ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Νοέμβρη 2008
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Διαχείριση ή ανατροπή;

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται! Ετσι και το οπορτουνιστικό ρεύμα του εργατικού κινήματος προσφέρει σήμερα τις πολύτιμες υπηρεσίες του στην άρχουσα τάξη, σε μια κρίσιμη γι' αυτήν περίοδο. Μια περίοδο που δημιουργούνται αντικειμενικές προϋποθέσεις συνειδητοποίησης του εργατικού κινήματος, προώθησης και επιτάχυνσης της διαδικασίας συγκρότησης της λαϊκής συμμαχίας ενάντια στην εξουσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Σ' αυτήν την περίοδο έχουν εξαιρετική σημασία οι σαφείς απαντήσεις, σχετικά με τα θεμελιακά ζητήματα των αιτιών της κρίσης, του πλαισίου μέσα στο οποίο αναζητείται η λύση, των προγραμματικών κατευθύνσεων που προτείνει η κάθε πολιτική δύναμη.

Καμιά στρατηγική κατεύθυνση δεν μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια και τη νικηφόρα προοπτική του κινήματος, αν δεν ξεκαθαρίσει αυτά τα ζητήματα.

Είναι η παρούσα κρίση αποτέλεσμα του καπιταλισμού - καζίνο, όπως ισχυρίζεται το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) στην απόφαση της τελευταίας συνόδου του; Είναι τέκνο της χρεοκοπημένης στρατηγικής των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων, όπως τονίζει στις παρεμβάσεις του ο πρόεδρος του ΣΥΝ; Είναι κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, για την οποία ευθύνονται η ασυδοσία των ομίλων του, η απουσία αυστηρού κρατικού ελέγχου και τα νέα πιστωτικά παράγωγα με τις δαιδαλώδεις διαδρομές τους; Είναι αποκλειστικός αντίπαλος η κερδοσκοπική δράση των τραπεζών, την οποία έχουν τάχα συμφέρον να αντιμετωπίσουν από κοινού οι δυνάμεις της πραγματικής οικονομίας, δηλαδή το βιομηχανικό κεφάλαιο, αγκαλιά με την εργατική τάξη;

Το ΚΚΕ έγκαιρα πήρε σαφή θέση για τις εξελίξεις, εκτιμώντας ότι πρόκειται για κρίση της καπιταλιστικής παραγωγής και οικονομίας. Γενικά, η κρίση δεν εκδηλώνεται ταυτόχρονα σ' όλους τους τομείς. Ούτε αποτελεί νέο φαινόμενο να προηγηθεί η έντονη εκδήλωσή της στο χρηματοπιστωτικό τομέα.

Και σ' αυτήν την κρίση αναδεικνύονται όλες οι βασικές όψεις και εκφράσεις της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, μπορούμε να δούμε πού οδηγεί για άλλη μια φορά η αναρχία της παραγωγής, η δυσαναλογία της ανάπτυξης μεταξύ τομέων και κλάδων, η αντίθεση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, που οξύνεται καθώς μειώνεται το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και περιορίζεται η καταναλωτική της δύναμη.

Αρκεί να παρατηρήσουμε τις εξελίξεις στον κατασκευαστικό και χρηματοπιστωτικό τομέα των ΗΠΑ, με την εκδήλωση της κρίσης υπερπαραγωγής.

Εκεί θα συναντήσουμε τους κατασκευαστικούς ομίλους που αυξάνουν άναρχα την παραγωγή κυνηγώντας το πρόσθετο κέρδος, καθώς και τη συνεχή ραγδαία άνοδο των τιμών την περίοδο 2000-2006.

Θα δούμε, επίσης, τον αρχικό υπέρμετρο δανεισμό της λαϊκής οικογένειας για να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες της, αφού το λαϊκό εισόδημα είχε συρρικνωθεί από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, καθώς και την αδυναμία της λαϊκής οικογένειας να καλύψει τα χρέη στη συνέχεια.

Θα διαπιστώσουμε ότι τα φθηνά και επισφαλή δάνεια που χορηγούσε ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν αποτελούσαν μια τυχοδιωκτική επιλογή των νεοφιλελεύθερων οπαδών της ανεξέλεγκτης αγοράς. Διαμόρφωσαν προσωρινή κερδοφόρα διέξοδο σε υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια και διατήρησαν για ένα διάστημα ένα υψηλότερο επίπεδο καπιταλιστικής παραγωγής, αναντίστοιχο με την πραγματική αγοραστική δύναμη που υπήρχε στην κοινωνία. Οι κερδοσκοπικές κινήσεις και οι δαιδαλώδεις διαδρομές των πιστωτικών παραγωγών, η σχετική αυτονόμηση της κίνησης του πιστωτικού κεφαλαίου, φυσικά, διόγκωσαν το πρόβλημα. Πολλές τράπεζες μέσα στις συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού ενδιαφέρθηκαν για τη δημιουργία μεγάλου όγκου δανείων, τα οποία τιτλοποίησαν και πούλησαν, αδιαφορώντας για την ικανότητα των δανειζομένων να αποπληρώσουν το χρέος.

Ολες αυτές οι εξελίξεις εκφράζουν σε τελευταία ανάλυση τις νομοτέλειες και τον αντιδραστικό χαρακτήρα της ανταγωνιστικής καπιταλιστικής αγοράς. Αφορούν όλες τις μορφές του κεφαλαίου, το βιομηχανικό, το εμπορικό και το τραπεζικό κεφάλαιο.

Χωρίς τα «επισφαλή ενυπόθηκα δάνεια» του χρηματοπιστωτικού τομέα, δε θα μπορούσαν να αναπτυχθούν η βιομηχανία κατασκευών και οι συναφείς κλάδοι της μεταποίησης στις ΗΠΑ την περίοδο 2000-2006. Πλήθος βιομηχανικών ομίλων επένδυσαν επίσης και κέρδιζαν για αρκετά χρόνια από το χρηματιστήριο και τις νέες μορφές δανειοδότησης.

Οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα λόγο να εγκλωβιστούν στην αντιπαράθεση τραπεζών και βιομηχανικού κεφαλαίου για τα μερίδια της υπεραξίας που θα καρπωθεί κάθε πλευρά. Ούτε να συνεργαστούν με κάποια πτέρυγα των εκμεταλλευτών τους απέναντι στην άλλη. Ιδιαίτερα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, όπου η συγχώνευση του βιομηχανικού και του τραπεζιτικού κεφαλαίου, ο σχηματισμός και η δράση του χρηματιστικού κεφαλαίου, είναι ορατά στον καθένα. Οι ίδιοι μεγαλομέτοχοι ελέγχουν, για παράδειγμα, στη χώρα μας τη Eurobank και τα διυλιστήρια των ΕΛΠΕ και της ΠΕΤΡΟΛΑ, στο μονοπωλιακό όμιλο της Εθνικής Τράπεζας ανήκουν οι ξενοδοχειακές μονάδες του «Αστέρα» Βουλιαγμένης κλπ.

Εξάλλου όλοι οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί ομολογούν σήμερα το αυτονόητο. Ανεξάρτητα από το βάθος και το χρόνο εκδήλωσης και διάρκειάς της, η κρίση αγκαλιάζει το σύνολο της οικονομίας σε ΗΠΑ και ΕΕ και όχι μόνο το χρηματοπιστωτικό τομέα. Η δυσκολία διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και η σημαντική απαξίωσή του, η επιβράδυνση στην παραγωγή ομολογείται από τους σημαντικότερους αναλυτές.

Αυτήν τη μεγαλύτερη εσωτερική δυσκολία της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου επιχείρησε να αντιμετωπίσει η στρατηγική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων από τη δεκαετία του '90. Δεν ήταν τυχαία η αντικατάσταση της κεϋνσιανής από τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση στη διακυβέρνηση τόσο από φιλελεύθερα αστικά, όσο και από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ηταν εσωτερική ανάγκη του καπιταλιστικού συστήματος να «απελευθερώσει» την κίνηση του κεφαλαίου και της εργασίας, να διευκολύνει και να επιταχύνει τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Η στρατηγική αυτή προσπάθησε να απαντήσει στις ζωτικές ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Το ζήτημα για την εργατική τάξη δεν είναι η αναζήτηση μια νέας μορφής διαχείρισης του εκμεταλλευτικού συστήματος που γεννά τις κρίσεις. Καμιά πολιτική διαχείρισης δεν μπορεί να απαλλάξει τον ιμπεριαλισμό από τον παρασιτικό του χαρακτήρα, που εδράζεται στη μετοχική καπιταλιστική εταιρεία, στο μονοπώλιο. Η βαρβαρότητα του καπιταλισμού δεν εξανθρωπίζεται είτε κρατικοποιηθούν χρεοκοπημένες τράπεζες, είτε αφεθούν να πτωχεύσουν και να συγχωνευτούν. Η κρατική επιδότηση και η επανακρατικοποίηση υπερχρεωμένων μονοπωλιακών ομίλων δε συνιστά φυσικά φιλολαϊκή προοδευτική στροφή και, βέβαια, θα έχει προσωρινό χαρακτήρα και μικρότερη έκταση συγκριτικά με τις δεκαετίες του '50 και του '60.

Αυτό που μπορεί βέβαια να συμβεί από κρατικές παρεμβάσεις, που επιβραδύνουν ή αναστέλλουν προσωρινά την απαξίωση κεφαλαίων, είναι η εντονότερη εκδήλωση της κρίσης στη συνέχεια. Με δεδομένο μάλιστα ένα σχετικό συγχρονισμό της κυκλικής πορείας της κρίσης στις ΗΠΑ και στην ΕΕ, οι εξελίξεις μπορούν να γίνουν ακόμα πιο επικίνδυνες για τους λαούς. Η πιθανότητα αναζήτησης διεξόδου σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις αυξάνει σε μια συγκυρία που μεταβάλλεται ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, σε βάρος των ΗΠΑ. Οι πρόσφατες εξελίξεις στο Ιράκ, στο Λίβανο και στη Συρία, στη Γεωργία, στο Πακιστάν αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Η στάση απέναντι στην ΕΕ

Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, η στάση που κρατά κάθε πολιτική δύναμη απέναντι στα ιμπεριαλιστικά κέντρα αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

Η γραμμή της διαχείρισης του συστήματος του ΚΕΑ παρουσιάζει την ΕΕ σαν ουδέτερο πεδίο πάλης, προβάλλει την απατηλή διέξοδο του μετασχηματισμού της ΕΕ σε «δημοκρατική και κοινωνική Ευρώπη» μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές, συγκαλύπτοντας τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ευρωενωσιακής συγκρότησης.

Μέσα σ' αυτό το ασφυκτικό κοινοτικό πλαίσιο, ο ΣΥΝ προτείνει στη σημερινή συγκυρία γενικόλογες θέσεις για τον έλεγχο στην κίνηση των κεφαλαίων και για την επανεξέταση της «απελευθέρωσης» των αγορών τομέων στρατηγικής σημασίας. Αγνοεί, τάχα, τον ταξικό χαρακτήρα της διαδικασίας ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης; Δεν κατανοεί τους ιδρυτικούς στόχους και την εξέλιξη αυτής της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας των καπιταλιστικών κρατών στην Ευρώπη; Δεν αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για συμμαχική πορεία κοινών στοχεύσεων του μονοπωλιακού κεφαλαίου των ευρωπαϊκών κρατών, ώστε να αντεπεξέλθουν στο διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό; Αγνοούσε τις συνέπειες της Συνθήκης του Μάαστριχτ (την οποία ψήφισε), σχετικά με την «απελευθέρωση» της κίνησης του κεφαλαίου, της εργασίας, των εμπορευμάτων στην ευρωενωσιακή αγορά και με την απογείωση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων; Παραγνωρίζει, από την άλλη, την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και το βάθεμα της ανισόμετρης ανάπτυξης στην Ευρώπη και στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, όταν αναφέρεται σε ουσιαστικό διακρατικό έλεγχο της κίνησης του κεφαλαίου;

Κατά τη γνώμη μας, οι θέσεις αυτές δεν είναι προϊόν άγνοιας ή συγχύσεων. Συνιστούν συνειδητή προσπάθεια συμβιβασμού στις νέες συνθήκες και συμμετοχής σε «κεντροαριστερά» σενάρια κυβερνητικής διαχείρισης της κρίσης. Ο πρόεδρος του ΚΕΑ, Λ. Μπίσκι, αναφέρεται μάλιστα στα «επιτυχημένα παραδείγματα» συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία στη Νορβηγία και το κρατίδιο του Βερολίνου.

Οσο οι προτάσεις και οι στόχοι του οπορτουνιστικού ρεύματος συγκεκριμενοποιούνται, τόσο πιο φανερό γίνεται το προαναφερόμενο συμπέρασμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας και υιοθέτηση νέων κριτηρίων σύγκλισης στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Αναφέρεται στα κριτήρια της σταθερής απασχόλησης και της προστασίας του περιβάλλοντος.

Ομως, το Σύμφωνο Σταθερότητας δεν αποτελεί αυθαίρετη επιλογή κάποιων νεοφιλελεύθερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Αποτελεί στην πράξη ένα πλαίσιο επιτήρησης και πειθαρχίας των εθνικών κυβερνήσεων σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική που θα ακολουθήσουν, με στόχο τον έλεγχο της πληθωριστικής εξέλιξης του κοινού νομίσματος. Με το Σύμφωνο Σταθερότητας, ο κοινοτικός ιμπεριαλισμός επιχειρεί να διασφαλίσει την υλοποίηση της κοινής νομισματικής πολιτικής και τη θωράκιση του ευρώ, σα μέσου συγκόλλησης ανισόμετρων οικονομιών των κρατών - μελών. Θωράκιση του ευρώ από την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης στο εσωτερικό της ευρωζώνης και από τον πιθανό μη συγχρονισμό του καπιταλιστικού κύκλου της κρίσης σε διάφορα κράτη - μέλη.

Πόσο αξιόπιστη, λοιπόν, είναι μια πολιτική δύναμη που αποδέχεται το ευρώ και την ΟΝΕ και, ταυτόχρονα, ζητά κατάργηση του Συμφώνου;

Στην ουσία, βέβαια, στηρίζει τη θέση για πιο ευέλικτη εφαρμογή του Συμφώνου, ώστε να διευκολυνθεί η πολιτική της κρατικής ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού τομέα και της τόνωσης των επενδύσεων στα κράτη - μέλη.

Πρόκειται για πρόταση, που υιοθετεί σ' ένα βαθμό και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αν δούμε τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Οκτώβρη. Εκεί τονίζεται ότι «η εφαρμογή του Συμφώνου πρέπει να αντανακλά τις σημερινές έκτακτες συγκυρίες».

Η συγκεκριμένη πρόταση «χαλαρότερης εφαρμογής του Συμφώνου» δε συνιστά φιλολαϊκή, προοδευτική στροφή. Δε θίγει τη βάση συγκρότησης του ευρωενωσιακού οικοδομήματος, δηλαδή τα στρατηγικά συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Οριοθετείται αντικειμενικά με βάση τους στόχους της κοινοτικής πολιτικής για τη θωράκιση του ευρώ ως κοινού νομίσματος και για την προστασία της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων.

Ο χαρακτήρας της πρότασης είναι εξίσου αντιλαϊκός. Φορτώνει, απλά με διαφορετικό τρόπο, τα βάρη της διαχείρισης της κρίσης και πάλι στους εργαζόμενους. Αφού αυτοί και όχι το μεγάλο κεφάλαιο θα κληθούν στη συνέχεια να πληρώσουν το αυξανόμενο δημόσιο χρέος.

Αντίστοιχα πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς και το αίτημα του «δημοκρατικού ελέγχου» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ώστε να αποτελέσει τάχα νέο σκοπό της η μείωση της ανεργίας, σαν πλήρης διάρρηξη της σχέσης οικονομίας - πολιτικής.

Ο μεγαλύτερος πολιτικός έλεγχος της ΕΚΤ το μόνο που μπορεί να μεταβάλει είναι την καλύτερη αποτύπωση του συσχετισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ, στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Στο πλαίσιο του καπιταλισμού, δεν μπορούν να υπάρξουν κρατικές και διακρατικές ρυθμίσεις που αντιστρατεύονται τα στρατηγικά συμφέροντα της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Εκτός αν το ΚΕΑ θεωρεί ότι η ενίσχυση των επενδύσεων στη σφαίρα της παραγωγής αποτελεί τη λύση στο πρόβλημα της ανεργίας.

Δυστυχώς γι' αυτούς, η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, η ανισόμετρη ανάπτυξη τομέων και κλάδων, η εξέλιξη του κύκλου της κρίσης, ο ρόλος που παίζει για το κεφάλαιο ο εφεδρικός στρατός, εξηγούν γιατί η ανεργία είναι σύμφυτη με τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής.

Αποδεικνύεται, λοιπόν, για μια ακόμη φορά πως η στάση απέναντι στην ΕΕ είναι καθοριστικό στοιχείο για το χαρακτήρα και τον ταξικό προσανατολισμό κάθε πολιτικής δύναμης. Ιδιαίτερα σήμερα, που η νομιμοποίηση της ΕΕ κινείται σε φθίνουσα γραμμή στα μάτια των λαών. Το όραμα για την Ευρώπη του σοσιαλισμού μπορεί να ενσαρκωθεί με επαναστατική ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας, σε κάθε κράτος της Ευρώπης ξεχωριστά, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες.

Φυσικά, η ανάπτυξη του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος σε διεθνές επίπεδο έχει επίσης μεγάλη σημασία. Γι' αυτό και η αποφασιστική αντιπαράθεση με τις πολιτικές δυνάμεις που καλλιεργούν τη λογική του μονόδρομου της ΕΕ αποτελεί βασικό καθήκον για το επαναστατικό ρεύμα του εργατικού κινήματος.

Επιστροφή στον Κέυνς ή λαϊκή αντεπίθεση;

Αυτή η διαχωριστική γραμμή εκφράζεται σήμερα με σαφήνεια στο εργατικό και λαϊκό κίνημα στη χώρα μας.

Είναι ώρα για ξεκάθαρες και σαφείς απαντήσεις:

Θα περιοριστεί το κίνημα στο άσφαιρο αίτημα της αντικατάστασης της κυβέρνησης Καραμανλή ή θα συγκρουστεί για την ανατροπή της πολιτικής του ευρωμονόδρομου, που προωθούν σταθερά και οι δυο πόλοι του δικομματισμού στην Ελλάδα και στην Ευρώπη;

Θα εγκλωβιστεί στα δίχτυα της ταξικής συνεργασίας, της αναζήτησης διαχειριστικών προτάσεων για την κατανομή των βαρών της επερχόμενης κρίσης στην Ελλάδα ή θα υψώσει ψηλά τη σημαία της ταξικής πάλης, τη σημαία της απαίτησης να ικανοποιηθούν οι λαϊκές ανάγκες, με βάση τον κοινωνικό πλούτο που παράγεται στη χώρα όλα αυτά τα χρόνια;

Στον πρώτο δρόμο της υποταγής και της ήττας οδηγούν οι απατηλές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για: Μια κρατική παρέμβαση που θα ικανοποιεί τάχα τις λαϊκές ανάγκες, δίνοντας νέα ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη, διαιωνίζοντας δηλαδή το σύστημα της εκμετάλλευσης.

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ασκεί κριτική στην αστική κατεύθυνση κρατικής ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, γιατί δε συνοδεύεται από κεϋνσιανά μέτρα ενίσχυσης των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων της καπιταλιστικής παραγωγής και της κατανάλωσης των λαϊκών στρωμάτων.

Διεκδικεί βραβείο πρωτοτυπίας στην απάτη, προβάλλοντας τη λύση ενός τραπεζικού συστήματος που θα λειτουργεί προς όφελος της κοινωνίας, με κριτήρια αποδοτικότητας μακριά από κερδοσκοπικές λογικές!!

Εμφανίζει σαν μέτρα σ' αυτήν την κατεύθυνση το δημόσιο έλεγχο της Εθνικής Τράπεζας, τη διαφάνεια σχετικά με την κρατική επιχορήγηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την αποτελεσματική εποπτεία του.

Ομως, το θέμα είναι αν θα υλοποιηθεί με διαφάνεια ή χωρίς διαφάνεια το σχέδιο κρατικής ενίσχυσης των τραπεζών;

Αντίστοιχα, ακόμα κι αν επανακατακτηθεί ο κρατικός έλεγχος του 51% της Εθνικής Τράπεζας, αυτή θα συνεχίσει να λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια στο πλαίσιο της «απελευθερωμένης» ανταγωνιστικής αγοράς, τόσο σε σχέση με τους εργαζομένους της όσο και σε σχέση με τις καταθέσεις και τα δάνεια της λαϊκής οικογένειας. Αυτή η επισήμανση δεν αφορά μόνο το χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά το σύνολο της οικονομίας.

Σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε βιομηχανικό ούτε τοκοφόρο κεφάλαιο με αποστολή την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.

Οι επενδύσεις του κεφαλαίου δεν αποτελούν φιλανθρωπικές πράξεις μείωσης της ανεργίας, αλλά όρο για την παραγωγή υπεραξίας και επομένως για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του. Μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση των θέσεων εργασίας σε μια επιχείρηση, μεταφορά τους σε άλλο τόπο, επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, αλλαγή στα παραγόμενα εμπορεύματα, πάντα με γνώμονα τη διασφάλιση μέγιστου κέρδους. Το ύψος και οι όροι των κρατικών επιδοτήσεων δεν μπορούν να αναιρέσουν τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής αγοράς, όπως αποδεικνύει και η πείρα της εφαρμογής των διάφορων αναπτυξιακών νόμων, ΚΠΣ, ΕΣΠΑ κλπ.

Γενικότερα, δεν υπάρχει κρατική παρέμβαση, που απλά να εξισορροπεί διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα, χωρίς ταξικό χαρακτήρα. Οι μηχανισμοί εποπτείας του αστικού κράτους δεν αποτελούν όργανα κοινωνικής διαιτησίας, αλλά υπηρετούν τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης.

Δεν επιτρέπεται οι εργαζόμενοι να ξεγελαστούν για άλλη μια φορά. Πρέπει να κινηθούν προς την πραγματική διέξοδο, προς την κατάργηση του συστήματος εκμετάλλευσης και της γενικευμένης ανασφάλειας για τα λαϊκά στρώματα.

Γι' αυτό το ΚΚΕ μπροστά στο 18ο Συνέδριό του προβάλλει την ιστορική αναγκαιότητα και ρεαλιστικότητα του σοσιαλισμού. Αναδεικνύει την επαναστατική λύση που μπορεί να καταργήσει την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς που οδηγούν στις κρίσεις, τον εφιάλτη του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Αναφερόμαστε στην απελευθέρωση των δυνατοτήτων της κοινωνικής παραγωγής, με την κατάργηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, την κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής και της γης. Αναδεικνύουμε τις δυνατότητες του κεντρικού σχεδιασμού κατά κλάδο μέσω ενιαίων κρατικών φορέων που θα υποτάξουν την παραγωγή και τη διανομή στην ικανοποίηση των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών. Φωτίζουμε τη σημασία του εργατικού και λαϊκού ελέγχου σε αυτή την πορεία.

Το ΚΚΕ καλεί το λαό να βαδίσει το δικό του μονόδρομο, ο οποίος δε χωρά στα πλαίσια της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Το δρόμο συγκρότησης της μεγάλης λαϊκής συμμαχίας εργατών - αγροτών - αυτοαπασχολούμενων για τη λαϊκή εξουσία.

Καλεί σε ανυποχώρητο ταξικό αγώνα για την ικανοποίηση του συνόλου των λαϊκών αναγκών, στον αντίποδα των προτάσεων της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνιστικού ρεύματος. Επιμένοντας, για παράδειγμα, στη ριζοσπαστική διεκδίκηση πλήρους - σταθερής εργασίας με ουσιαστικές αυξήσεις, σε αντίθεση με τη συλλογική σύμβαση πείνας που υπογράφει η ΓΣΕΕ. Απαιτώντας εγγύηση των καταθέσεων της λαϊκής οικογένειας αποκλειστικά από το χρηματιστικό κεφάλαιο και όχι από το κράτος (δηλαδή τους φορολογούμενους), που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Διεκδικώντας κατάργηση των έμμεσων φόρων σε βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης, αντί για τα επιδόματα ελεημοσύνης.

Τώρα που αναδεικνύεται η δυνατότητα αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, το λαϊκό κίνημα δεν έχει κανένα λόγο να επιστρέψει στην ιστορικά χρεοκοπημένη και αντιλαϊκή πρόταση διαχείρισης του Κέυνς. Δεν είναι ώρα διαπραγμάτευσης για την αφαίρεση δικαιωμάτων και την πρόσθεση νέων βαρών στους εργαζόμενους. Είναι ώρα αντεπίθεσης για να πάρει ο λαός την τύχη του στα χέρια του. Σ' αυτήν την κατεύθυνση ο αγώνας συνεχίζεται.


Του
Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ