«
Πετάνε» σε δυσθεώρητα ύψη οι τιμές στην αγορά. «Απογειώνεται» και «πετάει» η κυβερνητική πρόκληση και διά στόματος υπουργού Ανάπτυξης, που χτες αποφάνθηκε πως «μπορεί ο κόσμος να αγοράσει ό,τι προϊόν επιθυμεί σε καλή τιμή». Τα λαϊκά εισοδήματα, όμως, παραμένουν «κολλημένα» με πτωτική τάση. Οι μισθοσυντήρητοι, που, όλο το χρόνο φτάνουν συχνά στα όρια της απόγνωσης κάθε φορά που διαπιστώνουν ότι αδυνατούν να ανταποκριθούν στις καθημερινά αυξανόμενες ανάγκες, τούτες τις μέρες, τις γιορτινές, που οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες, βρίσκονται κυριολεκτικά σε αδιέξοδο.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσα πράγματα πρέπει να γίνουν με τον 13ο μισθό. Οι οικογένειες των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των μικρομεσαίων στρωμάτων καλούνται να «κλείσουν» τις «τρύπες» που όλο το χρόνο αναπόφευκτα μετατίθονταν για «τον άλλο μήνα». Να καλύψουν μια σειρά επιπλέον έξοδα που συνεπάγονται οι γιορτές. Κι όλα αυτά σε ένα καθεστώς αφόρητης ακρίβειας και συνεχών ανατιμήσεων.
Αυτές οι μέρες δεν είναι μόνο στολισμένες βιτρίνες και κρεμάμενα αστεράκια πάνω από τους δρόμους της πόλης. Είναι οι αφοπλιστικές παιδικές παραγγελιές προς τους ...«αγιο-βασιλογονείς». Αλλες αγορές που όλο τον προηγούμενο χρόνο φάνταζαν «πολυτέλεια» μέσα σε όλα τα ατέλειωτα έξοδα. Είναι, ακόμα, η ανάγκη των εργαζομένων για το πιο απλό πράγμα για το οποίο δεν υπάρχουν περιθώρια στο πλαίσιο της «ανάπτυξης» και της «ευημερίας των πολιτών», για τις οποίες δίνει κάλπικες υποσχέσεις η κυβέρνηση: το δικαίωμα στην ψυχαγωγία. Ολα αυτά, που κανονικά θα 'πρεπε να 'ναι αυτονόητα, σήμερα κοστίζουν πολύ περισσότερο απ' όσα μπορούν να διαθέσουν οι εργαζόμενοι.
«
Πετάει», λέει, η γαλοπούλα, που θέλει η παράδοση στο τραπέζι των Χριστουγέννων, στα 9 ευρώ το κιλό. «Σκαρφάλωσε» το κατσικάκι στα 11 ευρώ το κιλό. Και 1,50 ευρώ πουλιέται ένα κιλό ντομάτες της προκοπής. Και τι να πει κανείς για ρούχα, παπούτσια, παιδικά παιχνίδια κι ένα σωρό ανάγκες, που τις βάζει κανείς κάτω με μολύβι και χαρτί και «από πού να πρωτοκόψεις».
Είναι φανερό ότι στο πλαίσιο της εφαρμοζόμενης πολιτικής, αυτής που ευνοεί με κάθε τρόπο την αύξηση των επιχειρηματικών κερδών που καταφέρνεται μέσα από τη συγκράτηση των μισθών και τη συνεχή αύξηση των τιμών, οι εργαζόμενοι τίποτα καλό δεν έχουν να περιμένουν. Και η δικαιολογημένη αγανάκτηση, από μόνη της δεν οδηγεί πουθενά, αν μείνει στο επίπεδο της απλής οργής. Αν δε μετατραπεί σε αγωνιστική διεκδίκηση, με καθαρό αταλάντευτο προσανατολισμό ενάντια σε όσους κερδίζουν από τη χειροτέρευση της δικής τους θέσης. Οι εκλογές, που θα γίνουν αργά ή γρήγορα, μπορούν να αποτελέσουν όχημα για να εκφραστεί η λαϊκή αγανάκτηση. Οι κάλπες μπορούν να αποτελέσουν βήμα καταδίκης των κομμάτων που ασπάζονται αυτές τις πολιτικές και αποφασιστικής ενίσχυσης του ΚΚΕ, που με συνέπεια παλεύει για τα συμφέροντα του λαού.
Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ