Στην κλάψα το 'χουν ρίξει πάλι φέτος οι μεγαλοξενοδόχοι και τα επιτελεία τους για τους 80.000 εργαζόμενους που - όπως λένε - «λείπουν» από τον κλάδο μπροστά στην έναρξη της τουριστικής σεζόν.
Αν εστιάσει όμως κανείς στην πραγματικότητα που βιώνουν οι χιλιάδες εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία και στις επισιτιστικές αλυσίδες, αποκαλύπτεται η μεγάλη αλήθεια, ότι οι μεγαλοξενοδόχοι δεν ψάχνουν για εργαζόμενους, αλλά για σύγχρονους «δούλους».
Πώς εξηγείται λοιπόν το γεγονός ότι η «ατμομηχανή» της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ελλάδα «γεννάει» τέτοια αποστροφή και οι εργαζόμενοι δεν θέλουν να περνούν ούτε απέξω από τα πολυτελή ξενοδοχεία, όπου κάθε χρόνο στήνεται το πάρτι των κερδών για μια χούφτα ομίλους του κλάδου;
Ακριβώς επειδή τα αμύθητα κέρδη βγαίνουν από το ξεζούμισμα των εργαζομένων, από την ένταση της εκμετάλλευσης. Επιβεβαιώνεται περίτρανα ότι η ισχυροποίηση του κλάδου και η λεγόμενη «εξωστρέφεια», η προσέλκυση του τουρισμού «υψηλών εισοδημάτων», όλα αυτά δηλαδή για τα οποία καμαρώνουν οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια, περνάνε πάνω από τις διαλυμένες ζωές εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων.
Περνάνε πάνω από τα τσακισμένα κορμιά των καμαριέρων και των λαντζιέρηδων, πάνω από σερβιτόρους που έχουν ξεχάσει τι θα πει ρεπό, πάνω από τους εποχικούς υπαλλήλους που καλούνται κάθε χρόνο με το τέλος της σεζόν να μπουν σε «χειμερία νάρκη».
Ορισμένα στοιχεία από το «τουριστικό θαύμα» που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω:
Οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία παίρνουν μισθούς λίγο πάνω από αυτούς του 2011, ενώ οι τουριστικές αφίξεις έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί από τότε, φτάνοντας τα 38 από τα 14 εκατομμύρια!
Τους μήνες της σεζόν δουλεύουν ακατάπαυστα χωρίς ρεπό, 9 και 10 ώρες την ημέρα, συνθήκες που έχει επιβάλει η εργοδοσία και μέσα από την κλαδική ΣΣΕ, σε συμπαιγνία με τους συνδικαλιστές της.
Ενας εργαζόμενος έχει φτάσει να κάνει δουλειά για τρεις, χωρίς μέτρα υγείας και ασφάλειας. Η εργοδοσία ισχυρίζεται ότι δεν βρίσκει προσωπικό, αλλά την ίδια ώρα εξακολουθεί να χτίζει ξενοδοχεία, να προσθέτει ορόφους και δωμάτια, ξεζουμίζοντας τους εργαζόμενους που έχουν απομείνει.
Κάθε χρόνο στον κλάδο, μαζί με τα κέρδη, «αυγατίζουν» και οι διαφορετικές μορφές ευελιξίας, φτάνοντας σήμερα να μετράμε εργαζόμενους 14 διαφορετικών «ταχυτήτων».
Οσοι δουλεύουν «σεζόν», θα πρέπει να βολευτούν τον χειμώνα με τα ψίχουλα που δίνει για τρεις μήνες το «ταμείο ανεργίας» του ΟΑΕΔ.
Σε ένα τέτοιο τοπίο, λογικό είναι να «ανθούν» τα εργατικά «ατυχήματα», πέρα από τις επαγγελματικές ασθένειες που δεν καταγράφονται καν, όπως μυοσκελετικές παθήσεις κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν ακόμα ανοίξει η φετινή σεζόν, δύο εργαζόμενοι του κλάδου έχουν ήδη χάσει τη ζωή τους με φρικτό τρόπο, σε δύο από τους πιο εμβληματικούς προορισμούς παγκοσμίως, σε Σαντορίνη και Ρόδο.
Απέναντι σε αυτή τη βαρβαρότητα, κυβέρνηση και εργοδοσία απαντούν ότι «υπάρχει η ψηφιακή κάρτα εργασίας», που απλά «μετράει» το «νόμιμο» ξεχείλωμα του εργάσιμου χρόνου.
Η ίδια η κυβέρνηση άλλωστε καθιέρωσε μέσω της ψηφιακής κάρτας μία επιπλέον απλήρωτη ώρα δουλειάς την ημέρα, ενώ σε κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς η εργοδοσία έφτασε στο σημείο να ζητά υπεύθυνες δηλώσεις από τους εργαζόμενους για να παραβιάζεται «αναλογικά» ακόμα και το όποιο ωράριο καταγράφεται «ψηφιακά».
Είναι φανερό πως ό,τι εγγυάται την κερδοφορία για τους επιχειρηματίες του Τουρισμού, διασφαλίζει ταυτόχρονα και τη βάρβαρη «κανονικότητα» για χιλιάδες εργαζόμενους.
Την ίδια στιγμή, όμως, τα παράπονα των ομίλων για τις ελλείψεις προσωπικού δείχνουν και ποιοι είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές, ποιοι δίνουν ζωή σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, και η απουσία τους φέρνει «παγωμάρα». Δεν είναι ούτε οι επενδυτές, ούτε τα funds και τα κεφάλαιά τους, δεν είναι ούτε τα διευθυντικά στελέχη, ούτε οι κάθε φορά υπουργοί και οι κυβερνήσεις.
Είναι οι χιλιάδες εργαζόμενοι όλων των ειδικοτήτων. Κι αυτό είναι άλλη μια επιβεβαίωση της τεράστιας δύναμης που έχουν στα χέρια τους, παλεύοντας οργανωμένα για ουσιαστικές αυξήσεις και σύγχρονους όρους δουλειάς, να βάλουν μαζί με όλο τον λαό και τη νεολαία στο στόχαστρο το σύστημα που για τα κέρδη τσακίζει τις ζωές τους.
Ετσι που αντί να γίνεται θέμα συζήτησης το «πόσοι λείπουν» από τις αρένες της εκμετάλλευσης, να γίνει πράξη η λαϊκή ανάγκη για φθηνό και ποιοτικό τουρισμό, για μόνιμη και σταθερή δουλειά με σύγχρονα δικαιώματα στον κλάδο.