Παρασκευή 10 Μάρτη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΑΠΟ ΜΕΡΑ ΣΕ ΜΕΡΑ

Η εστία της πυράς

Ηστάση της Ιεράς Συνόδου σχετικά με το βιβλίο του Μ. Ανδρουλάκη δε δείχνει μόνο το σκοταδισμό που επικρατεί στην Ιεραρχία της Εκκλησίας. Αναδεικνύει και το γενικότερο αυταρχικό, αντιδημοκρατικό κλίμα, που διαμορφώνεται, επί «εκσυγχρονισμού», στη χώρα μας. Ερχεται ως επακόλουθο των διώξεων της εκτελεστικής εξουσίας εναντίον των κοινωνικών αγωνιστών και των πολιτικών αντιπάλων της. Απ' αυτήν την άποψη, το πρόβλημα που ενεφανίσθη, με αφορμή το βιβλίο, δεν είναι μόνο θρησκευτικής υφής, αλλά και κατ' εξοχήν πολιτικό. Και δεν οφείλεται στην προσπάθεια της Ιεραρχίας να εναντιωθεί στην πολιτική εξουσία και να εκβιάσει τα κόμματα - όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας - αλλά, αντιθέτως, υποδείχνει τη συμπόρευση Εκκλησίας και κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων στον ολισθηρό και επικίνδυνο δρόμο των απαγορεύσεων και των διώξεων κάθε αντίθετης, προς την κρατούσα ιδεολογία και πολιτική πρακτική, φωνής και δράσης.

Ανέκαθεν η εκκλησιαστική εξουσία εκμεταλλευόταν το γενικότερο κλίμα που διαμόρφωνε η πολιτική «συνάδελφός» της, για να προωθήσει τις σκοταδιστικές παρεμβάσεις της. Οι διώξεις της, π.χ., σε βάρος του Ν. Καζαντζάκη - αν και η συσχέτιση της περίπτωσής του με αυτήν του Μ. Ανδρουλάκη αποτελεί «συγγραφική ιεροσυλία» - έγιναν μέσα στο κλίμα αντικομμουνισμού και διώξεων που επικρατούσε εκείνη την περίοδο. Είναι, δε, γνωστό ότι εκμεταλλεύτηκε, τα μάλα, τις πλέον ανώμαλες καταστάσεις, όπως τον εμφύλιο πόλεμο, τη μετεμφυλιακή τρομοκρατική περίοδο και τη χούντα, διότι τότε ένιωθε να 'χει εντελώς ελεύθερα τα χέρια της και τα ραβδιά της. Πολιτική είναι, λοιπόν, η εστία, στην οποία φουντώνει η εκκλησιαστική πυρά, που καίει βιβλία για να σβήσει απόψεις και ιδέες.

Ο Μ. Ανδρουλάκης δεν είναι τόσο το θύμα του εκκλησιαστικού αναχρονισμού, όσο της πολιτικής αντιδημοκρατικότητας, που διακατέχει όλο το πλέγμα της πολυποίκιλης και πολύμορφης εξουσίας. Ο ίδιος, βεβαίως, ουδόλως ενοχλείται κι εναντιώνεται, τα τελευταία χρόνια, στην εξουσία, αλλά, αντιθέτως, αποτελεί «Μετά»-πίπτοντα συλλειτουργό της, στα πλαίσια του «κεντροαριστερού», πολιτικού «εκσυγχρονισμού» της. Ομως, «τον πήραν τα σκάγια», καθώς φαίνεται να υποτίμησε τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα. Διότι η εκκλησιαστική παρέμβαση έχει και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, ως απόρροια και ταυτότητα ενός θρησκευτικού δόγματος, που διδάσκει το «πίστευε και μη ερεύνα», απαιτεί την αναγνώριση κατόχων της Μοναδικής κι Απολύτου Αλήθειας και δρα υπό το βάρος ενός ορθόδοξου φανατισμού, που μετατρέπει το «πας μη Ελλην, βάρβαρος», σε «πας μη χριστιανός ορθόδοξος, ανθέλλην».

Ας διαμαρτυρόταν, όταν οι διώξεις των εξουσιαστών αφορούσαν στους αγρότες, στους μαθητές, στο «Ριζοσπάστη» κι όταν στις εκκλησίες το θρησκευτικό κήρυγμα μετατρεπόταν σε πολιτικό «μανιφέστο» υπέρ της καθεστηκυίας πολιτικής τάξης πραγμάτων. Δεν το έπραξε, είτε διότι δεν ήθελε να τα «χαλάσει» με τους νέους συντρόφους του, είτε φοβούμενος τους «βρωμόστομους» ιεροκήρυκες του «εκσυγχρονισμού», είτε διότι δεν πήρε υπόψη του τον Μπρεχτ, που προειδοποιούσε πως, αν δε διαμαρτυρηθείς όταν χτυπούν το άλλο, θα 'ρθει και η σειρά σου. Δεν πρόσεξε και την έπαθε, αλλά υπάρχουν «άγρυπνοι φύλακες», που θα προστατεύσουν και τον ίδιο. Πρώτοι απ' όλους οι κομμουνιστές, που, εκ πεποιθήσεως, τάσσονται και αγωνίζονται, με συνέπεια, υπέρ της ελευθερίας στη σκέψη.


Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ