσια σε προτάσεις

Βδομάδα με πολλές και καλές ταινίες! Αρχίζουμε την απαρίθμηση με ένα ιατρικό δράμα από την Ισπανία που τιτλοφορείται «Για το Καλό των Αλλων» παραγωγής 2010, σε σκηνοθεσία Οσκαρ Σάντος. Ενα αισθηματικό δράμα με τίτλο «Χθες το Βράδυ» σε σκηνοθεσία της Μάσι Τατζεντίν είναι μια γαλλοαμερικάνικη παραγωγή του 2010. «Το Μεγάλο Φαβορί» αμερικάνικο αθλητικό δράμα από το 2010 σε σκηνοθεσία του Ράνταλ Γουάλας με τον Τζον Μάλκοβιτς σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Προβάλλεται επίσης μια συμπαραγωγή Νότιας Κορέας και Νέας Ζηλανδίας που φέρει τον τίτλο «Ο Δρόμος του Πολεμιστή» είναι μια περιπέτεια δράσης και φαντασίας από το 2010, σε σκηνοθεσία Σένγκμου Λι. Ακόμη μια ακόμη δανέζικη παραγωγή από το 2005 σε σκηνοθεσία του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν, πρόκειται για ένα δραματικό θρίλερ δράσης με τίτλο «Αγγελος Θανάτου». Τέλος, βγαίνει στις αίθουσες και το ελληνικής παραγωγής δράμα του 2009 σε σκηνοθεσία του Σταύρου Ιωάννου «Χορεύοντας στον Πάγο». Εν κατακλείδι σας πληροφορούμε ότι στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας (Στάση Μετρό Κεραμεικός) πραγματοποιείται από σήμερα 17 έως και τις 23 Φλεβάρη 2011, αφιέρωμα στον βραζιλιάνικο κινηματογράφο. Στο πρόγραμμα του αφιερώματος περιλαμβάνεται ένας κύκλος είκοσι πρόσφατων και παλαιοτέρων ταινιών τόσο μυθοπλασίας όσο και ντοκιμαντέρ που επιβεβαιώνουν τον πλούτο και τη ζωτικότητα μιας εθνικής κινηματογραφίας τόσο μακρινής και ταυτόχρονα τόσο κοντινής μας. Για περαιτέρω και λεπτομερή πληροφόρηση απευθυνθείτε στην Ταινιοθήκη.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΙΘΑΝ ΚΟΕΝ - ΤΖΟΕΛ ΚΟΕΝ
Αληθινό θράσος

Οι αδελφοί Κοέν δεν αποτίουν νοσταλγικό φόρο τιμής μόνο σε ένα κινηματογραφικό είδος που έχουν - με τον δικό τους τρόπο - διερευνήσει, αλλά και στον γιγαντιαίο ηθοποιό του γουέστερν Τζον Γουέιν. Καθόλου εύκολη δουλειά δεν πρέπει να ήταν το ριμέικ του ομότιτλου κλασικού γουέστερν από το 1969 του Χένρι Χάθαγουεϊ που χάρισε μάλιστα το μοναδικό Οσκαρ στο μεγάλο πρωταγωνιστή του. Παρότι έχει σχεδόν αποδειχθεί ότι τα ριμέικ όχι μόνο δεν προσθέτουν τίποτα στο πρωτότυπο, αλλά συχνά εκτιμώνται ως πολύ κατώτερά του, οι Κοέν, ακόμη μια φορά, καταφέρνουν να φτιάξουν μια ταινία με έντονα προσωπικό στίγμα, σεβόμενοι το βίαιο και περιπετειώδες πνεύμα του ομώνυμου μυθιστορήματος του Charles Portis, στο οποίο βασίζεται το σενάριο του φιλμ.

Η πεισματάρα και θαρραλέα δεκατετράχρονη Μάτι Ρος ορκίζεται να εκδικηθεί τη δολοφονία του πατέρα της - για ένα άλογο, λίγα δολάρια και δυο κομμάτια χρυσού - από το χέρι του Τομ Τσέινι που ήταν στη δούλεψή του. Η Μάτι (στο ρόλο η πρωτοεμφανιζόμενη Χέιλι Στάινφελντ) στην αξίωση που προβάλλει για δικαιοσύνη ωθείται από τον απόλυτο και αποφασιστικό της χαρακτήρα - που απέχει κατά πολύ από τη γυναικεία εικονογραφία των φιλμ γουέστερν. Ζητά ένα είδος εκδίκησης που στοιχίζεται πίσω από την έννοια του νόμου και της τάξης. Η σειρά έχει ως εξής: Σύλληψη του δολοφόνου και δικαστική ετυμηγορία που θα τον στείλει κατευθείαν σε δημόσιο απαγχονισμό... Ομως ο Τσέινι το 'χει ήδη σκάσει και οι φήμες λένε ότι ενώθηκε με συμμορία ληστών που έχει μπει βαθιά στο ινδιάνικο έδαφος. Γι' αυτό και η Μάτι προσλαμβάνει τον πιο σκληρό, τον πιο άσπλαχνο άνθρωπο του νόμου, τον Ρούστερ Κόγκμπερν, που φημίζεται για το υπέρμετρο θράσος και τις παστρικιές του δουλειές. Του αναθέτει την αποστολή να βρει και να συλλάβει τον καταζητούμενο υπό τον όρο να ακολουθήσει και η ίδια από κοντά. Στο ρόλο αυτόν ο Τζεφ Μπρίτζες, με μια ανάγλυφη ερμηνεία που ισορροπεί την εικόνα του καταπονημένου μονόφθαλμου εκπρόσωπου της τάξης που συντίθεται από στοιχεία του είδους γουέστερν, τόσο των κλασικών όσο και των σπαγγέτι. Ο πνιγμένος στο αλκοόλ Ρούστερ είναι απογοητευμένος, είναι κουρασμένος, αλλά παραμένει ατιθάσευτος. Αυτοσαρκάζεται και αυτοοικτίρεται, αλλά ξαναβρίσκει τη δύναμη να παλέψει χάρη σε μια θαρραλέα κοπελίτσα. Στο ασύνηθες ντουέτο της Μάτι και του Ρούστερ, που ξεκινά για την αναζήτηση του δολοφόνου, προστίθεται και ο Τεξανός σερίφης Λεμπέφ (Ματ Ντέιμον), που και αυτός ήρθε στο Αρκάνσας, ακολουθώντας τα ίχνη του επικηρυγμένου για μεγάλο ποσό και στη δική του πολιτεία Τσέινι, που κατηγορείται ότι δολοφόνησε κάποιον διακεκριμένο της περιοχής...

Οι Κοέν αντιμετωπίζουν το υλικό που έχουν στα χέρια τους σαν ταξίδι στο εσωτερικό ενός κινηματογραφικού είδους, του γουέστερν, του τελευταίου στο οποίο η έννοια της τιμής διατηρεί τη δύναμή της, είδος που από απόσταση μοιάζει να βρίσκεται εκτός εποχής. Η μοίρα του όμως είναι να προτείνει - συνάντηση μετά τη συνάντηση και σύγκρουση μετά τη σύγκρουση - σκέψη και περισυλλογή πάνω στον τρόπο αντίληψης των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, κάτι που ουδόλως δυστυχώς απέχει από τις πρακτικές που ασκούνται και στους δικούς μας καιρούς.

Το πρώτο εισαγωγικό μισάωρο είναι εξαιρετικό. Σε υποχρεώνει πράγματι να συλλογιστείς πόσο πολύ τελικά άλλαξαν από τότε τα πράγματα σχετικά με το πόσο αλήθεια αξίζει μια ανθρώπινη ζωή σήμερα... Σαν απάντηση στο παραπάνω ερώτημα η αποκαλυπτικά τυπική φιλοσοφία που διέπει τον εκπρόσωπο του νόμου και της τάξης Ρούστερ, κάτι βέβαια που απαρέγκλιτα εφαρμόζει ο ίδιος και που δε διστάζει να ομολογήσει και ενώπιον του επίσημου δικαστηρίου ότι πρώτα σκοτώνει και μετά ρωτάει - αν ρωτάει - ποιον, πώς και γιατί. Οι σκηνοθέτες αναπαράγουν με κάθε λεπτομέρεια και με πανέμορφα ψυχρά χρώματα μια Δύση βρωμερή και ρυπαρή, με τραχεία φύση, απάτητα δάση και πετρώδη ακροβούνια που τη διασχίζουν ληστές, σερίφηδες και κάθε λογής κυνηγοί των αμοιβών από τις επικηρύξεις των παράνομων και των κακοποιών. Αψύ έργο από τα χέρια των Κοέν με το στίγμα του σίγουρου στιλ, του αναγνωρίσιμα ιδιαίτερου τρόπου και της οπτικής τους. Η ταινία είναι μια στέρεα κατασκευή με δομική ευκρίνεια και αφήγηση εξ ολοκλήρου σε flashback, εξαίρετο καστ και πανέμορφη φωτογραφία. Οι αδελφοί Κοέν τοποθετούν αυτόν το μύθο σε μια πραγματικότητα και επικαλύπτουν το επικό αυτό ταξίδι με μελαγχολία και νοσταλγία για μια εποχή κι ένα σινεμά που δεν υπάρχουν πια.

«Το Αληθινό Θράσος» είναι τόσο καλό όσο μπορεί να είναι ένα γουέστερν σκηνοθετημένο από τους Κοέν που όμως δούλεψαν πάνω σε υφιστάμενο υλικό και όχι πάνω σε δικό τους. Μπορεί κανείς να φανταστεί το αποτέλεσμα μιας πειραματικής του είδους γουέστερν - παραγωγής, με τις ίδιες προδιαγραφές και προϋποθέσεις, αλλά με πρωτότυπο σενάριο και δική τους ιστορία που θα έφερε την υπογραφή και τα χαρακτηριστικά των Κοέν; Μάλλον σίγουρα θα μπορούσε να καταχωρηθεί στην ιστορία του κινηματογράφου.

Παίζουν: Τζεφ Μπρίτζες, Χέιλι Στάινφελντ, Ματ Ντέιμον, Τζος Μπρολίν, Πολ Ρέι κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

ΜΠΟΥΡΧΑΝ ΚΟΥΡΜΠΑΝΙ
Πίστη

Είναι αναντίρρητα προικισμένος ο Γερμανός σκηνοθέτης Μπουρχάν Κουρμπανί, γιος Αφγανών μεταναστών, γεννημένος στη Γερμανία πριν 31 χρόνια. Εξαιρετικό το ξεκίνημά του με την πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία του «Πίστη» - η οποία τυγχάνει να είναι και η πτυχιακή του εργασία. Σε επίπεδο αισθητικής και τεχνικής η «Πίστη» βρίσκεται αναμφισβήτητα πολύ πιο πάνω από το μέσο όρο αντίστοιχων παραγωγών. Η ταινία προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον του κινηματογραφικού φεστιβάλ Βερολίνου που την επέλεξε το 2010, ως επίσημη συμμετοχή, στο διαγωνιστικό του τμήμα.

Στην καταθλιπτική, πίσω πλευρά του λαμπερού Βερολίνου κινούνται οι τρεις νεαροί πρωταγωνιστές της ταινίας, γεννημένοι στη Γερμανία, ξένης καταγωγής και μουσουλμανικού θρησκεύματος. Οι ήρωες πασχίζουν να συμφιλιώσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα που συνίσταται και από αξίες και αρχές, απόρροια μιας «άλλης» πίστης, στην πραγματικότητα ενός ομογενοποιημένα μεταμοντέρνου δυτικού τρόπου ζωής που πιέζει τους πάντες και τα πάντα, σαν κλοιός ασφυκτικός. Ο Ισμαήλ, τουρκικής καταγωγής, είναι αστυνομικός παντρεμένος με Γερμανίδα και πατέρας ενός αγοριού. Σε μια έφοδο των αστυνομικών αρχών σε αποθήκη, για έλεγχο μαύρης εργασίας, ξαναβλέπει την Λέιλα, μια παράνομη μετανάστρια. Αναζωπυρώνεται η έλξη που αισθάνεται γι' αυτήν κι εμφανίζεται έτοιμος να τινάξει στον αέρα την οικογενειακή και την επαγγελματική του ζωή ... Ο Σάμι, νεαρός νιγηριανής καταγωγής, προσπαθεί απεγνωσμένα να γραπωθεί από τις απαντήσεις του ιμάμη, ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί τις ηθικές επιταγές της πίστης του (ό,τι τέλος πάντων εκτιμά ως τέτοιες) σε συνδυασμό με την ερωτική του επιθυμία για έναν ομοφυλόφιλο νεαρό συνάδελφό του στην κρεαταγορά. Η σπουδάστρια Μαριάμ, κόρη του ιμάμη της περιοχής, αισθάνεται να έρχονται τα πάνω κάτω στη ζωή της, να την πνίγουν οι τύψεις, δεν κατορθώνει να συγχωρήσει τον εαυτό της για την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της και βυθίζεται όλο και περισσότερο στο θρησκευτικό φανατισμό.

Ο Μπουρχάν Κουρμπανί που μεγάλωσε και ο ίδιος όπως οι ήρωες της ταινίας του, ισορροπώντας ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς, με την ταινία του απαντά κατά βάση απολογητικά στην - μετά 9/11/2001 - άνευ προηγουμένου δαιμονοποίηση του Ισλάμ στη Δύση και προσπαθεί να ανατρέψει κλισέ και ταμπού, λέγοντάς μας ότι οι χαρακτήρες του φιλμ είναι άνθρωποι ίδιοι με όλους τους άλλους. Ιδιοι ναι, ίσοι όμως όχι. Καίτοι Γερμανοί πολίτες στα χαρτιά - οι τρεις ήρωες της ταινίας - ανήκουν σε κατώτερες υποκατηγορίες γιατί δεν είναι μόνο ξένοι αλλά και φτωχοί και ως τέτοιοι αντιμετωπίζονται από το σύνολο της κοινωνίας. Τέτοιου προσανατολισμού διάσταση είναι ανύπαρκτη στην ταινία του Μπουρχανί.

Οι τρεις κεντρικοί ρόλοι της ταινίας βρίσκονται μπροστά σε αποφασιστικά για τη ζωή τους ηθικά διλήμματα που άπτονται της διαμορφωμένης τους κοινωνικής και όχι θρησκευτικής συνείδησης. Ο Ισμαήλ έχει εμμονές με την, προ τριών ετών, έγκυο γυναίκα που η σφαίρα από το αστυνομικό του όπλο βρήκε την κοιλιά, κάνοντάς την να χάσει το παιδί της. Ο Ισμαήλ που έχει δικό του παιδί, πνίγεται στις τύψεις για τον ανείπωτο πόνο που της προκάλεσε και είναι έτοιμος να τινάξει τη ζωή του στον αέρα για να επανορθώσει. Οταν η γυναίκα σε ανύποπτο χρόνο του εξομολογείται ότι το παιδί στην κοιλιά της το μισούσε, δεν ήξερε πώς να το ξεφορτωθεί κι εκείνος, σαν από μηχανής θεός, έδωσε λύση στο πρόβλημά της ο Ισμαήλ λυτρώνεται από το δικό του χρέος. Ο Σάμι διερευνά ουσιαστικά το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας υπό το πρίσμα των δικών του, ηθικών αντιλήψεων οι οποίες βεβαίως διαμορφώθηκαν και από το Ισλάμ. Το ίδιο και η Μαριάμ. Τα 'χει με τον εαυτό της. Πληρώνει ακριβά με την υγεία της την αλόγιστη επιμονή της να προβεί σε κομπογιαννίτικη άμβλωση, κάτι που τώρα ανάγει σε τιμωρία από τον Θεό και για εξιλέωση περνά - μοιάζει παροδικά - στη θρησκευτική ακρότητα.

Ο Κουρμπανί καταγράφει με διάθεση ειλικρίνειας μια κοινωνική αλλά και ιστορική πραγματικότητα. Περιγράφει μια κοινότητα - από τις μυριάδες, διάσπαρτες ανά την Ευρώπη - που διανύει τα διάφορα στάδια ενσωμάτωσης σε έναν διαφορετικό «κόσμο». Σκιαγραφεί ένα πορτρέτο της γερμανικής κοινωνίας που δίνει την αίσθηση ότι κυοφορεί μετατοπίσεις και μεταβολές. Η προσέγγιση του θέματος παρουσιάζει πραγματικό ενδιαφέρον ιδιαίτερα λόγω των αντιφάσεων που καταγράφονται. Η αφήγηση τείνει αφενός προς κεντρομόλο ενδοσκόπηση των «προβλημάτων» που τίθενται και αφετέρου καλλιεργεί φυγόκεντρες διαστάσεις που με τη σειρά τους πολλαπλασιάζουν θέματα και ερωτηματικά.

Ο Κουρμπανί με τον παγωμένο - κυριολεκτικά και μεταφορικά - ρεαλισμό του, αποδεικνύει πως ό,τι μεγαλύτερο έχει να επιδείξει με αυτήν την πρώτη του ταινία, κρύβεται στην κινηματογραφική του γλώσσα και στην αφηγηματική μορφή που έδωσε στο επίτευγμά του.

Παίζουν: Μαριάμ Ζαρί, Ιερεμίας Ατσεαμπόνγκ, Κάρλο Λιούμπεκ, Μαρίγια Σκάρισιτς, Σεργκέι Μόγια, Βεντάτ Εριντσίν, Αννε Ράτε-Πόλε, κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανία, Τουρκία (2010).

ΣΤΕΛΛΑ ΑΡΚΕΝΤΗ
Εγώ ο Γιαννούλης Χαλεπάς

Η ταινία της Στέλλας Αρκέντη για τον γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά είναι η πρακτική απόδειξη ότι η Τέχνη είναι μία και αδιαίρετη παρά τις εφτά εκφράσεις της. Διέπεται, μάλιστα, από τις τρεις παραμέτρους που διαπερνούν όλες τις τέχνες και τις ενώνουν στο ένα και αδιαίρετο αισθητικό γεγονός: Τη μουσικότητα, τη γραφικότητα και την ποιητικότητα. Πυκνή, πολυμορφική και σύνθετη η προσέγγιση στο έργο, στη ζωή και την αρρώστια του Χαλεπά, στη σχέση με την μητέρα του, στη φιλοσοφία του για τη δημιουργία και τον δημιουργό. Αποδραματοποιημένος και αυστηρός ο λόγος.

Η ταινία είναι ακέραια και άκρως προσεγμένη στην παραμικρή της λεπτομέρεια. Τίποτα εκεί μέσα δε βρίσκεται αυθαίρετα ή στην τύχη. «Δούλευα το σενάριο για δυο χρόνια, δέκα ώρες τη μέρα σε απόλυτη απομόνωση», λέει η σκηνοθέτης, κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό. Φαίνεται ότι η αναγκαιότητα της πολυεδρικής αντιμετώπισης του θέματος καθοδήγησε και επέβαλε τις στιλιστικές και αισθητικές επιλογές της Αρκέντη. Και η κινηματογραφική προσωπογραφία ενός σπουδαίου γλύπτη δε θα μπορούσε να μη διέπεται από πλαστικότητα πρωτίστως...

«Απαλλάχθηκα από την φύση, απελευθερώθηκα από την θύμισή της κι έτσι μπορώ να αναπλάθω την τέχνη με τους κανόνες μου, την πείρα μου και τον στοχασμό μου», αναφέρει ο Χαλεπάς. Ο γλύπτης σε διάφορες ηλικίες - παιδί, νέος, μεγάλος - και η μητέρα του, είναι τα αγκωνάρια της δραματουργικής σύνθεσης στα οποία στηρίχθηκε κύρια η μυθοπλασία. Με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, μέσα από τον κατακερματισμό της γραμμικότητας του χρόνου αφ' ενός, και ταυτόχρονα της σύμπτυξής του, μέσα από διπλοτυπίες, ακόμη και τριπλοτυπίες. Τα πάντα, στην καθόλου μονότονη και περιέργως απαστράπτουσα γκάμα του γκρίζου, με επίστρωση σέπιας κι ενίοτε χρώματος, ψυχρού και σκοτεινού όπως στα εξωτερικά πλάνα στο νησί, στην κηδεία ή την περιπλάνηση του ήρωα στα χωματένια μονοπάτια. Τα πλάνα σβήνουν με φοντί, ως επί το πλείστον.

Ο κινηματογράφος, η πιο σύνθετη των τεχνών εκείνη του χωροχρόνου - του χρόνου σε ό,τι αφορά το αφηγηματικό και του χώρου σε ό,τι αφορά το εικαστικό μέρος - έχει πρώτου βαθμού συγγένεια και με το θέατρο. Η ταινία της Αρκέντη διέπεται από εντονότατη θεατρικότητα σε στοιχεία και συμβάσεις, η οποία, όμως, όχι μόνο ενσωματώνεται, αλλά αφομοιώνεται σε ένα κινηματογραφικότατο αποτέλεσμα. Η κάμερα ρέει κι όταν είναι σταθερή, στο εργαστήρι του Χαλεπά στριφογυρίζει αργά σαν να φοβάται μη σπάσει κάποιο πρόπλασμα, αγγίζει τις επιφάνειες, χαϊδεύει τα σχήματα, επιτείνει την πλαστικότητα της εικόνας. Εκπληκτική η σεκάνς με τις δύο καθήμενες φιγούρες, δίπλα δίπλα αλλά μακριά, ο Χαλεπάς σε μεγάλη ηλικία και η μητέρα του να αφηγούνται. Εκκωφαντική η παρουσία της αφαίρεσης, η προσπάθεια να παραμεριστεί οτιδήποτε περίσσιο για να φθάσει κανείς κατευθείαν στην ουσία. Μνεία ιδιαίτερη στη μουσική και στον τρόπο που η Αρκέντη την εντάσσει οργανικά στην αφήγηση. Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στους ηθοποιούς. Στον Θανάση Παπαθανασίου και την Ιωάννα Γκαβάκου, η οποία στιγμές στιγμές αγγίζει σημεία ύψιστης, απόλυτης και σπάνιας ερμηνείας, με όπλο σημαντικό τις βραχνές, χαμηλές οκτάβες στην τοποθέτηση της φωνής ...

Παίζουν: Ιωάννα Γκαβάκου, Τάκης Βογόπουλος, Μαρίνα Κορέλλη, Θανάσης Παπαθανασίου - Βαγενάς, κ.ά.

Παραγωγή: Ελλάδα (2010).



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ