Οι Κοέν αντιμετωπίζουν το υλικό που έχουν στα χέρια τους σαν ταξίδι στο εσωτερικό ενός κινηματογραφικού είδους, του γουέστερν, του τελευταίου στο οποίο η έννοια της τιμής διατηρεί τη δύναμή της, είδος που από απόσταση μοιάζει να βρίσκεται εκτός εποχής. Η μοίρα του όμως είναι να προτείνει - συνάντηση μετά τη συνάντηση και σύγκρουση μετά τη σύγκρουση - σκέψη και περισυλλογή πάνω στον τρόπο αντίληψης των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, κάτι που ουδόλως δυστυχώς απέχει από τις πρακτικές που ασκούνται και στους δικούς μας καιρούς.
Το πρώτο εισαγωγικό μισάωρο είναι εξαιρετικό. Σε υποχρεώνει πράγματι να συλλογιστείς πόσο πολύ τελικά άλλαξαν από τότε τα πράγματα σχετικά με το πόσο αλήθεια αξίζει μια ανθρώπινη ζωή σήμερα... Σαν απάντηση στο παραπάνω ερώτημα η αποκαλυπτικά τυπική φιλοσοφία που διέπει τον εκπρόσωπο του νόμου και της τάξης Ρούστερ, κάτι βέβαια που απαρέγκλιτα εφαρμόζει ο ίδιος και που δε διστάζει να ομολογήσει και ενώπιον του επίσημου δικαστηρίου ότι πρώτα σκοτώνει και μετά ρωτάει - αν ρωτάει - ποιον, πώς και γιατί. Οι σκηνοθέτες αναπαράγουν με κάθε λεπτομέρεια και με πανέμορφα ψυχρά χρώματα μια Δύση βρωμερή και ρυπαρή, με τραχεία φύση, απάτητα δάση και πετρώδη ακροβούνια που τη διασχίζουν ληστές, σερίφηδες και κάθε λογής κυνηγοί των αμοιβών από τις επικηρύξεις των παράνομων και των κακοποιών. Αψύ έργο από τα χέρια των Κοέν με το στίγμα του σίγουρου στιλ, του αναγνωρίσιμα ιδιαίτερου τρόπου και της οπτικής τους. Η ταινία είναι μια στέρεα κατασκευή με δομική ευκρίνεια και αφήγηση εξ ολοκλήρου σε flashback, εξαίρετο καστ και πανέμορφη φωτογραφία. Οι αδελφοί Κοέν τοποθετούν αυτόν το μύθο σε μια πραγματικότητα και επικαλύπτουν το επικό αυτό ταξίδι με μελαγχολία και νοσταλγία για μια εποχή κι ένα σινεμά που δεν υπάρχουν πια.
«Το Αληθινό Θράσος» είναι τόσο καλό όσο μπορεί να είναι ένα γουέστερν σκηνοθετημένο από τους Κοέν που όμως δούλεψαν πάνω σε υφιστάμενο υλικό και όχι πάνω σε δικό τους. Μπορεί κανείς να φανταστεί το αποτέλεσμα μιας πειραματικής του είδους γουέστερν - παραγωγής, με τις ίδιες προδιαγραφές και προϋποθέσεις, αλλά με πρωτότυπο σενάριο και δική τους ιστορία που θα έφερε την υπογραφή και τα χαρακτηριστικά των Κοέν; Μάλλον σίγουρα θα μπορούσε να καταχωρηθεί στην ιστορία του κινηματογράφου.
Παίζουν: Τζεφ Μπρίτζες, Χέιλι Στάινφελντ, Ματ Ντέιμον, Τζος Μπρολίν, Πολ Ρέι κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
Ο Μπουρχάν Κουρμπανί που μεγάλωσε και ο ίδιος όπως οι ήρωες της ταινίας του, ισορροπώντας ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς, με την ταινία του απαντά κατά βάση απολογητικά στην - μετά 9/11/2001 - άνευ προηγουμένου δαιμονοποίηση του Ισλάμ στη Δύση και προσπαθεί να ανατρέψει κλισέ και ταμπού, λέγοντάς μας ότι οι χαρακτήρες του φιλμ είναι άνθρωποι ίδιοι με όλους τους άλλους. Ιδιοι ναι, ίσοι όμως όχι. Καίτοι Γερμανοί πολίτες στα χαρτιά - οι τρεις ήρωες της ταινίας - ανήκουν σε κατώτερες υποκατηγορίες γιατί δεν είναι μόνο ξένοι αλλά και φτωχοί και ως τέτοιοι αντιμετωπίζονται από το σύνολο της κοινωνίας. Τέτοιου προσανατολισμού διάσταση είναι ανύπαρκτη στην ταινία του Μπουρχανί.
Οι τρεις κεντρικοί ρόλοι της ταινίας βρίσκονται μπροστά σε αποφασιστικά για τη ζωή τους ηθικά διλήμματα που άπτονται της διαμορφωμένης τους κοινωνικής και όχι θρησκευτικής συνείδησης. Ο Ισμαήλ έχει εμμονές με την, προ τριών ετών, έγκυο γυναίκα που η σφαίρα από το αστυνομικό του όπλο βρήκε την κοιλιά, κάνοντάς την να χάσει το παιδί της. Ο Ισμαήλ που έχει δικό του παιδί, πνίγεται στις τύψεις για τον ανείπωτο πόνο που της προκάλεσε και είναι έτοιμος να τινάξει τη ζωή του στον αέρα για να επανορθώσει. Οταν η γυναίκα σε ανύποπτο χρόνο του εξομολογείται ότι το παιδί στην κοιλιά της το μισούσε, δεν ήξερε πώς να το ξεφορτωθεί κι εκείνος, σαν από μηχανής θεός, έδωσε λύση στο πρόβλημά της ο Ισμαήλ λυτρώνεται από το δικό του χρέος. Ο Σάμι διερευνά ουσιαστικά το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας υπό το πρίσμα των δικών του, ηθικών αντιλήψεων οι οποίες βεβαίως διαμορφώθηκαν και από το Ισλάμ. Το ίδιο και η Μαριάμ. Τα 'χει με τον εαυτό της. Πληρώνει ακριβά με την υγεία της την αλόγιστη επιμονή της να προβεί σε κομπογιαννίτικη άμβλωση, κάτι που τώρα ανάγει σε τιμωρία από τον Θεό και για εξιλέωση περνά - μοιάζει παροδικά - στη θρησκευτική ακρότητα.
Ο Κουρμπανί καταγράφει με διάθεση ειλικρίνειας μια κοινωνική αλλά και ιστορική πραγματικότητα. Περιγράφει μια κοινότητα - από τις μυριάδες, διάσπαρτες ανά την Ευρώπη - που διανύει τα διάφορα στάδια ενσωμάτωσης σε έναν διαφορετικό «κόσμο». Σκιαγραφεί ένα πορτρέτο της γερμανικής κοινωνίας που δίνει την αίσθηση ότι κυοφορεί μετατοπίσεις και μεταβολές. Η προσέγγιση του θέματος παρουσιάζει πραγματικό ενδιαφέρον ιδιαίτερα λόγω των αντιφάσεων που καταγράφονται. Η αφήγηση τείνει αφενός προς κεντρομόλο ενδοσκόπηση των «προβλημάτων» που τίθενται και αφετέρου καλλιεργεί φυγόκεντρες διαστάσεις που με τη σειρά τους πολλαπλασιάζουν θέματα και ερωτηματικά.
Ο Κουρμπανί με τον παγωμένο - κυριολεκτικά και μεταφορικά - ρεαλισμό του, αποδεικνύει πως ό,τι μεγαλύτερο έχει να επιδείξει με αυτήν την πρώτη του ταινία, κρύβεται στην κινηματογραφική του γλώσσα και στην αφηγηματική μορφή που έδωσε στο επίτευγμά του.
Παίζουν: Μαριάμ Ζαρί, Ιερεμίας Ατσεαμπόνγκ, Κάρλο Λιούμπεκ, Μαρίγια Σκάρισιτς, Σεργκέι Μόγια, Βεντάτ Εριντσίν, Αννε Ράτε-Πόλε, κ.ά.
Παραγωγή: Γερμανία, Τουρκία (2010).
«Απαλλάχθηκα από την φύση, απελευθερώθηκα από την θύμισή της κι έτσι μπορώ να αναπλάθω την τέχνη με τους κανόνες μου, την πείρα μου και τον στοχασμό μου», αναφέρει ο Χαλεπάς. Ο γλύπτης σε διάφορες ηλικίες - παιδί, νέος, μεγάλος - και η μητέρα του, είναι τα αγκωνάρια της δραματουργικής σύνθεσης στα οποία στηρίχθηκε κύρια η μυθοπλασία. Με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, μέσα από τον κατακερματισμό της γραμμικότητας του χρόνου αφ' ενός, και ταυτόχρονα της σύμπτυξής του, μέσα από διπλοτυπίες, ακόμη και τριπλοτυπίες. Τα πάντα, στην καθόλου μονότονη και περιέργως απαστράπτουσα γκάμα του γκρίζου, με επίστρωση σέπιας κι ενίοτε χρώματος, ψυχρού και σκοτεινού όπως στα εξωτερικά πλάνα στο νησί, στην κηδεία ή την περιπλάνηση του ήρωα στα χωματένια μονοπάτια. Τα πλάνα σβήνουν με φοντί, ως επί το πλείστον.
Ο κινηματογράφος, η πιο σύνθετη των τεχνών εκείνη του χωροχρόνου - του χρόνου σε ό,τι αφορά το αφηγηματικό και του χώρου σε ό,τι αφορά το εικαστικό μέρος - έχει πρώτου βαθμού συγγένεια και με το θέατρο. Η ταινία της Αρκέντη διέπεται από εντονότατη θεατρικότητα σε στοιχεία και συμβάσεις, η οποία, όμως, όχι μόνο ενσωματώνεται, αλλά αφομοιώνεται σε ένα κινηματογραφικότατο αποτέλεσμα. Η κάμερα ρέει κι όταν είναι σταθερή, στο εργαστήρι του Χαλεπά στριφογυρίζει αργά σαν να φοβάται μη σπάσει κάποιο πρόπλασμα, αγγίζει τις επιφάνειες, χαϊδεύει τα σχήματα, επιτείνει την πλαστικότητα της εικόνας. Εκπληκτική η σεκάνς με τις δύο καθήμενες φιγούρες, δίπλα δίπλα αλλά μακριά, ο Χαλεπάς σε μεγάλη ηλικία και η μητέρα του να αφηγούνται. Εκκωφαντική η παρουσία της αφαίρεσης, η προσπάθεια να παραμεριστεί οτιδήποτε περίσσιο για να φθάσει κανείς κατευθείαν στην ουσία. Μνεία ιδιαίτερη στη μουσική και στον τρόπο που η Αρκέντη την εντάσσει οργανικά στην αφήγηση. Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στους ηθοποιούς. Στον Θανάση Παπαθανασίου και την Ιωάννα Γκαβάκου, η οποία στιγμές στιγμές αγγίζει σημεία ύψιστης, απόλυτης και σπάνιας ερμηνείας, με όπλο σημαντικό τις βραχνές, χαμηλές οκτάβες στην τοποθέτηση της φωνής ...
Παίζουν: Ιωάννα Γκαβάκου, Τάκης Βογόπουλος, Μαρίνα Κορέλλη, Θανάσης Παπαθανασίου - Βαγενάς, κ.ά.
Παραγωγή: Ελλάδα (2010).