Τρίτη 6 Ιούνη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 56
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Η απεργία

Δεν είναι συνήθεια. Ούτε αυτό που λένε - δε με κρατάει το σπίτι... Κάτι άλλο, πιο ουσιαστικό είναι. Ανάγκη πες, που επιβάλλει στους ανθρώπους να συναντιούνται σ' ένα στέκι. Να σταυρώνουν ένα λόγο.

Βρεθήκαμε και κείνο το Σαββατόβραδο στο καφενείο, Τριμμένοι, καθημερινοί άνθρωποι. Αλλος σιωπά. Αλλος καπνίζει. Κι όταν ακούγεται εκείνο το «Αχ να 'ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο» υγραίνουν τα μάτια κι αργά, σιωπηλά πίνουμε το ούζο μας.

Ναι. Η απεργία της Τρίτης. Δεν την ξεχνώ. Αλλά... -Δηλαδή; Χάθηκαν μεροκάματα. Είναι και η υπόσχεση στο γιο μου να του πάρω κείνα τ' αθλητικά παπούτσια. Ξέρεις, αριστεύει στα μαθήματα. -Δε θ' απεργήσεις; Ελα, έλα, μη φωνάζεις. Δεν είπα αυτό. Αλλά να, χάθηκαν μεροκάματα. Είμαι στενεμένος. -Χάζεψες; Ποιος δεν είναι στενεμένος; Ξέρεις κανένα να 'ναι στο γιαπί από κέφι;

Σιωπήσαμε. Το κεφάλι κατεβασμένο. Το τσιγάρο καίει το δάχτυλο. Πώς να δικαιολογηθώ στο παιδί; Ενα ζευγάρι παπούτσια του 'ταξα...

Αχ μωρέ, εσύ μου λες για τα παπούτσια. Εμ εγώ που υποσχέθηκα θάλασσα; Θαρρείς εγώ δεν έχω πρόβλημα; Αρχισε να μιλάει ο άλλος. Ηταν τόσο όμορφο κείνο το βράδυ. Είχε στρώσει κεφάτα το τραπέζι η γυναίκα. Εβαλε και τραπεζομάντιλο. Τρόγυρα τα παιδιά. Ηπια και το κρασάκι κι αρχίσαμε να μιλάμε, να πειραζόμαστε, να γελάμε. Ε, κάποια στιγμή το 'πα. Θα τη χορτάσετε φέτος τη θάλασσα. Να 'βλεπες χαρές που κάναν τα παιδιά. Κι έχω χάσει τόσα μεροκάματα...

Ηρθε δεύτερο καραφάκι ούζο. Λίγο τυρί, ελιές, σαρδέλα, ντομάτα, αγγουράκι ο μεζές. Μιλούσαμε. Είναι πρώτος μαθητής. Η κόρη μου να δεις, έλεγε ο άλλος. Διαβάζει τώρα τη «Μάνα» του Γκόρκι. Αντε να προδώσεις. Καταλαβαίνεις; Αν δεν τα καταφέρω, θα τα στείλω στο χωριό. Ο Λάδωνας είναι κοντά. Πλατάνια, ψάρια, πουλιά. Και το Μαίναλο κατάφυτο. Τι είναι η θάλασσα μπροστά τους...

Η απεργία τους δοκιμάζει. Ολους. Δεν είναι παιχνίδι. Είναι θυμός. Και τα παιδιά... Αχ αυτά τα παιδιά, που σε κοιτάν αθώα και στα λένε όλα. Πώς ν' αντέξεις που δε θα παρθούν τα παπούτσια, που δε θα βουτήξουν στη θάλασσα...

Νωρίς είναι. Μη σηκώνεσαι. Η έγνοια της γυναίκας. Κι αυτή θα σηκωθεί για το μεροκάματο. Απεργία έχουμε. Πρέπει να 'μαι εκεί. Πάλι απεργία; Πάλι απεργία, για να μη μας πάρουν το 35ωρο, το 5ήμερο, τ' ανθυγιεινά, που μας παραδώσανε οι πατεράδες μας, να τα δώσουμε στα παιδιά μας. Ηπιαμε τσάι, χωρίς να μιλάμε. Χρόνια τώρα, σε κάθε απεργία, αυτό γίνεται. Μιλάμε σιωπώντας και καταλαβαινόμαστε. Αντε, στο καλό και να προσέχεις. Ο,τι και να πεις, η απεργία μάχη είναι.

Ανταμώσαμε. Μετρηθήκαμε. Ολοι εκεί. Περάσαμε απ' το γιαπί. Κανείς. Τραβήξαμε για το εργοτάξιο. Αλλοδαποί συνάδελφοι με κατεβασμένο κεφάλι και μετέωρο βήμα. Ρε, θα δουλέψετε; Και δε θα μας ντρέπεστε αύριο; Θα καταδεχτείτε μωρέ να καρπωθείτε το αποτέλεσμα του αγώνα μας; Τρώγεται τέτοιο ψωμί; Ετσι μιλήσαμε και φύγαμε. Οι αλλοδαποί τα είπαν στη γλώσσα τους. Μνημόνευσαν τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τις ανάγκες τους. Οχι, είπε ένας. Δεν τρώγεται τέτοιο ψωμί. Μας έφτασαν και σμίξαμε.

Τον είδα. Είμαι σίγουρος. Μα σήμερα γράφει. Πότε τέλειωσε και πώς ήρθε; Σκούντησα τον διπλανό μου. Κοίτα, ο γιος μου. Τα παπούτσια, που σου 'λεγα. Ο μικρός το 'ξερε. Δεν έχει παπούτσια. Και; είπε, και με δυο συμμαθητές του ήρθαν στην πορεία. Να ο πατέρας μου. Κρατάει το πανό. Δυνατός που είναι... Θα γίνω οικοδόμος. Μ' αρέσει να χτίζω. Να γίνεις πολιτικός μηχανικός, τον έκοψε ο φίλος του. Είσαι πρώτος μαθητής. Να ψηλώσεις το μπόι του πατέρα σου. Ετσι μιλάει ο πατέρας μου κι αυτό ζητάει από μένα.

Η πορεία των θυμωμένων πατεράδων βροντάει απ' την αντρίκεια περπατησιά, το οργισμένο σύνθημα. Μπήκαν και οι πιτσιρικάδες σ' αυτήν.


Ιορδ. Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ