Στο πλαίσιο του 6ου Παγκόσμιου Φεστιβάλ Νεολαίας στη Μόσχα, για το έργο του «Πρώτη σουίτα για ορχήστρα και πιάνο»
Ο Μίκης Θεοδωράκης μπροστά στο ξενοδοχείο «Ukrania» της Μόσχας (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη) |
Τον Φλεβάρη του 1957, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τολμάει να παρουσιάσει το έργο του τότε 32χρονου Μίκη Θεοδωράκη, «Πρώτη Σουίτα για ορχήστρα και πιάνο», υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Παρίδη (1910-2000).
Σύμπασα η μουσικοκριτική αρνητικά αντιμετωπίζει το έργο: Κάνει λόγο για κενότητα στην έμπνευση, για πλήρη απουσία ενότητας, για στείρα χρήση του πιάνου, για αποτυχημένη και μονότονη ρυθμική βάση και για πρόχειρη συρραφή διαφορετικών μελωδικών και ρυθμικών ιδεών.
Η σύνθεση, η οποία φέρει τον γαλλικό τίτλο «Suite no1 pour orchestre et piano», γράφεται στα 1955 κι είναι η πρώτη την οποία ολοκληρώνει, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι. Πρέπει να προσέξουμε μία ιδιαιτερότητα στην προσέγγιση του πιάνου: Οτι το σολιστικό όργανο στον τίτλο αναφέρεται μετά την ορχήστρα και δεν προηγείται, όπως έχει παραδοθεί από την κατακτημένη συνθήκη των συνθετών.
Για ποιον λόγο; Για να τονιστεί και να υπογραμμιστεί ο βίαια κυριαρχικός τόνος, το πιάνο χρησιμοποιείται ως κρουστό, επιλογή που παραπέμπει στην αισθητική του Ιγκόρ Στραβίνσκι, από την οποία επηρεάζεται ο νεαρός Μίκης Θεοδωράκης. Ομως, δεν επιχειρεί μία στείρα «αντιγραφή» της ιδιαιτερότητας του ειδώλου του. Αυτό το καταιγιστικού και μοναδικού ρυθμού έργο, με επαναλαμβανόμενα μοτίβα - που παραπέμπουν στην «Ιεροτελεστία της άνοιξης» του Ρώσου συνθέτη - περνάει μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση.
Πάντως, η σουίτα εντυπωσιάζει τον αρχιμουσικό Δημήτρη Μητρόπουλο (1896-1960) για τις ιδιαιτερότητές της, τόσο ως προς τη σύλληψή της όσο και ως προς το αποτέλεσμά της. Διαβάζουμε σε συνέντευξή του στον έκτακτο συνεργάτη της εφημερίδας «Τα Νέα» της 25ης Μάη 1955, Γιάννη Μπουκουβάλα. Τον ρωτά ο δημοσιογράφος: «Πώς αντιμετωπίζετε τους νέους συνθέτες;».
Μαζί με τον Μίνωα Αργυράκη και τον Νότη Περγιάλη, στο 6ο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη) |
Ας δούμε, όμως, πώς την περιγράφει ο ίδιος ο δημιουργός της:
«Αρχικά βασίζομαι αποκλειστικά και μόνο στο ελληνικό δημοτικό μοτίβο και στους ελληνικούς μουσικούς τρόπους και κλίμακες. Η εναρμόνισή τους και η αντιπαράθεσή τους βγαίνουν απολύτως μες απ' το περιεχόμενο αυτού του μουσικού υλικού με μια προσπάθεια για δημιουργία μιας ιδιαίτερης νεοελληνικής μουσικής, αρμονικής και αντιστικτικής γλώσσας.
Ομως στη βάση του έργου υπάρχει ο ρυθμός ο αδιάκοπος, ο ατέλειωτος, ο ακατάλυτος ρυθμός της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Κρήτης. Γι' αυτό κι αυτή η αυξημένη χρήση των κρουστών και η θεώρηση του πιάνου σαν να είναι πιο πολύ όργανο κρουστό παρά μελωδικό».
Κι ενώ η μητέρα πατρίδα αποδείχτηκε μητριά, οι υψηλές σταθερές της ΕΣΣΔ, της σοσιαλιστικής χώρας που επένδυσε στη μουσική, διέθεταν τις προσλαμβάνουσες για να κατανοήσουν κι εν τέλει να βραβεύσουν το έμφυτο ταλέντο και τη μουσική ικανότητα του εκκολαπτόμενου συνθέτη.
Η πρώτη σελίδα της παρτιτούρας του έργου «Πρώτη σουίτα για ορχήστρα και πιάνο» (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη) |
Ανατρέχουμε στο βιβλίο - απόκτημα «Ντμίτρι Σοστακόβιτς - Για τον ίδιο και την εποχή του» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») - πρόσφατα επανεκδόθηκε - όπου ο μεγάλος Σοβιετικός συνθέτης μεταφέρει την ατμόσφαιρα του Φεστιβάλ, χωρίς να κρύβει τον άκρατο ενθουσιασμό του. Απόσπασμα από κείμενο που δημοσιεύτηκε στη «Σοβιέτσκαγια Μούζικα» (Νο 9, 1957):
«Πρώτη μου φορά έχω την εμπειρία μιας διεθνούς τελετής τόσο μεγάλης κλίμακας. Η εναρκτήρια τελετή του Διεθνούς Φεστιβάλ Νεολαίας στο Στάδιο Λένιν στο Λουζνίκι της Μόσχας μ' εντυπωσίασε και με συγκίνησε βαθιά. Αντιπροσωπείες απ' ολόκληρο τον κόσμο παρέλασαν μπρος από τις κερκίδες, κάτω απ' τον βροντερό ήχο των χειροκροτημάτων και των καλωσορισμάτων των χιλιάδων θεατών.
Ηταν ένα θέαμα υπέροχο και με μεγάλη σημασία. Συμβόλιζε την υψηλή ιδέα της αδελφοσύνης και της φιλίας των λαών, που γι' αυτήν αγωνίζεται ολόκληρος ο πλανήτης. Οι λαοί όλης της Γης, ενωμένοι στην επιθυμία τους για ειρήνη, είναι αποφασισμένοι να προλάβουν έναν καινούργιο καταστροφικό πόλεμο που θα έφερνε καταστροφές και βάσανα ανείπωτα».
Το δίπλωμα το οποίο συνόδευε το Χρυσό Μετάλλιο Μουσικής (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη) |
«(...) Διαπίστωσα πως τη μουσική απολαμβάνουν όλα τα στρώματα του λαού με την ίδια αγάπη και την ίδια κατανόηση της μουσικής. Αυτό αποτελεί μια μεγάλη κατάχτηση, μια μεγάλη πρόοδο που εξυπηρετεί πολύ το έργον των συνθετών, γιατί τα κριτήρια είναι βαθύτερα και βγαίνουν από τα βάθη της λαϊκής ψυχής. Προβλέπω μια επέκταση των μουσικών δεσμών της Πατρίδας μου με τη Σοβιετική Ενωση (...)».
Η αφίσα του Φεστιβάλ μεταδίδει το μήνυμα της αδελφοσύνης και της φιλίας των λαών |
Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, το 1957, όταν βράβευσε τον νέο Ελληνα συνθέτη |