Στα 115 χρόνια από το θάνατό του
Ο Ενγκελς γεννήθηκε στη Βάδη της Ρηνανίας, στις 28 Νοέμβρη του 1820. Ο πατέρας του ήταν εργοστασιάρχης υφαντουργίας. Το γεγονός αυτό οδήγησε την κόρη του Μαρξ, Ελεονόρα Μαρξ - Εβελινγκ, να παρατηρήσει πολύ εύστοχα ότι «ποτέ δε γεννήθηκε σε τέτοιου είδους οικογένεια γιος που να ξεστρατίσει τόσο» («Στρατηγός, Αναμνήσεις για τον Ενγκελς», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Φοίτησε στο Κολέγιο της Βάδης και έπειτα στο Λύκειο της Ελμπερφελντ, αλλά δεν αποφοίτησε. Αφησε την τελευταία τάξη, αν και ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, αφού ο πατέρας του είχε διαφορετική γνώμη. Τον ήθελε να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις της οικογένειας. Εγκατέλειψε, λοιπόν, τις σπουδές για να δουλέψει για ένα χρόνο περίπου στο γραφείο του πατέρα του και στη συνέχεια στη Βρέμη, από τα 1838 έως τα 1841 σ' ένα μεγάλο εμπορικό οίκο. Στη Βρέμη συνδέεται με έναν όμιλο ριζοσπαστών διανοουμένων, τη «Νέα Γερμανία», και άρχισε να μελετά τη γερμανική Φιλοσοφία και ιδιαίτερα τα έργα του Χέγκελ.
Την άνοιξη του 1841, ο Ενγκελς έφυγε από τη Βρέμη για το Βερολίνο, όπου υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και στον ελεύθερο χρόνο του παρακολουθούσε μαθήματα στο πανεπιστήμιο της πόλης, με αποτέλεσμα να προσχωρήσει στο ρεύμα των Νεοχεγκελιανών, το ρεύμα, δηλαδή, των οπαδών του Χέγκελ, που προσπαθούσαν από τη φιλοσοφία του Χέγκελ να αντιμετωπίσουν κριτικά τη θεωρία του, κυρίως στο θέμα της αντίληψης του κόσμου κόντρα στο απόλυτο ον, το θεό. Από το Μάρτη έως το Δεκέμβρη του 1842, υπήρξε συνεργάτης της «Εφημερίδας του Ρήνου», διευθυντής της οποίας, τον Οκτώβρη του ίδιου έτους, έγινε ο Μαρξ. Ενα μήνα μετά, στα τέλη του Νοέμβρη, οι Μαρξ - Ενγκελς συναντήθηκαν στα γραφεία της εφημερίδας στην Κολωνία, αλλά εκείνη η συνάντηση δεν έμελλε να είναι αυτή που σημάδεψε τη ζωή τους.
Το Μάρτη του 1842, ο Ενγκελς δημοσίευσε την μπροσούρα «Ο Σέλιγκ και η αποκάλυψη», όπου υποβάλει σε μια ολόπλευρη κριτική τις αντιδραστικές, μυστικιστικές αντιλήψεις του ιδεαλιστή φιλοσόφου Σέλιγκ. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, ο Ενγκελς πήγε στην Αγγλία, στο Μάντσεστερ. Εκεί έρχεται σε επαφή με το εργατικό κίνημα της εποχής και τις σοσιαλιστικές ιδέες, όπως εκφράζονταν από το κίνημα των Χαρτιστών και τον ουτοπικό σοσιαλισμό του Ρόμπερτ Οουεν. Στην Αγγλία, λόγω των αντικειμενικών συνθηκών (βιομηχανική επανάσταση, πλήρης ανάπτυξη του καπιταλισμού), μελετά την κατάσταση της εργατικής τάξης της Αγγλίας.
Το 1844, ο Ενγκελς δημοσίευσε, στα «Γαλλογερμανικά Χρονικά» που διηύθυνε ο Μαρξ και έβγαιναν στο Παρίσι, μια «Κριτική μελέτη πάνω στην Πολιτική Οικονομία». Ο Μαρξ χαρακτήρισε αυτό το άρθρο σαν αριστοτεχνική σκιαγράφηση μιας νέας Πολιτικής Οικονομίας. Στα τέλη Αυγούστου του 1844, ο Ενγκελς έφυγε από το Μάντσεστερ και γύρισε στη Γερμανία, περνώντας από το Παρίσι, όπου και συνάντησε τον Μαρξ. Από δω, άρχισε η μεγάλη φιλία τους και η κοινή τους πορεία. Στο Παρίσι, ο Μαρξ και ο Ενγκελς έγραψαν μαζί το έργο «Η Αγία Οικογένεια», που καταφερόταν ενάντια στους Νεοχεγκελιανούς και που βάζει τα θεμέλια της επαναστατικής υλιστικής αντίληψης για την ιστορία και την προοπτική του σοσιαλισμού.
Το 1845, ο Ενγκελς γυρίζει στη Γερμανία και δημοσιεύει το σπουδαίο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», αποτέλεσμα των εκεί ερευνών και μελετών του.
Την άνοιξη του 1845, ο Ενγκελς εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, όπου κατοικούσε τότε ο Μαρξ, μετά την απέλασή του από τη Γαλλία. Εγραψαν μαζί τη «Γερμανική Ιδεολογία», ασκώντας κριτική στη φιλοσοφία του Φόιερμπαχ, στις απόψεις των νεοχεγκελιανών και τον «Αληθινό Σοσιαλισμό», αντιδραστικό ιδεολογικό ρεύμα στη Γερμανία, σύμφωνα με το οποίο δε χρειαζόταν η ανάπτυξη της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης, υποχρεώνοντάς την έτσι στο συμβιβασμό.
Οπως και ο Μαρξ, ήρθε κι αυτός σ' επαφή με την οργάνωση «Ενωση Δικαίων». Με τον Μαρξ συνεργάζονται δραστήρια για την προετοιμασία του Β' Συνεδρίου της οργάνωσης, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε καθαρά εργατικό πολιτικό κόμμα, στα 1847, την «Ενωση Κομμουνιστών». Η σημαντικότερη συμβολή τους ήταν η επεξεργασία του πρώτου στην ιστορία Προγράμματος προλεταριακού κόμματος, που έμεινε στην ιστορία ως «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Ο Ενγκελς έγραψε τις «Βάσεις του Κομμουνισμού», που ήταν ένα προσχέδιο του προγράμματος της «Ενωσης Κομμουνιστών».
Οταν ξέσπασε στη Γαλλία η επανάσταση του 1848, ο Ενγκελς ακολουθεί στο Παρίσι τον Μαρξ, που τον είχαν εξορίσει από τις Βρυξέλλες. Στις αρχές του Απρίλη του 1848, άρχισε η επανάσταση στη Γερμανία.
Ο Ενγκελς γενικεύει την πείρα της επαναστατικής περιόδου του 1848 - 1849 στη Γερμανία σε δύο έργα του, «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία», που δημοσιεύτηκε το 1850, και «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία» (1851 - 1852), που γράφτηκε σε συνεργασία με τον Μαρξ. Σ' αυτό το έργο του, ο Ενγκελς στρέφει την προσοχή του στη μελέτη των ζητημάτων της ένοπλης εξέγερσης.
Το Νοέμβρη του 1850, εγκαθίσταται στο Μάντσεστερ. Στο διάστημα της παραμονής του στο Μάντσεστερ, ο Ενγκελς έγραψε σχετικά με στρατιωτικά θέματα, για τα οποία έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον. Ο Λένιν θεωρούσε τον Ενγκελς σαν ένα μεγάλο εμπειρογνώμονα στα στρατιωτικά ζητήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι του έδωσαν το προσωνύμιο «Στρατηγός».
Μέσα στους κόλπους της Α' Διεθνούς, ο Ενγκελς και ο Μαρξ αγωνίζονται ενάντια στους προυντονιστές, στους μπακουνιστές (αναρχικοί), και τους άλλους εχθρούς της Διεθνούς. Το φθινόπωρο του 1870, ο Ενγκελς εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου εκλέγεται μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Α' Διεθνούς. Μετά τη διάλυση της Α' Διεθνούς, ο Μαρξ και ο Ενγκελς εξακολουθούν να παρακολουθούν και να συμμετέχουν δραστήρια στο εργατικό κίνημα, με πρωταρχικό ζήτημα την πάλη ενάντια στα οπορτουνιστικά ρεύματα μέσα στο εργατικό κίνημα, όπου διεξάγεται οξύτατη διαπάλη.
Αυτήν ακριβώς την εποχή, ο Ενγκελς έγραψε τα άρθρα ενάντια στον Ντύρινγκ, που αργότερα, δηλαδή το 1877 - 1878, συγκεντρώθηκαν και δημοσιεύτηκαν σε βιβλίο με τον τίτλο «Αντι-Ντύρινγκ». Είναι μια συντομογραφία του μαρξισμού με τα τρία συστατικά του μέρη, Φιλοσοφία, Πολιτική Οικονομία, Επιστημονικός Κομμουνισμός. Ταυτόχρονα, ο Ενγκελς ασχολείται με τη μελέτη των Φυσικών Επιστημών και των Μαθηματικών. Τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας βρίσκονται συμπυκνωμένα στο περίφημο έργο του «Διαλεκτική της Φύσης».
Μετά το θάνατο του Μαρξ, ο Ενγκελς αναλαμβάνει να εκδώσει το δεύτερο και τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου». Ο δεύτερος τόμος κυκλοφόρησε το 1885 και ο τρίτος με δικές του συμπληρώσεις, απαραίτητες για την έκδοσή του, το 1894. Την ίδια περίοδο, έγραψε την «Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Το 1888 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας». Εργο, που δίνει ολοκληρωμένα τη μαρξιστική αντίληψη για το Διαλεκτικό και Ιστορικό Υλισμό.
Ο Λένιν υπογράμμιζε πως ο μαρξισμός δεν μπορεί να κατανοηθεί και εκτεθεί ολοκληρωτικά, χωρίς να υπολογίζονται η συμβολή και όλα τα έργα του Φρ. Ενγκελς.
Στην επέτειο των 115 χρόνων από το θάνατο του Ενγκελς δημοσιεύουμε δύο άρθρα του με ενιαίο τίτλο, «Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ» από τα «Διαλεκτά έργα Μαρξ - Ενγκελς», (τομ.1ος, σελ. 428-439), που εξηγεί εκλαϊκευτικά και συνοπτικά την Πολιτική Οικονομία από τη σκοπιά του Ιστορικού Υλισμού και ένα κοινό με τον Μάρξ γράμμα, το «Εγκύκλιο γράμμα», προς τους ηγέτες του Γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, στο οποίο αναδεικνύεται η σαφήνεια και των δύο κλασικών της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του Κομμουνισμού, για το χαρακτήρα και το ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος, την αταλάντευτη στάση τους ενάντια σε κάθε ξένη μικροαστική θεωρία και τους φορείς της μέσα στο Κόμμα, επίσης από τα «Διαλεκτά Εργα», (τομ. 2ος, σελ. 561-569).
(«ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΓΡΑΜΜΑ»)
Λονδίνο, 17 - 18 του Σεπτέμβρη 1879
...Το μανιφέστο των τριών της Ζυρίχης
1849: Ο Φρίντριχ Ενγκελς στα οδοφράγματα Ελμπερφελντ |
Από την αρχή κιόλας λένε:
«Το κίνημα που ο Λασσάλ, το θεωρούσε κατ' εξοχήν πολιτικό, που σ' αυτό καλούσε όχι μόνο τους εργάτες, αλλά όλους τους τίμιους δημοκράτες, που επικεφαλής του έπρεπε να βαδίσουν οι ανεξάρτητοι εκπρόσωποι της επιστήμης και όλοι όσοι εμπνέονταν από αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο, εκφυλίστηκε κάτω από την προεδρία του Ι.Β, φον Σβάιτσερ σ' ένα μονόπλευρο αγώνα των εργατών της βιομηχανίας για τα συμφέροντά τους».
Δεν εξετάζω αν και κατά πόσο είναι αυτό σωστό στην πραγματικότητα. Η ιδιαίτερη μομφή που δίνεται εδώ στον Σβάιτσερ, είναι ότι ο Σβάιτσερ κατέβασε το λασσαλισμό, που εδώ τον εννοούν σαν αστικό - δημοκρατικό - φιλανθρωπικό κίνημα, στο επίπεδο ενός μονόπλευρου αγώνα των εργατών της βιομηχανίας για τα συμφέροντά τους, βαθαίνοντας το χαρακτήρα του, σαν ταξικού αγώνα των εργατών της βιομηχανίας ενάντια στους αστούς. Κατηγορούν ακόμα τον Σβάιτσερ γιατί «απόκρουσε την αστική δημοκρατία». Μα τι δουλειά έχει η αστική δημοκρατία μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα; Αν η αστική δημοκρατία αποτελείται από «τίμιους ανθρώπους», δεν μπορεί καθόλου να θέλει να μπει στο κόμμα, κι αν ωστόσο θελήσει να μπει, αυτό θα το κάνει μόνο και μόνο για να δημιουργεί ζητήματα.
Πορτρέτο των Ενγκελς και Μαρξ |
Σύμφωνα λοιπόν με την άποψη αυτών των κυρίων, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν πρέπει να είναι μονόπλευρο εργατικό κόμμα, αλλά ένα ολόπλευρο κόμμα «όλων των ανθρώπων που εμπνέονται από αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο». Για να το αποδείξει αυτό, πρέπει πριν απ' όλα να εγκαταλείψει τα άξεστα προλεταριακά πάθη και να μπει κάτω από την ηγεσία μορφωμένων, φιλάνθρωπων αστών «για να διαμορφώσει καλό γούστο» και «για να μάθει καλούς τρόπους» (σελ. 85). Τότε και το «απρεπές φέρσιμο» μερικών αρχηγών θα κάνει τόπο στους καθώς πρέπει «αστικούς τρόπους». (Λες και το εξωτερικό απρεπές φέρσιμο, αυτονών που εννοούν εδώ, να μην ήταν το λιγότερο που μπορεί κανείς να τους ψέξει!) Τότε επίσης «θα έρθουν πολυάριθμοι οπαδοί από τους κύκλους των μορφωμένων και εύπορων τάξεων. Αυτούς όμως πρέπει πρώτα να τους κερδίσουμε... αν θέλουμε η ζύμωση που κάνουμε να έχει χειροπιαστές επιτυχίες». Ο γερμανικός σοσιαλισμός έχει «δόσει πολλή σημασία στην κατάχτηση των μαζών, ενώ παράλειψε να κάνει δραστήρια (!) προπαγάνδα στα λεγόμενα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας». Γιατί «λείπουν ακόμα στο κόμμα άνθρωποι που είναι ικανοί να το αντιπροσωπεύουν στο Ράιχσταγκ». Είναι όμως «καλό και αναγκαίο, να αναθέσουμε τις εντολές σε ανθρώπους που είχαν την ευκαιρία και αρκετόν καιρό να μάθουν κατά βάθος τα προβλήματα που μπαίνουν. Ο απλός εργάτης και ο μικροτεχνίτης... έχουν μόνο σε σπάνιες, εξαιρετικές περιπτώσεις την απαιτούμενη άνεση γι' αυτό». Εκλέγετε λοιπόν αστούς!
Συγκέντρωση κατά της δουλείας στο Λονδίνο. «Η αγγλική εργατική τάξη, αποκρούοντας με μεγάλες και ενθουσιώδεις συγκεντρώσεις τις επανειλημμένες απόπειρες των κυρίαρχων τάξεων να παρέμβουν υπέρ των Αμερικανών δουλοκτητών, κέρδισε την αιώνια δόξα», (Καρλ Μαρξ, 1863) |
Οταν όμως θέλουμε να κερδίσουμε τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας ή έστω μόνο τα καλοπροαίρετα στοιχεία τους, δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να τα τρομάξουμε. Και δω, οι τρεις απ' τη Ζυρίχη νομίζουν πως κάνανε κάποια καθησυχαστική ανακάλυψη:
«Το κόμμα δείχνει ακριβώς τώρα, κάτω από την πίεση του νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές, ότι δεν είναι διατεθειμένο να τραβήξει το δρόμο της βίαιης, αιματηρής επανάστασης, αλλά ότι είναι αποφασισμένο... να μπει στο δρόμο της νομιμότητας, δηλ. της μεταρρύθμισης». Αν λοιπόν οι 500-600 χιλιάδες σοσιαλδημοκράτες ψηφοφόροι, το 1/10 ως το 1/8 του συνόλου των ψηφοφόρων, που μέσα στ' άλλα είναι και σκορπισμένοι σ' όλη τη χώρα, είναι αρκετά μυαλωμένοι, ώστε να μην σπάσουν τα μούτρα τους και να μην επιχειρήσουν, ένας ενάντια σε δέκα, να προκαλέσουν μιαν «αιματηρή επανάσταση», αυτό αποδείχνει ότι παραιτούνται για πάντα από τη χρησιμοποίηση ενός τεράστιου εξωτερικού γεγονότος, ενός ξαφνικού επαναστατικού αναβρασμού που θα προκαλούνταν απ' αυτό το γεγονός, ακόμα και μιας νίκης που θα κέρδιζε ο λαός με τον αγώνα του στη σύγκρουση που θα προκαλούσε πάλι αυτό το ίδιο το γεγονός! Αν το Βερολίνο κάποτε φανεί ξανά τόσο αμόρφωτο ώστε να κάνει και πάλι μια 18 του Μάρτη2 τότε οι σοσιαλδημοκράτες αντί να πάρουν μέρος στον αγώνα σαν «άθλιοι μανιακοί των οδοφραγμάτων» (σελ. 88), θα πρέπει αντίθετα «να μπουν στο δρόμο της νομιμότητας», να κατευνάζουν, να βγάζουν από τη μέση τα οδοφράγματα και στην ανάγκη, να βαδίσουν με το λαμπρό στρατό ενάντια στις μονόπλευρες, άξεστες, αμόρφωτες μάζες. Αν πάλι οι κύριοι αυτοί ισχυρισθούν ότι δεν το εννοούσαν αυτό, τότε τι εννοούσαν;
«Το απόγευμα της απεργίας», πίνακας του Eugene Laermans, 1894. |
«Οσο λοιπόν πιο ήσυχα, πιο κοντά στα πράγματα, πιο στοχαστικά εκδηλώνεται (το κόμμα) στην κριτική του των συνθηκών που υπάρχουν και στις προτάσεις του για τη μεταβολή τους, τόσο λιγότερο θα μπορεί να επαναληφθεί το χτύπημα που πέτυχε τώρα (με την εφαρμογή του νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές) και με το οποίο η συνειδητή αντίδραση χρησιμοποιώντας τον μπαμπούλα του κόκκινου φαντάσματος, τρομοκράτησε την αστική τάξη» (σ. 88).
Για να αφαιρέσουμε από την αστική τάξη και το τελευταίο ίχνος φόβου, πρέπει να της αποδείξουμε καθαρά και παστρικά ότι το κόκκινο φάντασμα είναι στην πραγματικότητα μόνον φάντασμα και ότι δεν υπάρχει. Ποιο είναι όμως το μυστικό του κόκκινου φαντάσματος, αν όχι ο φόβος της αστικής τάξης μπρος στον αναπόφευγο αγώνα ζωής και θανάτου ανάμεσα σ' αυτήν και στο προλεταριάτο; Ο φόβος μπρος στην αναπότρεπτη έκβαση της σύγχρονης ταξικής πάλης; Αν καταργηθεί η ταξική πάλη, η αστική τάξη και «όλοι οι ανεξάρτητοι άνθρωποι» «δε θα φοβούνται να βαδίσουν χέρι με χέρι μαζί με τους προλετάριους». Και κείνοι που θα εξαπατηθούν στην περίπτωση αυτή, θα είναι ακριβώς οι προλετάριοι.
Ας αποδείξει επομένως το κόμμα με την ταπεινή και μελαγχολική συμπεριφορά του ότι έχει αφήσει μια για πάντα τις «απρέπειες και τις υπερβασίες» που έδωσαν την αφορμή για το νόμο ενάντια στους σοσιαλιστές. Αν υποσχεθεί θεληματικά ότι θα κινείται μόνο μέσα στα πλαίσια του νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές, ο Βίσμαρκ και οι αστοί θα έχουν βέβαια την καλοσύνη να καταργήσουν αυτό τον περιττό πια τότε νόμο!
«Ας μας καταλάβουν καλά», δε θέλουμε «να εγκαταλείψουμε το κόμμα μας και το πρόγραμμά μας, νομίζουμε όμως ότι θα έχουμε αρκετή δουλειά για πολλά χρόνια, αν στρέψουμε όλη μας τη δύναμη, όλη μας την ενεργητικότητα για να πετύχουμε ορισμένους κοντινούς στόχους που πρέπει οπωσδήποτε να τους κατακτήσουμε προτού να μπορεί να γίνει σκέψη πραγματοποίησης των απώτερων επιδιώξεών μας». Τότε θα αρχίσουν να προσχωρούν σε μας μαζικά και αστοί, και μικροαστοί, κι εργάτες, που «τώρα τους φοβίζουν ...οι διεκδικήσεις που τραβάνε πολύ μακριά».
Το πρόγραμμα δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί, αλλά μόνο να αναβληθεί... επ' αόριστο. Το δέχονται, αλλά κυρίως όχι για τον εαυτό τους και για την εποχή που ζουν αυτοί, αλλά μεταθανάτια, σαν κληρονομιά για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Στο μεταξύ, «όλη τη δύναμη και την ενεργητικότητά» τους τη χρησιμοποιούν σε κάθε λογής μικροπράγματα και ψευτομπαλώματα στο κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό καθεστώς, για να φαίνεται ωστόσο ότι κάτι γίνεται, χωρίς ταυτόχρονα να τρομάζει η αστική τάξη. Μήπως τότε δε θάταν καλύτερο να επαινέσω τον «κομμουνιστή» Μικέλ που επιβεβαιώνει την ακλόνητη πεποίθησή του για το αναπόφευγο γκρέμισμα, σε μερικές εκατοντάδες χρόνια, της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, με το ότι παίζει γενναία στο χρηματιστήριο, συμβάλλει κατά δύναμη στο κραχ του 18733 και κάνει έτσι πραγματικά κάτι για την κατάρρευση του τωρινού καθεστώτος;
Μια άλλη παράβαση ενάντια στους καλούς τρόπους ήταν και οι «υπερβολικές επιθέσεις ενάντια στους ιδρυτές», που «ήταν μόνον παιδιά της εποχής τους». «Θα ήταν λοιπόν καλύτερα να είχαν λείψει... οι βρισιές ενάντια στον Στρούσμπεργκ και στους ομοίους του». Δυστυχώς όλοι οι άνθρωποι είναι «μόνον παιδιά της εποχής τους», κι αν αυτό είναι αρκετή δικαιολογία, τότε δε θα πρέπει πια να επιτιθόμαστε ενάντια σε κανέναν και παύει από μέρους μας κάθε πολεμική και κάθε αγώνας. Δεχόμαστε ήρεμα όλες τις κλωτσιές των αντιπάλων μας, γιατί εμείς, οι σοφοί, ξέρουμε ότι δεν είναι «παρά παιδιά της εποχής τους» και δεν μπορούν να ενεργούν διαφορετικά απ' ό,τι κάνουν. Αντί να τους ανταποδίδουμε τις κλωτσιές με τόκο, θα έπρεπε μάλλον να τους λυπόμαστε τους καημένους.
Επίσης και το γεγονός ότι πήραμε θέση υπέρ της Κομμούνας είχε πάντως το μειονέχτημα «ότι απομάκρυνε από μας πολλούς συμπαθούντες και γενικά μεγάλωσε το μίσος της αστικής τάξης ενάντιά μας» κι ακόμα, το κόμμα «δεν είναι εντελώς ανεύθυνο - για τη θέσπιση του νόμου του Οχτώβρη4 γιατί μεγάλωσε άσκοπα το μίσος της αστικής τάξης».
Να ποιο είναι το πρόγραμμα των τριών κινσόρων της Ζυρίχης. Από την άποψη της σαφήνειας δεν του λείπει τίποτα. Τουλάχιστο για μας που από τα 1848 και δω γνωρίζουμε πολύ καλά όλη τούτη τη φρασεολογία. Είναι οι αντιπρόσωποι της μικροαστικής τάξης που δίνουν το παρόν τους, γεμάτοι αγωνία, ότι μπορεί το προλεταριάτο «να το παρακάνει» υποκινούμενο από την επαναστατική του θέση. Στη θέση της αποφασιστικής πολιτικής αντιπολίτευσης, έχουμε τη γενική συνδιαλλαγή. Στη θέση του αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση και την αστική τάξη, έχουμε την προσπάθεια να τις κερδίσουμε και να τις πείσουμε. Στη θέση της πεισματικής αντίστασης ενάντια στην κακομεταχείριση από τα πάνω, έχουμε την ταπεινή υποταγή και την αναγνώριση ότι η ποινή είναι δίκαιη. Ολες οι ιστορικά αναγκαίες συγκρούσεις ερμηνεύονται σαν παρεξηγήσεις και όλες οι συζητήσεις τελειώνουν με τη διαβεβαίωση ότι στην ουσία είμαστε όλοι σύμφωνοι. Οι άνθρωποι που το 1848 εμφανίστηκαν σαν αστοί δημοκράτες, μπορούν τώρα με την ίδια επιτυχία να ονομάζονται σοσιαλδημοκράτες. Οπως για κείνους η δημοκρατία, έτσι και για τούτους το γκρέμισμα του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος βρίσκεται σε απρόσιτη, μακρινή απόσταση και επομένως δεν έχει καμιάν απολύτως σημασία για την πολιτική πραχτική του παρόντος. Μπορούμε να μεσολαβούμε, να συμβιβαζόμαστε, να κάνουμε τον φιλάνθρωπο όσο τραβά η ψυχή μας. Το ίδιο ισχύει και για την ταξική πάλη ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη. Στο χαρτί την αναγνωρίζουν γιατί δεν μπορούν πια να την αρνηθούν, στην πράξη όμως τη σκεπάζουν, τη θολώνουν, την αδυνατίζουν. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν πρέπει να είναι κόμμα της εργατικής τάξης, δεν πρέπει να επισύρει το μίσος της αστικής τάξης ή γενικά το μίσος οποιουδήποτε. Πρέπει πριν απ' όλα να κάνει δραστήρια προπαγάνδα μέσα στην αστική τάξη. Αντί να δίνει βαρύτητα σ' έναν απώτερο σκοπό που τρομάζει τους αστούς, ενώ είναι οπωσδήποτε ακατόρθωτος για τη δική μας γενιά, ας διαθέσει καλύτερα όλη της τη δύναμη και ενεργητικότητα για κείνες τις μικροαστικές μεταρυθμίσεις-μπαλώματα, που δίνουν νέα στηρίγματα στο παλιό κοινωνικό καθεστώς και που θα μπορούσαν ίσως έτσι να μεταβάλουν την τελική καταστροφή σ' ένα βαθμιαίο, κομματιαστό κι όσο το δυνατό πιο ειρηνικό προτσές αποσύνθεσης. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που με το πρόσχημα της ακούραστης πολυασχολίας όχι μόνο οι ίδιοι δεν κάνουν τίποτα, αλλά και γυρεύουν να εμποδίσουν να γίνει γενικά οτιδήποτε, εκτός από φλυαρίες, οι ίδιοι άνθρωποι που στα 1848 και 1849 ο φόβος τους μπροστά σε κάθε πράξη, ανάκοπτε το κίνημα σε κάθε του βήμα και τελικά οδήγησε στην ήττα, οι ίδιοι άνθρωποι - που δε βλέπουν ποτέ την αντίδραση και που ύστερα μένουν κατάπληχτοι γιατί βρέθηκαν τελικά σε αδιέξοδο, όπου δεν είναι δυνατή ούτε η αντίσταση, ούτε η φυγή, οι ίδιοι άνθρωποι που θέλουν να αιχμαλωτίσουν την ιστορία μέσα στο στενό τους μικροαστικό ορίζοντα, μα που η ιστορία κάθε φορά περνά πάνω από τα κεφάλια τους στην ημερήσια διάταξη.
Οσο για το σοσιαλιστικό τους περιεχόμενο, έχει κιόλας κριτικαριστεί αρκετά στο «Μανιφέστο», στο κεφάλαιο: «Ο γερμανικός ή "αληθινός" σοσιαλισμός»5. Εκεί, που η ταξική πάλη αφήνεται στην μπάντα σαν δυσάρεστο «ωμό» φαινόμενο, εκεί σαν βάση του σοσιαλισμού δε μένει τίποτα άλλο, παρά ή «αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο» και κούφιες φράσεις για «δικαιοσύνη».
Υπάρχει ένα αναπόφευγο φαινόμενο που καθορίζεται από την πορεία της εξέλιξης, ότι και άνθρωποι από την ως τώρα κυρίαρχη τάξη, προσχωρούν στο αγωνιζόμενο προλεταριάτο και του φέρνουν στοιχεία μόρφωσης. Αυτό το εκφράσαμε κιόλας καθαρά στο «Μανιφέστο». Πρέπει όμως εδώ να σημειώσουμε δυο πράγματα:
Πρώτο, τα άτομα αυτά για να ωφελήσουν το προλεταριακό κίνημα πρέπει να φέρουν μαζί τους πραγματικά στοιχεία μόρφωσης. Αυτό όμως δε συμβαίνει με τη μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών αστών προσυλήτων. Ούτε η «Zukunft», ούτε η «Neue Gesellschaft»6έδοσαν κάτι που να βοηθήσει το κίνημα να προχωρήσει έστω και κατά ένα βήμα. Σ' αυτούς δεν υπάρχει απολύτως καθόλου αληθινό, πραγματικό ή θεωρητικό μορφωτικό υλικό. Αντί γι' αυτό υπάρχουν προσπάθειες να συμβιβαστούν οι επιπόλαια αφομοιωμένες σοσιαλιστικές ιδέες με τις πιο διαφορετικές θεωρητικές απόψεις, που οι κύριοι αυτοί κουβάλησαν μαζί τους απ' το πανεπιστήμιο ή από οπουδήποτε αλλού, και που η μια τους ήταν πιο μπερδεμένη από την άλλη, χάρη στο προτσές της αποσύνθεσης που βρίσκονται σήμερα τα υπολείμματα της γερμανικής φιλοσοφίας. Αντί να μελετήσουν προηγούμενα οι ίδιοι κατά βάθος τη νέα επιστήμη, ο καθένας αντίθετα την κουτσούρεψε σύμφωνα με την άποψη που κουβαλούσε μαζί του, έκανε για τον εαυτό του χωρίς περιστροφές μια δική του ατομική επιστήμη και εμφανιζόταν αμέσως με την αξίωση να τη διδάξει στους άλλους. Γι' αυτό στους κυρίους αυτούς υπάρχουν περίπου τόσες απόψεις όσα και κεφάλια. Αντί να φωτίσουν ένα οποιοδήποτε ζήτημα, έφεραν μόνο μια φοβερή σύγχυση - ευτυχώς σχεδόν μόνον ανάμεσά τους. Τέτοια στοιχεία μόρφωσης, που πρώτη τους αρχή είναι να διδάσκουν εκείνο που δεν έχουν μάθει τα ίδια, μπορούν άριστα να λείπουν από το κόμμα.
Δεύτερο. Αν στο προλεταριακό κίνημα προσχωρούν τέτοιοι άνθρωποι από άλλες τάξεις, το πρώτο αίτημα είναι να μην κουβαλάνε μαζί τους υπολείμματα από αστικές, μικροαστικές κτλ. προλήψεις, αλλά να αφομοιώσουν χωρίς περιστροφές τον προλεταριακό τρόπο αντίληψης. Οι κύριοι όμως αυτοί, όπως το αποδείξαμε, είναι πέρα για πέρα φορτωμένοι με αστικές και μικροαστικές αντιλήψεις. Σε μια χώρα τόσο μικροαστική σαν τη Γερμανία, οι αντιλήψεις αυτές έχουν βέβαια τη δικαίωσή τους. Αλλά μονάχα έξω από το σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα. Αν οι κύριοι αυτοί συγκροτηθούν σαν σοσιαλδημοκρατικό μικροαστικό κόμμα, τότε είναι απόλυτα μες στο δίκιο τους. Θα μπορούσε κανείς τότε να διαπραγματεύεται και ανάλογα με τις περιστάσεις, να συνασπίζεται μαζί τους κλπ. Μέσα όμως σ' ένα εργατικό κόμμα είναι νόθο στοιχείο. Αν υπάρχουν λόγοι να τους ανεχόμαστε για την ώρα εκεί μέσα, έχουμε την υποχρέωση μόνο να τους ανεχόμαστε, να μην τους επιτρέπουμε όμως καμιάν επιρροή στην καθοδήγηση του κόμματος, να έχουμε πάντα συνείδηση ότι η ρήξη μαζί τους είναι μόνο ζήτημα χρόνου. Ο χρόνος αυτός, φαίνεται άλλωστε να έχει φτάσει. Μας φαίνεται ακατανόητο πώς το κόμμα μπορεί ακόμα ν' ανέχεται στις γραμμές του τους συντάχτες αυτού του άρθρου. Αν όμως πέσει, λιγότερο ή περισσότερο, στα χέρια τέτοιων ανθρώπων και η κομματική καθοδήγηση, τότε το κόμμα απλώς θα ευνουχιστεί και η προλεταριακή κόψη θα πάψει πια να υπάρχει.
Οσο για μας, δε μας μένει, ύστερα απ' όλο μας το παρελθόν, παρά ένας δρόμος ανοιχτός. Εδώ και σαράντα σχεδόν χρόνια τονίζουμε ότι ο ταξικός αγώνας είναι η άμεση κινητήρια δύναμη της ιστορίας και ειδικά ότι ο ταξικός αγώνας ανάμεσα στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο είναι ο μεγάλος μοχλός της νεότερης κοινωνικής ανατροπής. Επομένως μας είναι αδύνατο να πηγαίνουμε μαζί με ανθρώπους που θέλουν να ξεγράψουν αυτόν τον ταξικόν αγώνα από το κίνημα. Οταν ιδρύαμε τη Διεθνή, διατυπώσαμε ρητά το πολεμικό σύνθημα: η απελευθέρωση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης. Επομένως δεν μπορούμε να συνεργαζόμαστε με ανθρώπους που λένε ανοιχτά ότι οι εργάτες είναι πολύ αμόρφωτοι και δεν μπορούν ν' απευλευθερωθούν μόνοι τους, και ότι μόνο απ' τα πάνω πρέπει να απελευθερωθούν από φιλάνθρωπους μεγαλοαστούς και μικροαστούς. Αν τo νέο κομματικό όργανο πάρει μια στάση που ν' ανταποκρίνεται στα φρονήματα αυτών των κυρίων, αν είναι αστικό κι όχι προλεταριακό, τότε σε μας δε θα μένει τίποτε άλλο, όσο κι αν θα μας πονούσε αυτό, παρά να ταχθούμε δημόσια ενάντιά τους και να διακόψουμε την αλληλεγγύη που είχαμε ως τώρα, αντιπροσωπεύοντας το γερμανικό κόμμα στο εξωτερικό. Ωστόσο ελπίζουμε να μη φτάσουν τα πράγματα ως εκεί...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρόκειται για ένα άρθρο που γράφτηκε από τους Χέμπεργκ, Μπέρνσταϊν και Σραμ και δημοσιεύτηκε στα σοσιαλ-ρεφορμιστικά «Χρονικά για την κοινωνική επιστήμη και την κοινωνική πολιτική» («Jahrbud fur Sozialwiessenschaft und Sozialpolitik»). (Σημ. Συντ.)
2. Εννοεί τις επαναστατικές μάχες οδοφραγμάτων στο Βερολίνο (8 και 9 του Μάρτη 1848). (Σημ. Συντ.)
3. Με το κραχ του 1873 έληξε κι η λεγόμενη «μέθη των ιδρύσεων», μια περίοδος που τη χαρακτήριζε ξέφρενη κερδοσκοπία και παίξιμο στο χρηματιστήριο και που είχε αρχίσει ύστερα από το τέλος του γερμανο-γαλλικού πολέμου του 1870-1871. (Σημ. Συντ.)
4. Πρόκειται για τον έκτακτο νόμο ενάντια στους σοσιαλιστές, που τον εφάρμοσε ο Βίσμαρκ τον Οχτώβρη του 1878. (Σημ. Συντ.)
5. Βλέπε τόμ. Ι της έκδοσής μας, σελ. 48. (Σημ. Σύντ.)
6. «DieZukunft» («To Μέλλον») καί «Die Neue Gesellschaft» («Η Νέα Κοινωνία)- σοσιαλ-ρεφορμιστικά περιοδικά. Το πρώτο έβγαινε από το 1877 ως το 1880 στη Ζυρίχη, το δεύτερο το 1877-88, στο Βερολίνο. (Σημ. Συντ.)
Εργο του A. Venetsian (1961) που απεικονίζει τον Κ. Μάρξ και τον Φ. Ενγκελς να συζητούν με εργάτες |
Οι Μάρξ και Ενγκελς το 1867 στο Λονδίνο |
Ανήλικοι εργάτες σε κλωστοϋφαντουργείο στα τέλη του 18ου αιώνα στην Αγγλία |
Η ανάπτυξη της υλιστικής αντίληψης, έστω και σε ένα μονάχα ιστορικό παράδειγμα αποτελούσε μια επιστημονική εργασία, που θ' απαιτούσε πολύχρονες ήρεμες μελέτες, γιατί είναι ολοφάνερο, ότι εδώ μονάχα τα λόγια δεν κάνουν τίποτε και ότι μόνο μαζικό, κριτικά θεωρημένο και ολότελα αφομοιωμένο ιστορικό υλικό μπορεί να δέσει τη δυνατότητα για τη λύση ενός τέτοιου καθήκοντος. Η επανάσταση του Φλεβάρη έφερε το κόμμα μας στην πολιτική σκηνή κι έκανε έτσι αδύνατη την επιδίωξη καθαρά επιστημονικών σκοπών. Παρ' όλα αυτά η βασική αντίληψη διαπερνά σαν κόκκινο νήμα όλη τη φιλολογική παραγωγή του κόμματος. Σ' αυτή τη φιλολογική παραγωγή αποδείχνεται, σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, πως κάθε φορά η δράση ξεπηδούσε από άμεσα υλικά αίτια και όχι από τις φράσεις που τη συνόδευαν, πως αντίθετα οι πολιτικές και νομικές φράσεις ξεπηδούσαν από τα υλικά αίτια όπως και οι πολιτικές πράξεις και τα αποτελέσματά τους.
Εργάτης σε οικοδομές στις ΗΠΑ, στις αρχές του 19ου αιώνα |
Σε ένα σύγγραμμα, σαν κι αυτό που βρίσκεται μπροστά μας, δε μπορεί να γίνεται λόγος για μια απλή συμπτωματική κριτική ξεχωριστών κεφαλαίων της πολιτικής οικονομίας για την ξεχωριστή εξέταση αυτού ή εκείνου του αμφισβητούμενου οικονομικού ζητήματος. Μάλλον στηρίζεται από την αρχή πάνω σε μια συστηματική συνόψιση όλου του συμπλέγματος της οικονομικής επιστήμης, πάνω σε μια συναφή ανάπτυξη των νόμων της αστικής παραγωγής και της αστικής ανταλλαγής. Και επειδή οι οικονομολόγοι δεν είναι τίποτε άλλο από ερμηνευτές και απολογητές αυτών των νόμων, η ανάπτυξη αυτή είναι ταυτόχρονα η κριτική όλης της οικονομικής φιλολογίας.
Εργάτες στις αρχές του 1900 στην Αγγλία, σκάβοντας για σιδηρομετάλλευμα |
Εργάτες - σκλάβοι και τα αφεντικά τους, ΗΠΑ 1860 - 1870 |
Εδώ έπρεπε λοιπόν να λυθεί ένα άλλο ζήτημα, που αυτό καθαυτό δεν έχει καμιά σχέση με την πολιτική οικονομία. Πώς έπρεπε να χειριστεί κανείς την επιστήμη; Από τη μια μεριά υπήρχε η χεγκελιανή διαλεχτική, στην ολότελα αφηρημένη, «θεωρητικολογούσα» μορφή με την οποία την κληροδότησε ο Χέγκελ. Από την άλλη, η συνηθισμένη, πούγινε τώρα ξανά της μόδας, στην ουσία βολφική - μεταφυσική μέθοδος, με την οποία έγραψαν τα χωρίς συνοχή χοντρά βιβλία τους οι αστοί πολιτικοί οικονομολόγοι. Η μέθοδος αυτή είχε θεωρητικά τόσο εξοντωθεί από τον Καντ και ιδιαίτερα από το Χέγκελ, που την πρακτική παραπέρα ύπαρξή της την έκαναν δυνατή μονάχα η αδράνεια και η έλλειψη μιας άλλης απλής μεθόδου. Από την άλλη, η χεγκελιανή μέθοδος ήταν απολύτως ακατάλληλη για χρήση στην υπάρχουσα μορφή της. Ηταν στην ουσία ιδεαλιστική, και δω χρειαζόταν η ανάπτυξη μιας κοσμοθεωρίας που έπρεπε να είναι πιο υλιστική απ' όλες τις άλλες. Ξεκινούσε από την καθαρή σκέψη, ενώ εδώ έπρεπε να ξεκινήσει κανείς από τα πιο σκληροτράχηλα γεγονότα. Εδώ δεν είχε καμιά θέση μια μέθοδος, σ' αυτή τη μορφή, που σύμφωνα με την ίδια της την ομολογία «από το τίποτε, με το τίποτα δεν καταλήγει σε τίποτα». Ωστόσο, απ' όλο το υπάρχον λογικό υλικό ήταν το μοναδικό κομμάτι, απ' το οποίο μπορούσε κανείς να πιαστεί. Δεν την είχαν κριτικάρει, δεν την είχαν υπερνικήσει. Κανένας από τους αντιπάλους του μεγάλου διαλεκτικού δε μπόρεσε να ανοίξει ένα ρήγμα στο περήφανο οικοδόμημά της. Είχε εξαφανιστεί γιατί η χεγκελιανή σχολή δεν ήξερε τι να την κάνει. Πρώτ' απ' όλα λοιπόν, χρειαζόταν να υποβληθεί σε μια δραστική κριτική η χεγκελιανή μέθοδος.
Αυτό που έκανε τον τρόπο του σκέπτεσθαι του Χέγκελ να διακρίνεται από τη σκέψη των άλλων φιλοσόφων, ήταν το μεγάλο ιστορικό νόημα που βρισκόταν στη βάση του. Οσο αφηρημένη και ιδεαλιστική κι αν ήταν η μορφή, ωστόσο η ανάπτυξη της σκέψης του βάδιζε παράλληλα με την ανάπτυξης της παγκόσμιας ιστορίας και η δεύτερη είναι στην πραγματικότητα η λυδία λίθος της πρώτης. Kι αν αναποδογυριζόταν έτσι η πραγματική σχέση και στεκόταν με το κεφάλι κάτω, πάντως έμπαινε παντού το πραγματικό περιεχόμενο στη φιλοσοφία. Τόσο περισσότερο, που ο Χέγκελ διέφερε από τους μαθητές του κατά τούτο, ότι δεν περηφανευόταν για την άγνοιά του, αλλά φαίνονται σήμερα πολλά απ' τη φιλοσοφία του της ιστορίας, όμως και τώρα ακόμα είναι αξιοθαύμαστη η μεγαλοπρέπεια της βασικής του αντίληψης, ιδίως όταν συγκρίνει κανείς το Χέγκελ με τους προδρόμους του ή κι ακόμα με κείνους που επέτρεψαν στον εαυτό τους ύστερα από τον Χέγκελ να κάνουν γενικές σκέψεις για την ιστορία. Στη φαινομενολογία, στην αισθητική, στην ιστορία της φιλοσοφίας, παντού υπάρχει αυτή η μεγαλόπρεπη αντίληψη της ιστορίας και παντού το υλικό το πραγματεύεται ιστορικά, σε μια ορισμένη, αν και αφηρημένα ανάποδη συνάρτηση με την ιστορία.
Αυτή η αντίληψη της ιστορίας που άφησε εποχή ήταν η άμεση θεωρητική προϋπόθεση της νέας υλιστικής αντίληψης και μ' αυτό κιόλας δόθηκε ένα σημείο αφετηρίας και για τη λογική μέθοδο. Κι αν αυτή η ξεχασμένη διαλεχτική είχε οδηγήσει κιόλας από την άποψη της «καθαρής σκέψης» σε τέτοια αποτελέσματα, κι αν επιπλέον είχε ξεμπερδέψει σαν παιχνιδάκι με όλη την προηγούμενη λογική και μεταφυσική, τότε θα έπρεπε να υπάρχει σ' αυτή κάτι παραπάνω από σοφιστείες και τριχοδιχοτομήσεις. Η κριτική όμως αυτής της μεθόδου, που τη σκιαζόταν και τη σκιάζεται ακόμα όλη η επίσημη φιλοσοφία δεν ήταν μικρό πράγμα.
Ο Μαρξ ήταν και παραμένει ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να αναλάβει το έργο να απελευθερώσει από τη χεγκελιανή λογική τον πυρήνα, που αποτελεί την πραγματική ανακάλυψη του Χέγχελ στον τομέα αυτό, και να αποκαταστήσει τη διαλεχτική μέθοδο στην πιο απλή της μορφή, απαλλαγμένη από τα ιδεαλιστικά της περικαλύμματα, σαν μια μορφή που γίνεται η μοναδικά πραγματική μορφή της ανάπτυξης της σκέψης. Την επεξεργασία της μεθόδου, που βρίσκεται στη βάση της μεθόδου της κριτικής της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ, τη θεωρούμε ένα αποτέλεσμα που είναι ζήτημα αν υστερεί στη σημασία του από τη βασική υλιστική αντίληψη.
Η κριτική της πολιτικής οικονομίας, ακόμα και σύμφωνα με την αποχτημένη μέθοδο μπορούσε να γίνει με δυο διαφορετικούς τρόπους: ιστορικά ή λογικά. Οπως στην ιστορία, έτσι και στο φιλολογικό της καθρέφτισμα, η εξέλιξη στο σύνολό της προχωρεί από τις πιο απλές στις πιο πολύπλοκες σχέσεις, έτσι και η φιλολογικο-ιστορική εξέλιξη της πολιτικής οικονομίας μας έδινε μια φυσική καθοδηγητική γραμμή από την οποία μπορούσε να πιαστεί η κριτική και τότε οι οικονομικές κατηγορίες θα φανερώνονταν στο σύνολό τους στην ίδια διαδοχική σειρά όπως και στη λογική εξέλιξη. Η μορφή αυτή έχει φαινομενικά το προτέρημα της μεγαλύτερης σαφήνειας, γιατί ακολουθεί την πραγματική εξέλιξη, στην πραγματικότητα όμως η μορφή αυτή στην καλύτερη περίπτωση θα γινόταν περισσότερο δημοφιλής. Η ιστορία προχωρεί συχνά αλματικά και με ζικ ζακ και αν θα έπρεπε να την παρακολουθεί κανείς παντού, θα ήταν υποχρεωμένος να συμπεριλάβει όχι μοναχά πολύ υλικό δευτερεύουσας σημασίας, μα θα έπρεπε ακόμα να διακόπτει συχνά την πορεία της σκέψης του. Επιπλέον δε μπορεί να γραφεί η ιστορία της πολιτικής οικονομίας χωρίς να γραφεί και η ιστορία της ίδιας της αστικής κοινωνίας κι έτσι η δουλειά θα καταντούσε ατέλειωτη, γιατί λείπουν όλες οι σχετικές προεργασίες. Ο μόνος λοιπόν τρόπος χειρισμού του ζητήματος που έχει εδώ τη θέση του ήταν ο λογικός. Αυτός όμως στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο ιστορικός τρόπος, απαλλαγμένος από την ιστορική μορφή και από τις ενοχλητικές συμπτώσεις. Με ό,τι αρχίζει αυτή η ιστορία, μ' αυτό πρέπει ν' αρχίσει και η πορεία της σκέψης και η παραπέρα συνέχισή της δε θα είναι τίποτα άλλο από τo καθρέφτισμα της ιστορικής πορείας σε αφηρημένη και θεωρητικά συνεπή μορφή. Ενα διορθωμένο καθρέφτισμα, διορθωμένο όμως σύμφωνα με τους νόμους που μας προσφέρει η ίδια η πραγματική ιστορική πορεία, όπου το καθετί μπορεί να εξεταστεί στο σημείο ανάπτυξης της πλήρους ωριμότητάς του, της κλασικής του μορφής.
Στη μέθοδο αυτή ξεκινούμε από την πρώτη και την πιο απλή σχέση που υπάρχει ιστορικά, πραγματικά, επομένως από την πρώτη οικονομική σχέση που συναντάμε. Τη σχέση αυτή την αναλύουμε. Και μόνο το γεγονός ότι πρόκειται για μια σχέση, αυτό κιόλας σημαίνει ότι έχει δυο πλευρές, που σχετίζονται μεταξύ τους. Η καθεμιά απ' αυτές τις πλευρές εξετάζεται αυτή καθαυτή. Απ' αυτό προκύπτει το είδος της αμοιβαίας τους σχέσης, η αλληλοεπίδρασή τους. Θα προκύψουν αντιφάσεις που ζητούν μια λύση. Επειδή όμως εδώ δεν εξετάζουμε μια αφηρημένη πορεία σκέψης, που συντελείται μονάχα μέσα στα κεφάλια μας, μα μια πραγματική λειτουργία, που είχε καπότες πραγματικά συντελεστεί ή που συντελείται ακόμα, έτσι και οι αντιφάσεις αυτές θα έχουν αναπτυχθεί στην πράξη και θα έχουν βρει πιθανώς τη λύση τους. Θα παρακολουθήσουμε το είδος αυτής της λύσης και θα βρούμε ότι επετεύχθηκε με την αποκατάσταση μιας νέας σχέσης, που θάχουμε πια να αναπτύξουμε τις δυο αντιτιθέμενες πλευρές της κλπ.
Η πολιτική οικονομία αρχίζει με το εμπόρευμα, απ' τη στιγμή που ανταλλάσσονται μεταξύ τους προϊόντα - είτε από ξεχωριστά άτομα, είτε από πρωτόγονες κοινότητες. Το προϊόν που μπαίνει στην ανταλλαγή είναι εμπόρευμα. Είναι όμως εμπόρευμα, μόνο και μόνο γιατί με το πράγμα, με το προϊόν, συνάπτεται μια σχέση ανάμεσα σε δυο πρόσωπα ή κοινότητες, η σχέση ανάμεσα στον παραγωγό και στον καταναλωτή που δεν είναι πια ενωμένοι σε ένα και το αυτό πρόσωπο. Εδω έχουμε αμέσως μπροστά μας ένα παράδειγμα ενός ιδιόμορφου γεγονότος που περνά μέσα απ' όλη την οικονομία και που δημιούργησε μια άσχημη σύγχυση στα κεφάλια των αστών οικονομολόγων: η πολιτική οικονομία δεν πραγματεύεται πράγματα, αλλά σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα και σε τελευταία ανάλυση ανάμεσα σε τάξεις. Οι σχέσεις αυτές όμως είναι πάντα δεμένες με πράγματα και εμφανίζονται σαν πράγματα. Αυτή τη συνάφεια, που είναι αλήθεια, άρχισε σε μερικές περιπτώσεις να τη διαισθάνεται τούτος ή εκείνος ο οικονομολόγος, την αποκάλυψε πρώτος ο Μαρξ σ' όλη τη σημασία της για ολόκληρη την πολιτική οικονομία και έκανε έτσι τόσο απλά και ξεκάθαρα τα πιο δύσκολα προβλήματα που θα μπορούν τώρα να τα καταλάβουν ακόμα και οι αστοί οικονομολόγοι.
Αν εξετάσουμε τώρα το εμπόρευμα απ' όλες τις διαφορετικές του πλευρές, και μάλιστα το εμπόρευμα στην πλήρη του εξέλιξη και όχι όπως μόλις εξελίσσεται, βασανιστικά, στο πρωτόγονο ανταλλαχτικό εμπόριο ανάμεσα σε δυο αρχέγονες κοινότητες, τότε μας φανερώνεται από τις δυο σκοπιές της αξίας χρήσης και της ανταλλαχτικής αξίας, κι έτσι μπαίνουμε αμέσως στο πεδίο της οικονομικής συζήτησης. Οποιος θέλει ν' αποκτήσει ένα χτυπητό παράδειγμα για το ότι η γερμανική διαλεχτική μέθοδος, στη σημερινή βαθμίδα της διαμόρφωσής της, υπερέχει τουλάχιστο τόσο από την παλιά πρόστυχη και φλύαρη, μεταφυσική μέθοδο, όσο ο σιδηρόδρομος από τα μεταφορικά μέσα του μεσαίωνα, ας διαβάσει στον Ανταμ Σμιθ ή σε έναν άλλο οποιοδήποτε φημισμένο επίσημο οικονομολόγο, τι βάσανα δημιούργησαν στους κυρίους αυτούς η ανταλλαχτική αξία και η αξία χρήσης, πόσο δύσκολα τους έρχεται να τις ξεχωρίσουν όπως πρέπει και ν' αντιληφθούν την καθεμιά απ' αυτές στην ιδιόμορφη, καθοριστικότητά τους, και ας συγκρίνει κατόπι την πεντακάθαρη, απλή έκθεση του Μαρξ.
Κι αφού έχει πια εξηγηθεί η αξία χρήσης και η ανταλλαχτική αξία, περιγράφεται το εμπόρευμα σαν άμεση ενότητα και των δυο, όπως εμφανίζεται στο προτσές της ανταλλαγής. Τι αντιφάσεις προκύπτουν απ' αυτό, μπορεί να το διαβάσει ο αναγνώστης στις σελίδες 20 και 21. Σημειώνουμε μονάχα ότι οι αντιφάσεις αυτές δεν έχουν μόνο θεωρητικό, αφηρημένο ενδιαφέρον αλλά ταυτόχρονα καθρεφτίζουν τις δυσκολίες, τις αδυνατότητες, που προέρχονται από τη φύση της άμεσης σχέσης ανταλλαγής, του απλού ανταλλαχτικού εμπορίου και στις οποίες καταλήγει αναγκαστικά αυτή η πρώτη χοντροκομμένη μορφή της ανταλλαγής. Η λύση αυτών των αδυνατοτήτων βρίσκεται στο ότι η ιδιότητα της εκπροσώπευσης της ανταλλαχτικής αξίας όλων των άλλων εμπορευμάτων μεταβιβάστηκε σ' ένα ειδικό εμπόρευμα - στο χρήμα. Το χρήμα ή η απλή κυκλοφορία αναπτύσσεται στο δεύτερο κεφάλαιο και μάλιστα: 1) το χρήμα σα μέτρο των αξιών, με το οποίο καθορίζεται πιο άμεσα η αξία που μετριέται με το χρήμα, η τιμή. 2) το χρήμα σαν μέσο κυκλοφορίας και 3) το χρήμα σα μονάδα και των δυο καθορισμών του σαν πραγματικό χρήμα, σαν εκπρόσωπο όλου του υλικού αστικού πλούτου. Μ' αυτό κλείνει η έκθεση του πρώτου τόμου και παραμένει για το δεύτερο η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο.
Ετσι βλέπουμε πως με τη μέθοδο αυτή δεν υποχρεώνεται η λογική έκθεση να σταματήσει στο καθαρά αφηρημένο πεδίο. Απεναντίας, χρειάζεται την ιστορική απεικόνιση, τη διαρκή σκέψη με την πραγματικότητα. Γι' αυτό τα παραδείγματα αυτά παρεμβάλλονται εδώ σε μεγάλη ποικιλία. Και παρεμβάλλονται συγκεκριμένα, τόσο με υποδείξεις για την πραγματική ιστορική πορεία στις διάφορες βαθμίδες της κοινωνικής εξέλιξης, όσο και με υποδείξεις στην οικονομική φιλολογία, που από την αρχή έχουν σκοπό να συντελέσουν στην επεξεργασία πεντακάθαρων ορισμών των οικονομικών σχέσεων. Η κριτική των ξεχωριστών, λίγο πολύ μονόπλευρων και μπερδεμένων τρόπων αντίληψης δίνεται στην ουσία μέσα στην ίδια τη λογική εξέλιξη και μπορεί να συνοψιστεί με δυο λόγια.
Σ' ένα τρίτο άρθρο7 θα μιλήσουμε για το οικονομικό περιεχόμενο του ίδιου βιβλίου.
Γράφτηκε από τον Φ. Ενγκελς το πρώτο μισό του Αυγούστου 1859. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ντας Φολκ» της 6 και 20 του Αυγούστου 1859. Χωρίς υπογραφή.
Σύμφωνα με το κείμενο της εφημερίδας
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η πρωσο-γερμανική τελωνειακή ένωση σχηματίστηκε την 1η του Γενάρη 1834 από την Πρωσία και από μια σειρά άλλα κράτη, μέλη της γερμανικής ομοσπονδίας. Η Αυστρία δεν ανήκε στην τελωνειακή ένωση. (Σημ. Σύντ.)
2. Hπειρωτικό σύστημα: η πολιτική του αποκλεισμού της εισαγωγής αγγλικών εμπορευμάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που την εφάρμοσε ο Ναπολέων Α'. Η εφαρμογή αυτού του συστήματος είχε αρχίσει το 1806 μ' ένα διάταγμα και συμμετείχαν η Ισπανία, η Νεάπολη, η Ολλανδία, αργότερα και η Πρωσία, Δανία, Ρωσία, Αυστρία και άλλες χώρες. (Σημ. Σύντ.).
3. Καμεραλιστική: ένας κύκλος από διοικητικές, ιδωτικές και οικονομικές επιστήμες, που διδάσκονται σε αστικά πανεπιστήμια. (Σημ. Σύντ.)
4. Βλέπε σελ. 422-427 αυτού του τόμου. (Σημ. Σύντ.)
5. «Das Volk» («Ο λαός»): γερμανική εφημερίδα που έβγαινε στο Λονδίνο από το Μάη ως τον Αύγουστο του 1889 με τη στενή συνεργασία του Μαρξ. (Σημ. Σύντ.)
6. Διάδοχοι: λέγονται οι επίγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο εμφύλιος πόλεμος που άναψε ανάμεσά τους ύστερα από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου οδήγησε στην κατάρρευση της μακεδονικής κοσμοκρατορίας. Ο Ενγκελς χρησιμοποιεί ειρωνικά το όνομα αυτό για τους εκπροσώπους της χεγκελιανής σχολής στα γερμανικά πανεπιστήμια (Σημ. Συντ.)
7. Το τρίτο αυτό άρθρο δε δημοσιεύτηκε και ούτε βρέθηκε το χειρόγραφό του. (Σημ. Συντ.)