Βρεθήκαμε και κείνο το Σαββατόβραδο στο καφενείο, Τριμμένοι, καθημερινοί άνθρωποι. Αλλος σιωπά. Αλλος καπνίζει. Κι όταν ακούγεται εκείνο το «Αχ να 'ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο» υγραίνουν τα μάτια κι αργά, σιωπηλά πίνουμε το ούζο μας.
Ναι. Η απεργία της Τρίτης. Δεν την ξεχνώ. Αλλά... -Δηλαδή; Χάθηκαν μεροκάματα. Είναι και η υπόσχεση στο γιο μου να του πάρω κείνα τ' αθλητικά παπούτσια. Ξέρεις, αριστεύει στα μαθήματα. -Δε θ' απεργήσεις; Ελα, έλα, μη φωνάζεις. Δεν είπα αυτό. Αλλά να, χάθηκαν μεροκάματα. Είμαι στενεμένος. -Χάζεψες; Ποιος δεν είναι στενεμένος; Ξέρεις κανένα να 'ναι στο γιαπί από κέφι;
Σιωπήσαμε. Το κεφάλι κατεβασμένο. Το τσιγάρο καίει το δάχτυλο. Πώς να δικαιολογηθώ στο παιδί; Ενα ζευγάρι παπούτσια του 'ταξα...
Ηρθε δεύτερο καραφάκι ούζο. Λίγο τυρί, ελιές, σαρδέλα, ντομάτα, αγγουράκι ο μεζές. Μιλούσαμε. Είναι πρώτος μαθητής. Η κόρη μου να δεις, έλεγε ο άλλος. Διαβάζει τώρα τη «Μάνα» του Γκόρκι. Αντε να προδώσεις. Καταλαβαίνεις; Αν δεν τα καταφέρω, θα τα στείλω στο χωριό. Ο Λάδωνας είναι κοντά. Πλατάνια, ψάρια, πουλιά. Και το Μαίναλο κατάφυτο. Τι είναι η θάλασσα μπροστά τους...
Η απεργία τους δοκιμάζει. Ολους. Δεν είναι παιχνίδι. Είναι θυμός. Και τα παιδιά... Αχ αυτά τα παιδιά, που σε κοιτάν αθώα και στα λένε όλα. Πώς ν' αντέξεις που δε θα παρθούν τα παπούτσια, που δε θα βουτήξουν στη θάλασσα...
Ανταμώσαμε. Μετρηθήκαμε. Ολοι εκεί. Περάσαμε απ' το γιαπί. Κανείς. Τραβήξαμε για το εργοτάξιο. Αλλοδαποί συνάδελφοι με κατεβασμένο κεφάλι και μετέωρο βήμα. Ρε, θα δουλέψετε; Και δε θα μας ντρέπεστε αύριο; Θα καταδεχτείτε μωρέ να καρπωθείτε το αποτέλεσμα του αγώνα μας; Τρώγεται τέτοιο ψωμί; Ετσι μιλήσαμε και φύγαμε. Οι αλλοδαποί τα είπαν στη γλώσσα τους. Μνημόνευσαν τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τις ανάγκες τους. Οχι, είπε ένας. Δεν τρώγεται τέτοιο ψωμί. Μας έφτασαν και σμίξαμε.
Η πορεία των θυμωμένων πατεράδων βροντάει απ' την αντρίκεια περπατησιά, το οργισμένο σύνθημα. Μπήκαν και οι πιτσιρικάδες σ' αυτήν.