Ηπροχτεσινή συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών με τον Β. Ντράσκοβιτς ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που όλοι γνωρίζουν. Οτι, δηλαδή, η ελληνική κυβέρνηση είναι «βουτηγμένη μέχρι το λαιμό» στην υλοποίηση των αμερικανο-ΝΑΤΟικών σχεδίων στην ευρύτερη περιοχή. Η εμπλοκή της ειδικά στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας δε σταμάτησε στους δολοφονικούς βομβαρδισμούς την άνοιξη του 1999, αλλά συνεχίζεται με αμείωτη ένταση από τότε, στο πλαίσιο της «συνέχειας του πολέμου με άλλα μέσα». Αφ' ενός γιατί έχει αναλάβει ρόλο στο πλαίσιο της ευρω-ΝΑΤΟικής συμμορίας, αλλά και γιατί η ίδια φιλοδοξεί να παίξει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο προκειμένου να εξυπηρετήσει ιδιαίτερα συμφέροντα της ελληνικής άρχουσας τάξης στην περιοχή.
Ηκυβέρνηση Σημίτη έχει καταφέρει μέσα σε λίγα χρόνια να ανατρέψει ένα κατακτημένο επίπεδο φιλίας και καλής γειτονίας με τους βόρειους γείτονές μας, φθάνοντας στο σημείο να συμμετέχει και σε στρατιωτικές επεμβάσεις στις γειτονικές χώρες, αλλά και παραχωρώντας τα εδάφη της χώρας μας για ορμητήριο ιμπεριαλιστικών επιθέσεων και ματοκυλίσματος των γειτονικών λαών. Στο πλαίσιο αυτό δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι αναμειγνύεται ωμά και χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να τηρήσει οποιοδήποτε πρόσχημα και στις επικείμενες εκλογές στη Γιουγκοσλαβία. Κανείς βέβαια δεν είχε την παραμικρή αυταπάτη, είτε το ομολογούσε ανοιχτά είτε όχι ο Γ. Παπανδρέου, ότι η στάση της θα ήταν διαφορετική. Γιατί, απλά, οι πάντες γνωρίζουν ότι αυτή είναι η αποστολή του περιβόητου Συμφώνου Σταθερότητας για τα Βαλκάνια. Να σύρουν τις βαλκανικές χώρες, δηλαδή τη Γιουγκοσλαβία, στις ευρωατλαντικές δομές, να επιβάλουν την οικονομία της αγοράς και το «αντίστοιχο» πολιτικό σύστημα. Η κυβέρνηση Σημίτη θέλει να είναι πρωτεργάτης στην επιβολή του Συμφώνου Σταθερότητας και γι' αυτό ο Ελληνας ΥΠΕΞ δε δίστασε να αποκαλύψει ότι είναι έτοιμος να συμμετέχει σε πρωτοβουλία στο πλαίσιο της ΕΕ, προκειμένου οι ομοσπονδιακές εκλογές στη Γιουγκοσλαβία, πιθανόν το φθινόπωρο, να αξιοποιηθούν για να επιτευχθεί ο υπέρτατος στόχος: Να απομακρυνθεί ο Μιλόσεβιτς από την εξουσία.
Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος για τον οποίο έσπευσε να συμφωνήσει με τον Ντράσκοβιτς και τον Τζουγκάνοβιτς, πως οι συνταγματικές αλλαγές έχουν υπονομεύσει τη συνοχή της Γιουγκοσλαβίας. Η Ελλάδα, πρόσθεσε, θέλει «οι χώρες της περιοχής να διατηρήσουν τη συνοχή τους». Πρόκειται για ένα μεγάλο ψέμα και ταυτόχρονα ένα άλλοθι για την επέμβαση στα εσωτερικά της γειτονικής χώρας. Αν η κυβέρνηση Σημίτη ήθελε τη διατήρηση της συνοχής στις γειτονικές χώρες, δε θα συμφωνούσε με τη συμφωνία του Ραμπουγέ, που επέβαλε στην πραγματικότητα τον πόλεμο ενάντια στο γιουγκοσλαβικό λαό και οδηγούσε μαθηματικά στην «ανεξαρτητοποίηση» του Κοσσυφοπεδίου. Ομως την ίδια στάση είχε κρατήσει η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ από την αρχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, το 1990 και τη συνέχισε και το 1995 με την ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη. Τα δάκρυα για τη «συνοχή» της Γιουγκοσλαβίας είναι κροκοδείλια.
Οελληνικός λαός έχει βγάλει βέβαια τα συμπεράσματά του για το ρόλο της κυβέρνησης από τη στάση της στους περσινούς βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας, όταν ντρεπόταν κυριολεκτικά για το διασυρμό της χώρας στους γειτονικούς λαούς. Δε συμμερίστηκε όμως το ρεαλισμό της υποταγής στη νέα τάξη που πρόβαλε η κυβερνητική προπαγάνδα και φρόντισε να στείλει το δικό του μήνυμα ειρήνης και αλληλεγγύης. Το ίδιο θα πράξει και τώρα μπροστά στους νέους ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς της κυβέρνησης Σημίτη.
Παναγιώτης ΚΑΚΑΛΗΣ