Ο Καραΐσκος, λοιπόν, ο αρχηγός μας (τον αναφέρω πολλές φορές στις «Κουβέντες του κυνηγιού»), είναι ασυναγώνιστος στο να λέει ανέκδοτα και διάφορες άλλες πικάντικες ιστορίες και χωρατά. Καθόμασταν μια φορά σε ένα σύρραχο, ανάμεσα Ιταμο και Καπροβούνι, να πάρουμε μια ανάσα κι εμείς και τα σκυλιά, ύστερα από πολλές ώρες που περπατούσαμε, κυνηγώντας τις πέρδικες και τις μπεκάτσες. Απέναντί μας, απεραντοσύνη καταπράσινη, βουνά και λαγκαδιές και κάτι μακρινά τροκάνια και κυπριά από κάποιο κοπάδι να σε μαγεύουν με τη μελωδία τους.
«Ετούτα τα βουνά», λέει σε μια στιγμή ο Καραΐσκος, «είναι γιομάτα... Μήτρους. Θέλεις τώρα από δω, να καλέσω έναν εγώ με το "κινητό" μου, και να με ακούσει;». Και κάνοντας τις παλάμες του χωνί γύρω από το στόμα, βάζει μια δυνατή, μακρόσυρτη φωνή: «Οοορε Μήτροοο!». Και, ω του θαύματος, η απόκριση ήρθε αμέσως από την απέναντι ραχούλα: «Ε, ορέ, εεε!». «Νάτος!», είπε γελώντας ο δικός μας, και συνέχισε: «Τι γίνεσαι, μωρέ, είσαι καλά;». «Καλά, ορέ, καλά. Εσύ ποιος είσαι;». «Φίλος, βρε, φίλος. Αϊ, θα έρθω εκεί, να τα πούμε από κοντά».
«Τι σας έλεγα;», γύρισε σ' εμένα ο Καραΐσκος. «Κινητό πρώτης γραμμής! Ούτε έξοδα, ούτε ακτινοβολίες και ραδιενέργειες που λένε».
Υστερα, μας είπε και για το «κινητό» ενός άλλου Μήτρου. Ηταν, λέει, δυο αδέρφια, βλαχόπουλα. Ο Θανασούλας, παντρεμένος, κάτω στο κονάκι με την οικογένεια, και ο Μήτρος, ανύπαντρος, απάνω στο γρέκι, με τα γιδοπρόβατα. Ενα πρωί, φωνάζει ο Μήτρος με το «κινητό» του, ψηλά απ' το καραούλι: «Οοορε Θανασούλα!». «Εε, ορέ!», απαντάει ο άλλος. «Τι κάνετε, μωρέ; Τι χαμπάρια, καλά;». «Καλά, δε λες τίποτα... Σε αρρεβωνιάσαμαν!». Χάρηκε ο Μήτρος μόλις το άκουσε και ενδιαφέρθηκε να μάθει πώς είναι η αρρεβωνιαστικιά του. «Είναι καλή, ορέ, είναι καλή;». «Ουού! Απ' τη δική μ', τη Βασίλω, και καλύτερη ακόμα!».
Ομως - κακά τα ψέματα - η κινητή τηλεφωνία έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας. Τις προάλλες, με πήρε με το κινητό του, ψηλά από τ' Αγραφα, ο Λιάκος, ο Καλαμπαλίκης, από τους τελευταίους τσελιγκάδες που βγάζουν τα κοπάδια τους επάνω στην ανεμοδαρμένη Νιάλα.
«Τι γίνεσαι, βρε παλιόφιλε; Χαθήκαμε...». «Από πού με παίρνεις;». «Απ' τη Νιάλα». «Βάλατε και στη Νιάλα τηλέφωνο;». «Απ' το κινητό μου, βρε, σε παίρνω. Κράτα τον αριθμό μου, και δώσε μου κι εσύ τον δικό σου, να τα λέμε καμιά φορά».
Κράτησα τον αριθμό του, αλλά εγώ δεν έχω κινητό, για να του δώσω τον δικό μου. Τα απεχθάνομαι και, όσο μπορώ, τα αποφεύγω όλα αυτά τα «μηχανήματα του διαόλου», με τα σαράντα κουμπιά και τα μυστήρια πολύχρωμα φωτάκια, που αναβοσβήνουν και σε μπερδεύουν ακόμα πιο πολύ, αν και πρέπει να ομολογήσω ότι μας εξυπηρετούν αφάνταστα και κάνουν πιο εύκολη τη ζωή μας.