Κυριακή 20 Αυγούστου 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 7
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Πατριδογνωμόνιο
Ο γέρος και το κουτί...

Γέρος. Μόνος. Χήρος. Τα παιδιά για το μεροκάματο, αλλού γι' αλλού. Ο ένας στη Γερμανία, η άλλη στην άκρη της Ελλάδας. Σύνταξη λίγο κάτω από τα 300 ευρώ. Τόπος διαμονής το δυάρι στον πρώτο. Στο νοίκι. Βλέπεις, έπρεπε να φτιαχτούν σπίτια για τα παιδιά. Δάνεια, σχολεία, αρχές, περηφάνια. Τρίτη ηλικία. Οχι τρίτη ευκαιρία για ζωή. Στις ουρές για τους γιατρούς. Στις ουρές για μια συνταγή. Τα πόδια δε βαστάνε μήτε για πολλές βόλτες μήτε για διαδηλώσεις. Θέλει, αλλά δεν μπορεί να πάει.

Κάθεται ώρες μπροστά στην τηλεόραση. Σιχτιρίζει τόσο συχνά όσο τον παίρνει ο ύπνος ή όσο ευγνωμονεί τη συντροφιά του... κουτιού τις νύχτες.

Αυτές τις μέρες τρέμει. Τον καύσωνα τον πολυδιαφημισμένο. Του τον πετάνε κατάμουτρα. Του τον φέρνουν από την Αφρική μαζί με κάτι ρεπορτάζ γεμάτα οδηγίες και γυμνά κορμιά που δροσίζονται σε κάτι παραλίες που ποτέ δε φαντάστηκε ότι βρίσκονται στη χώρα του. Εφτασε να μισεί το καλοκαίρι. Να ονειρεύεται τα βράδια του λιγοστού ύπνου δροσερούς πανύψηλους κέδρους του Λιβάνου να φλέγονται... Υστερα θυμάται πως χάθηκε το παιδί της διπλανής, από ανακοπή καρδιάς - υποψιάζεται ναρκωτικά - και ψευτοπαρηγοριέται ψευτοβαρυγκωμάει. Μια νεαρή στο «κουτί», του δίνει απ' ευθείας συμβουλές με ύφος αυστηρό. Πολλά χλιαρά ντους, ελαφρά τροφή, πολλά νερά. Κι αν είναι δυνατόν κλιματισμός. Υστερα τη βρίζει τρυφερά σχεδόν. Μονολογεί: «Κορίτσι μου έλα εσύ να πληρώσεις το νερό και το ηλεκτρικό και το τηλέφωνο και το γιαούρτι και το ροδάκινο. Ελα να μου κουβαλήσεις το καρπούζι από τη λαϊκή, να πιεις καφέ με 0,77 ευρώ αύξηση στη σύνταξη και να μην έχεις να στείλεις μήτε ένα μολύβι δώρο στον εγγονό σου τον Παναγιώτη, που γιόρταζε τις προάλλες κι ευτυχώς αρκέστηκε σε δυο κουβέντες από το τηλέφωνο...».

Αυτός ο γέρος δεν παλεύει με τη θάλασσα. Δεν έχει τρόπο μήτε να μπαίνει στο λεωφορείο να κατεβαίνει, όπως κάποτε, στο Φαληράκι και να αγναντεύει. Ο λίβας από τα παράθυρα του θυμίζει νιάτα. Μυρίζει χταποδάκι στα κάρβουνα και ούζο της παρέας. Παλεύει με τον καύσωνα και θυμάται την κυρά του. Στεγνός κι ανίδρωτος. Ποιος; Αυτός που στη βιοτεχνία, χρόνια 28, έχυνε καντάρι τον ιδρώτα και δυνάμωνε και δροσιζόταν στην περηφάνια του.

Του είπαν να πάει στο κοντινό γυμναστήριο. Να κοιμηθεί κατάχαμα με ερκοντίσιον. Δυο μέρες, τρεις. Πρόγραμμα σωτηρίας. Ετσι του το είπαν. Βλαστήμησε τις επικείμενες δημοτικές εκλογές. Υπερπροσφορά βρωμάνε σε ανήμπορους γέρους και ίσως λίγα παιδιά μεταναστών που θα τον φωνάζουν παππού, για παιχνίδι.

«Ποιος διάολος είπε εκείνο το όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει», αναρωτιέται. «Ας έμενε εδώ και θα αντικαθιστούσε το πληγώνει με το σκοτώνει. Ισως και με το ξεφτιλίζει», σκέφτεται.

Εχει πειστεί πως θα φύγει όχι απλώς μέσα σ' ένα στενό κουτί από τον κόσμο τούτο, αλλά μέσα από κείνο το λαμπερό κουτί όπου όλα γίνονται απλά, ωραία, εξοργιστικά μακρινά. Θέλει να σηκωθεί, να δώσει μια κουτουλιά, να πνιγεί μαζί μ' όλα όσα του λένε πως τον αφορούν όσο κάθεται ακίνητος στην καρέκλα του. Γέρος. Μόνος. Χήρος. Συνταξιούχος. Μισοάρρωστος. Μισογερός. Στόχος και θέμα ρεπορτάζ. Εν ζωή ακόμη. Αν πεθάνει θα γίνει στατιστική. Πρέπει να ζήσει να τη διαψεύσει...


Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ