Κυριακή 11 Μάρτη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΑΠΟ ΜΕΡΑ ΣΕ ΜΕΡΑ

ΒΙΒΛΙΟ
«Εφηβη» ποιητική σοφία

Ενδεής, μηδαμινός είναι ο έπαινος για κάθε μεγάλη ποίηση, σαν της Κικής Δημουλά. Καλύτερα η υπογράφουσα να ομολογήσει τι λαχταρούσε, «ρουφώντας» ηδονικά τα «Ποιήματά» της (494 σελίδων τόμος - αναδρομή στις ποιητικές συλλογές της, από το «Ερεβος» - 1956 μέχρι την «Εφηβεία της λήθης» - 1994) και την τελευταία συλλογή της «Ενός λεπτού μαζί» («Ικαρος»). Να μπορούσε, σαν δημόσιο μεγάφωνο να μεταδώσει την ψυχοπνευματική συγκίνηση, τη γλωσσική ευωχία, την αισθητική απόλαυση, τις «μουσικές» που προσφέρει η δημιουργία της. Μα, αυτά δε γίνονται στην αντιποιητική εποχή μας. Απομένει, ευτυχώς, η προσωπική μας «θεία μετάλειψη» με το έργο της. Η Κ. Δημουλά ακάματα, αθόρυβα, σεμνά, έχτισε την πανώρια δημιουργία της. Δημιουργία αληθινής γυναικείας αισθαντικότητας και ταυτόχρονα σπάνιας - και σε άνδρες ποιητές - ψυχοδιανοητικής και στιχουργικής ρώμης, η οποία κατατάσσεται πλέον στις σπουδαίες «παρακαταθήκες» της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Η ποιήτρια πρωτάρχισε να γράφει κρυφά. Πρωί, πριν τη δουλιά της (ήταν τραπεζικός). «Χαράματα ξεκίναγε η πείνα/ για το κυνήγι του αβέβαιου». Για την κατάκτηση της ποιητικής τέχνης. Τότε - «γαλήνιο πολίτευμα η αφάνεια» και «σβηστό ακόμα το ηφαίστειο της άμιλλας» - έβαζε τα ποιήματά της στα μαχαιροπίρουνα, κρύβοντάς τα από τον ομότεχνο σύζυγό της, Αθω Δημουλά, που ο χαμός και η μνήμη του τής ενέπνευσαν πολλά συνταρακτικά ποιήματα.

Εβδομηντάχρονη σήμερα η Κ. Δημουλά, με «εφηβική» ορμή αλλά έμφορτη σοφίας, εξομολογείται, αισθάνεται, στοχάζεται ό,τι σημαίνει ζωή, θάνατος. Κοινωνία, άνθρωπος. Νιάτα, γηρατειά. Γέννα παιδιών και δημιουργίας. Μνήμη - λήθη. Η ποίησή της, άριστης δωρικής και λυρικής προσωδίας, πλάθει μια πάμπλουτη ανθρωποκεντρική «μυθολογία». Διαλογίζεται με τον αναγνώστη, απλά, ανθρώπινα, ευγενικά, τρυφερά, με κατανόηση, συγκατάβαση, μελαγχολία, ελπίδα, υπόκρυφη λεπτή ειρωνεία, αλλά και καυστικό χιούμορ. Προπαντός, κάνοντας «λιτανείες με φωνήεντα». Ψάχνοντας κι επιλέγοντας συνεχώς τη «Νυμφία λέξη». Γιατί «με λέξεις διαιωνίστηκε/ θέατρο παγκοσμίου ακουστικής η τραγωδία μας». Και «από μια λέξη ευλογημένη μπορούν/ να χορταστούν πεντακισχίλιοι». Με λέξεις, «καιρό επιφυλαγμένες στο αλάτι τους», χαράζει πανανθρώπινες αλήθειες. Θυμάται: «Νεότερη/ κατασκεύαζα κυρίως διαμαρτυρίες». Συλλογίζεται «ό,τι είναι φως δεν έπρεπε/ούτε στην ώρα του, καθόλου να πεθαίνει». Κραυγάζει σιωπηλά στον καιρό και στη φθορά «Μέριασε χρόνε να αισθανθώ». Ομολογεί «Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι/ πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;», αλλά και ονειρεύεται. Γιατί δε «Ζει κανείς μόνο μ' ένα ξερό μισθό», παρ' ότι δεν της δίνει το όνειρο. «Το όριο. Ως πού να κινδυνέψω./ Γιατί τότε πια δεν ήταν όνειρο./ Θά 'ταν γεράματα».


Αρ. ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ