Του έδωσα τα χρήματα και τον κοίταξα. «Εχω μια απορία», του είπα. «Βαριέσαι ή δεν είσαι δημοκράτης; Μάλλον το δεύτερο, ε; Είσαι δεξιός! Τι δεξιός! Δεξιός και αντιδημοκρατικός, για την ακρίβεια! Το "Ριζοσπάστη", ρε, κρύβεις»;
Κάτι προσπάθησε να πει. Δεν του έδωσα χρόνο. Απομακρύνθηκα. Την άλλη μέρα φτάνω κοντά του χαμογελαστός. «Σήμερα υπάρχει»; τον πειράζω! «Υπάρχει», μου λέει και κάνει να σηκωθεί, για να βγει έξω από το περίπτερο να τον ψάξει. «Κάτσε», τον προλαβαίνω, «θα τον πάρω μόνος μου». Του έδωσα τα χρήματα και πριν τον χαιρετίσω τον ακούω να λέει: «Με πλήγωσες, φίλε μου». «Εγώ, πότε, γιατί; Πώς»; «Αντιδημοκρατικός, βαριά κουβέντα, στ' αλήθεια».
«Δεν ξέρω γιατί σου είπα δεν έχω! Νόμιζα ότι δεν είχα! Εγώ αν θέλεις να ξέρεις μόλις παίρνω τις εφημερίδες πρώτα τη δική σου κοιτάζω. Γιατί μόνο αυτή έχει τα ζητήματα που με καίνε! Δεν είμαι κομμουνιστής, ούτε δεξιός, βέβαια! Ομως, την εφημερίδα σας, την ανοίγω. Σου είπα! Γράφει για τον πόλεμο, γράφει για την ανεργία, γράφει για την ακρίβεια»!
«Τότε συγνώμη», του λέω και προσπάθησα να διορθώσω ακόμα περισσότερο τα πράγματα. «Δικό σου είναι το περίπτερο ή εργάζεσαι», ρωτάω, ελπίζοντας να ήταν υπάλληλος για να διευκολυνθεί η κουβέντα μου! «Δικό μου», μου λέει, «όμως, ξέρεις πόσες ώρες δουλεύω; Και είκοσι». «Εδώ μέσα»; «Εδώ, καρφωμένος στην καρέκλα! Καθημερινές, γιορτές. Ακόμα και Πάσχα. Γι' αυτό με πείραξε! Τι, δηλαδή, εγώ τι είμαι; Δεν είμαι με το "Ριζοσπάστη" εγώ, αφού ψήνομαι;».
Δεν ξέρω αν σας έχει μιλήσει ποτέ περιπτεράς. Αν σας έχει εκθέσει τι σόι δουλιά κάνει. Δεν είναι το κρύο που μπαίνει από τα ανοιγμένα παράθυρα. Ούτε η ζέστη κάτω από τη λαμαρίνα. Αυτά ξεπερνιούνται. Εκείνο που σκοτώνει τον περιπτερά είναι η ακινησία.
«Σαν το σχολείο που μας έβαζε τιμωρία ο δάσκαλος. Ορθιοι και να μην ακουμπάμε στον τοίχο. Εντάξει εδώ καθόμαστε, όμως, πάλι ακίνητοι. Νομίζεις πως θα σταματήσει το αίμα σου. Να περπατάς, μου είπε ο γιατρός. Εγώ ψάχνω χρόνο για να κοιμηθώ, πότε να περπατήσω»;
«Και πώς "χώθηκες" εδώ μέσα»; «Χωρίς να το καταλάβω! Καπνά στον Εβρο, χωρίς να έχουμε δικά μας χωράφια. Στην πόλη, λοιπόν, για δουλιά! Πρώτη η Αλεξανδρούπολη, μετά η Καβάλα. Και μετά εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Περισσότερος κόσμος, περισσότερες ευκαιρίες! Και να η "ευκαιρία"! Εγώ που ζούσα στα χωράφια και στα ποτάμια, στο κλουβί! Και να 'χω και σένα να με λες αντιδημοκράτη»!
«Δημοκράτης, βέβαια, είσαι», του λέω. «Ενας φυλακισμένος δημοκράτης! Ομως, αδερφέ μου, έχει δίκαιο ο γιατρός. Εβγα έξω, περπάτα. Αν μένεις είκοσι ώρες εδώ καρφωμένος, τελικά, πράγματι, δε θα 'σαι τίποτα! Ενας πεθαμένος δημοκράτης θα είσαι»!
«Σαν τον πατέρα μου. Πέθανε κοντά στο σταθμό. Μέσα στο περίπτερο. Πουλήσαμε εκείνο και πήραμε ετούτο. Δεν μπορούσα να καθίσω πάνω στην καρέκλα που πέθανε. Δεν είναι η ίδια πιάτσα με το σταθμό, αλλά δε βαριέσαι».