ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 31 Γενάρη 2010
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ «ΚΙΝΗΤΡΑ»
Πλήρη ασυδοσία απαιτεί το κεφάλαιο στον πολιτισμό

Με αφορμή την κρίση, το κεφάλαιο θεωρεί «μη προσαρμοσμένη» με τις ανάγκες του την πολιτική «πολιτιστικών» φοροαπαλλαγών του αστικού κράτους

Γρηγοριάδης Κώστας

Ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία... για τον εαυτό του, δηλαδή ακόμη μεγαλύτερη ασυδοσία, απαιτεί το κεφάλαιο από τα αστικά κράτη και στον πολιτισμό, με αφορμή την κρίση του. Οπως σε κάθε παράμετρο και κλάδο της οικονομίας και της κοινωνίας, με αιχμή πάντα την προσπάθεια για εξευτελισμό της εργατικής δύναμης και κατάργηση κάθε ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων που κατέκτησαν με αιματηρούς αγώνες οι εργαζόμενοι, έτσι και στον τομέα του πολιτισμού, οι προαποφασισμένες επιλογές του, επιχειρείται να εμφανιστούν σήμερα ως... «έκτακτες ανάγκες» λόγω της οικονομικής κρίσης.

Οπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις, τη σχετική «συζήτηση» ανοίγουν οι διάφοροι «οίκοι» αναλύσεων και επιχειρηματικών συμβουλών, οι οποίοι κυρίως απευθύνονται προς τις κυβερνήσεις, για να τις «προσανατολίσουν», ουσιαστικά, πάνω στο τι ζητάνε τώρα οι «αγορές». Αρα, και στο τι θα πρέπει να περιμένουν οι λαοί, στην προκειμένη περίπτωση και οι δημιουργοί και γενικά οι εργαζόμενοι στον πολιτισμό, σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής.

«Απλοποιήστε» την κερδοφορία...

Πρόσφατα, μια εταιρεία του είδους, η «Ernst & Young», δημοσιοποίησε τα συμπεράσματά της από μια «συγκριτική φορολογική μελέτη», η οποία εξέτασε τα «δημοσιονομικά μέτρα και τα κίνητρα που εφαρμόζονται σε 14 χώρες (σ.σ. Γερμανία, Βραζιλία, Καναδάς, Κίνα, Νότια Κορέα, Ισπανία, ΗΠΑ, Γαλλία, Ιαπωνία, Ινδία, Ιταλία, Μεξικό, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσία) με στόχο την τόνωση των πολιτιστικών δραστηριοτήτων». Παράλληλα, η μελέτη «διερευνά επίσης ποια είδη δραστηριοτήτων τείνουν να προωθούν οι κυβερνήσεις μέσω των φορολογικών πολιτικών». Για την ιστορία, η μελέτη παρουσιάστηκε στο Φόρουμ της Αβινιόν (Γαλλία), όπου συναντιούνται στελέχη επιχειρήσεων, ΜΜΕ και του τομέα της τέχνης.

Οπως προκύπτει από την έρευνα, όλες οι χώρες ασκούν πολιτική «κινήτρων» προς τον ιδιωτικό τομέα («φορολογικές εκπτώσεις, μειωμένοι φόροι, εκπτώσεις φόρων, φοροαπαλλαγές κλπ.»), ενώ 9 από αυτές (Βραζιλία, Κίνα, Γαλλία, Γερμανία, Ινδία, Ιταλία, Νότια Κορέα, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο) «διαθέτουν ειδικούς φόρους για τη συγκέντρωση εισοδήματος (προμήθειες για τηλεοπτικές άδειες, φορολογία επί των πωλήσεων προϊόντων τέχνης κλπ.)». Οι υπόλοιπες δεν κάνουν ούτε καν αυτό.

Τα περισσότερα επενδυτικά «κίνητρα» απολαμβάνει το κεφάλαιο του οπτικοακουστικού. Είναι όμως χαρακτηριστικό, ότι πλέον ο προσανατολισμός της κρατικής πολιτικής σε αυτόν τον τομέα, δεν είναι η ανάπτυξη των εθνικών κινηματογραφιών (τουλάχιστον όχι προς όφελος δημιουργών και κοινού) αλλά η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Συγκεκριμένα σημειώνεται ότι «οι φορολογικές πολιτικές με στόχο την προώθηση της κινηματογραφικής βιομηχανίας ενθαρρύνουν, κατά κύριο λόγο, την ανάπτυξη στον τομέα αυτό σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο και προσπαθούν να διευκολύνουν τις επενδύσεις και να προσελκύσουν περισσότερες ομάδες παραγωγής από το εξωτερικό».

Ομως, φαίνεται πως και αυτά δεν αρκούν για το κεφάλαιο: «Ωστόσο, πολλά φορολογικά κίνητρα που αφορούν τον κινηματογράφο είναι συχνά εξαιρετικά πολύπλοκα, γεγονός που αποτελεί εμπόδιο για λιγότερο εξελιγμένες ομάδες παραγωγής». Μάλιστα, σύμφωνα με στέλεχος της «E&Y», «ίσως δεν είναι πολύ αργά για να γίνει κάτι ώστε οι χώρες με πραγματική κινηματογραφική βιομηχανία να πάψουν να μετριούνται στα δάχτυλα. Τα φορολογικά κίνητρα πρέπει να είναι διαθέσιμα σε διεθνείς κινηματογραφιστές»!

Η παραπάνω διαπίστωση παραπλανά, προφανώς συνειδητά. Ταυτίζει την εθνική κινηματογραφία με την κινηματογραφική βιομηχανία, πράγματα δηλαδή εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Ανάπτυξη της εγχώριας κινηματογραφίας με όρους κόστους και κέρδους, σε λογιστικό επίπεδο, αποτελεί το καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης του κινηματογράφου ως καθαρά εμπορικού προϊόντος. Σε οικονομικό επίπεδο σημαίνει εισβολή των πολυεθνικών του θεάματος, συντριπτική κυριαρχία σε παραγωγή και διανομή, εξαφάνιση των εγχώριων δημιουργών ή, στην «καλύτερη» περίπτωση, μετατροπή τους σε χαμηλόμισθους υπο-βοηθούς και κομπάρσους των ξένων παραγωγών. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, όπως έχει δείξει η πείρα με το άπλετο άνοιγμα των κινηματογραφικών υποδομών των πρώην σοσιαλιστικών χωρών στις ξένες παραγωγές, οι πρώτες, δεν κερδίζουν προοπτικά τίποτα στην ανάπτυξη του δικού τους κινηματογράφου. Μάλιστα, όταν οι ξένες εταιρείες βρουν παραδίπλα κάτι φθηνότερο, απλώς αλλάζουν χώρα. Το γεγονός όμως ότι βγαίνουν τέτοια συμπεράσματα όπως τα παραπάνω, δείχνει ότι η τάση είναι η πλήρης «απελευθέρωση» της οπτικοακουστικής αγοράς, όπου... «δημιουργικό» θα είναι πλέον ό,τι θα είναι κερδοφόρο.

Αυτά τα συμπεράσματα αφορούν άμεσα και σε μας. Θυμίζουμε ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως κόμματος, «φλερτάρουν» συνεχώς με την «ιδέα» της παράδοσης της «τύχης» του ελληνικού σινεμά στις ξένες παραγωγές ή «συμπαραγωγές», πάντα με βάση τα οικονομικά «κίνητρα» και την ολοκληρωτική ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα στην παραγωγή και τη διανομή.

Η σημερινή «προστασία»

Σε ένα τοπίο πλήρους μετατροπής του πολιτισμού σε εμπόρευμα, το αστικό κράτος εξακολουθεί να εφαρμόζει μια σειρά μέτρων που είχαν ληφθεί σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης του καπιταλισμού και κάτω από την πίεση που ασκούσε η πολιτιστική πολιτική του σοσιαλισμού και τα εγχώρια πολιτιστικά κινήματα στις καπιταλιστικές χώρες. Ακόμα κι αυτά όμως δεν αγγίζουν την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η μελέτη θεωρεί ως μέτρα «διαφύλαξης της κληρονομιάς» το παράδειγμα της Γαλλίας, π.χ., όπου έχει θεσμοθετηθεί εισφορά ύψους 1% επί των δημοσίων έργων υπέρ των τεχνών. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ο εργολάβος θα πρέπει να δώσει το 1% του εγκεκριμένου προϋπολογισμού για οποιοδήποτε δημόσιο έργο για την απόκτηση ενός έργου τέχνης από έναν καλλιτέχνη εν ζωή, το οποίο πρέπει να τοποθετηθεί στο υπό ανέγερση κτίριο. Ουσιαστικά όμως, αυτός που αγοράζει δεν είναι ο εργολάβος, αλλά το κράτος, αφού το 1% υπολογίζεται επί της συνολικής δαπάνης του έργου...

Αναλόγως, στην Ισπανία, ισχύει μείωση του φόρου εισοδήματος μέχρι και 15% για ιδιώτες και εταιρείες που αποκτούν αντικείμενα της ισπανικής πολιτιστικής κληρονομιάς και βρίσκονται εκτός Ισπανίας, με την προϋπόθεση να μεταφερθούν εντός της χώρας τουλάχιστον για διάστημα τεσσάρων ετών. Εκτός από το ότι τα αντικείμενα αυτά έτσι κι αλλιώς ανήκουν στον ιδιώτη, μετά την πάροδο των τεσσάρων ετών, αυτός προφανώς θα μπορεί να τα κάνει ό,τι θέλει.

Και ερχόμαστε... στο «πάπλωμα». Ολα τα παραπάνω αποτελούν για τους αστούς αναλυτές «τεκμήρια» για αλλαγές επί τω αντιδραστικότερω. Ετσι, στο τέλος της ανακοίνωσής της, η εταιρεία «αναρωτιέται», αν «η ύφεση απειλεί την παροχή κινήτρων με τη μορφή "πολιτιστικών φορολογικών κινήτρων"». Και εξηγεί (σ.σ. οι υπογραμμίζεις δικές μας): «Τη στιγμή που σε πολλές χώρες το δημόσιο χρέος κυμαίνεται σε σχεδόν πρωτοφανή επίπεδα, είναι αναμενόμενο να προκύψουν προβλήματα σε σχέση με το φορολογικό σύστημα που υποστηρίζει τον πολιτισμό (...) οι δημοσιονομικές πολιτικές που σχετίζονται με τον πολιτισμό πρέπει να επανεξεταστούν επειγόντως, προκειμένου οι προσπάθειες να επικεντρωθούν στα φορολογικά κίνητρα που ενθαρρύνουν περισσότερο την οικονομική δραστηριότητα, διατηρώντας παράλληλα την ικανότητα να ωφελούν τη συνολική πολιτιστική υγεία του κράτους και των πολιτών του»!

Η τελευταία φράση ανήκει στην ίδια κατηγορία με τα ιδεολογήματα περί... «υγιούς ανταγωνισμού», «υγιούς επιχειρηματικότητας» και - κάτι που συναντάμε σε κάθε νόμο που μετατρέπει τη δημόσια διαχείριση σε ιδιωτικοοικονομική - «ιδιωτικοοικονομική λειτουργία, χάριν του δημοσίου συμφέροντος»..!

Πάντως, το «χοντρό παιχνίδι» φαίνεται πως θα παιχτεί στον τομέα των νέων τεχνολογιών. Αλλο στέλεχος της «Ernst & Young» σημειώνει: «(...) τα εργαλεία φορολογικών πολιτικών δεν προσαρμόζονται πάντα εύκολα στα νέα επιχειρηματικά μοντέλα, σε περιόδους ραγδαίων αλλαγών στις αγορές. Ενα από τα πράγματα που έδειξε η έρευνα είναι ότι οι φορολογικές πολιτικές πρέπει να απευθύνονται στο τεχνικό και λειτουργικό κομμάτι της ψηφιακής οικονομίας και των παροχών υπηρεσιών διαδικτύου»...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ