Η «ιστορική αποτυχία» του Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς να εκλεγεί καγκελάριος από τη γερμανική Βουλή με την πρώτη ψηφοφορία είναι ένα πρωτοφανές γεγονός, σε μια σειρά τέτοια γεγονότα, που εξελίσσονται στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια, με μεγαλύτερη ένταση τους τελευταίους μήνες. Την Τρίτη, αυτό που συνέβη στη γερμανική Βουλή ήταν το εξής: Ενώ ο κυβερνητικός συνασπισμός της Χριστιανικής Ενωσης (CDU/CSU) και των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) έχει σχετικά άνετη πλειοψηφία 328 από τις 630 έδρες της Βουλής, δεν κατάφερε να εκλέξει τον Μερτς καγκελάριο επειδή υπήρξαν 18 «διαρροές». Στη δεύτερη ψηφοφορία, λίγες ώρες αργότερα, εξελέγη με 325 «ναι».
Η ψηφοφορία είναι μυστική και έτσι παραμένει άγνωστο ποιοι βουλευτές δεν στήριξαν τη συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών, από ποιο ή ποια κόμματα προέρχονταν. Σε κάθε περίπτωση, ο πέμπτος «μεγάλος συνασπισμός» στη σύγχρονη Ιστορία της Γερμανίας προέκυψε από πρόωρες εκλογές και ακολούθησε την προηγούμενη ασταθή διακυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών - Πρασίνων - Φιλελευθέρων. Οι «μεγάλοι συνασπισμοί» (CDU/CSU - SPD) θεωρούνται παραδοσιακά τα πιο σταθερά κυβερνητικά σχήματα για την αστική τάξη της Γερμανίας, ωστόσο στη σημερινή γεωπολιτική και οικονομική συγκυρία, όπου όλες οι ιμπεριαλιστικές «βεβαιότητες» αναιρούνται και οι ανταγωνισμοί οξύνονται, η πολιτική κατάσταση στη Γερμανία δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Ας δούμε λοιπόν ορισμένους ακόμα κρίκους στην αλυσίδα των «πρωτοφανών» γεγονότων που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στο πολιτικό σύστημα της Γερμανίας: Λίγο πριν τις εκλογές, κι ενώ SPD - Πράσινοι κυβερνούσαν με κυβέρνηση μειοψηφίας, ο Φρ. Μερτς κατέθεσε στη Βουλή ένα μη δεσμευτικό ψήφισμα για τη σκλήρυνση της πολιτικής καταστολής σε βάρος προσφύγων και μεταναστών. Το ψήφισμα αυτό εγκρίθηκε με τη στήριξη του ακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD). Αρκετοί Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές δεν το στήριξαν, ούτε οι Σοσιαλδημοκράτες, παρότι συναινούν και εφαρμόζουν όλοι μαζί βασικές κατευθύνσεις της αντιλαϊκής - αντιδραστικής πολιτικής στο Μεταναστευτικό, με κριτήριο τα συμφέροντα των γερμανικών μονοπωλίων.
Στη συνέχεια έγινε το «πρωτοφανές» να αναθεωρηθεί συνταγματικά το «φρένο χρέους», που βρίσκεται στον πυρήνα της δημοσιονομικής πολιτικής της Γερμανίας για δεκαετίες. Το «φρένο χρέους» ήταν πάγια οικονομική - δημοσιονομική πολιτική της CDU/CSU και προεκλογικά είχε δεσμευτεί ότι αυτό δεν θα αλλάξει. Οχι μόνο άλλαξε λίγες μέρες μετά τις εκλογές, αλλά επιπλέον η απόφαση πάρθηκε από την απερχόμενη Βουλή - παρότι είχαν προηγηθεί εκλογές - επειδή σε αυτήν ήταν ευνοϊκότεροι οι συσχετισμοί για την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3. Αντίστοιχα, για τους ίδιους λόγους, η απερχόμενη Βουλή ενέκρινε 1 τρισ. ευρώ για στρατιωτικούς σκοπούς τα επόμενα χρόνια μέσω προϋπολογισμού και δανείων.
Κι αν αυτοί είναι πολιτικοί «χειρισμοί», σημασία έχει πάνω σε ποιο έδαφος και μέσα σε ποια αντικειμενική συνθήκη γίνονται. Χειρισμοί άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο επιτυχημένοι, αλλά γεωπολιτικά αναγκαίοι για τα γερμανικά μονοπώλια, που σε κάθε περίπτωση αντανακλούν διεργασίες και αντιθέσεις σε τμήματα της αστικής τάξης, για το πώς θα διασφαλιστούν καλύτερα τα συμφέροντα των γερμανικών ομίλων. «Το κεντρικό πρόβλημα είναι ότι ο Μερτς πρέπει να ενεργήσει σε έναν κόσμο στον οποίο οι παλιές βεβαιότητες δεν μετράνε πλέον. Το τέλος της διατλαντικής φιλίας (σ.σ. με τις ΗΠΑ), η απειλή της Ρωσίας, η κλιματική αλλαγή απαιτούν καθορισμένη δράση. Αυτό δεν είναι εύκολο σε έναν συνασπισμό στον οποίο μια πλειοψηφία θα φαίνεται πάντα ασταθής», τονίζει χαρακτηριστικά το γερμανικό περιοδικό «Spiegel», εκφράζοντας ανησυχία για τα μελλούμενα.
Αλλωστε, μέσα σε τρία μόλις χρόνια - από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 - έχουν συμβεί στη Γερμανία όχι απλά πρωτοφανή και ιστορικά γεγονότα, αλλά τεκτονικές αλλαγές: Διακόπηκε η ροή φθηνού ρωσικού αερίου μέσω αγωγών, χάθηκε έδαφος στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων, για τρία συνεχόμενα χρόνια η γερμανική καπιταλιστική οικονομία - η ισχυρότερη της ΕΕ - βρίσκεται σε στασιμότητα και ύφεση, για πρώτη φορά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η προηγούμενη κυβέρνηση Σολτς διακήρυξε «αλλαγή εποχής» και έθεσε τον στόχο ο γερμανικός στρατός να γίνει ο ισχυρότερος της Ευρώπης. Κι όλα αυτά εν μέσω κλιμακούμενων κλυδωνισμών στις σχέσεις με τον παραδοσιακό σύμμαχο της Γερμανίας, τις ΗΠΑ, για την Ουκρανία, για την «ευρωπαϊκή άμυνα» και τους εξοπλισμούς στην Ευρώπη, για το εμπόριο και τις επενδύσεις, αλλά και οξυμένου γεωπολιτικού ανταγωνισμού μέσα στην Ευρώπη για το «πάνω χέρι». Εκφραση αυτής της «αλλαγής εποχής» (Zeitwende), όπως είναι το σλόγκαν στη νέα φάση που έχει μπει το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και η Γερμανία, είναι και η εκλογή Μερτς «με τη δεύτερη».