Ο ονομαστικός μισθός είναι το ποσό των χρημάτων που παίρνει ένας εργαζόμενος για την εργασία του. Ο πραγματικός μισθός εκφράζει την αγοραστική δύναμη του μισθού, δείχνει πόσα αγαθά και υπηρεσίες μπορεί ο εργαζόμενος να αγοράσει με τον μισθό του, είναι δηλαδή ο ονομαστικός μισθός προσαρμοσμένος στο γενικό επίπεδο των τιμών.
Ετσι όταν οι τιμές αυξάνονται, η πραγματική αξία του μισθού μπορεί να μειώνεται, ακόμη κι αν ο ονομαστικός έχει αυξηθεί. Για παράδειγμα, αν ένας μισθωτός έπαιρνε 1.000 ευρώ και τώρα παίρνει 1.100 ο ονομαστικός του μισθός παρουσιάζει αύξηση 10%, αλλά ο πραγματικός μισθός του (αν π.χ. ο πληθωρισμός είναι 12%) μπορεί να παρουσιάζει και μείωση, δηλαδή με περισσότερα χρήματα να μπορεί να πάρει λιγότερα εμπορεύματα.
Σήμερα στην Ελλάδα ακόμα και ο ονομαστικός μισθός (τον οποίο η κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι τον αυξάνει με βάση τους μνημονιακούς νόμους που προβλέπουν ορισμό του με κυβερνητική απόφαση και κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» του κεφαλαίου) βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα προ καπιταλιστικής κρίσης - σχεδόν 15 χρόνια πριν, ενώ είναι πολύ χαμηλότερος αν υπολογίσει κανείς τα επίπεδα που θα είχε ο ονομαστικός μισθός με τις αυξήσεις που προβλέπονταν από τις Συλλογικές Συμβάσεις της περιόδου προ κρίσης.
Πολύ μεγαλύτερη είναι βέβαια η «ψαλίδα» σε ό,τι αφορά τον πραγματικό μισθό, που τελειώνει στα μισά του μήνα, εξαιτίας της τεράστιας ακρίβειας και του πληθωρισμού.
Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές (που λένε «μισές αλήθειες» με τον τρόπο που διαμορφώνονται) οι μέσες μεικτές μηνιαίες τακτικές τον Δεκέμβρη του 2011 σε ονομαστικές τιμές ήταν 1.241 ευρώ και τον Δεκέμβριο του 2024 ήταν 1.167 ευρώ, μειωμένες δηλαδή κατά 6%. Ομως σε πραγματικές τιμές ήταν, αντίστοιχα, 1.193 ευρώ και 977 ευρώ, μειωμένες δηλαδή κατά 18%.
Την ίδια ώρα, οι «μέσοι όροι» κρύβουν και μια σειρά από στοιχεία όπως π.χ. το γεγονός ότι αυξάνονται συνεχώς οι εργαζόμενοι που παίρνουν λιγότερα και από τον κατώτατο μισθό (πλέον το 32% των εργαζομένων - σχεδόν ένας στους τρεις δηλαδή), με όλο και περισσότερους εργαζόμενους να συσσωρεύονται γύρω από τα «χαμηλότερα όρια» των μισθών. `Η το γεγονός πως αν κανείς δει τους υποδείκτες του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, που περιλαμβάνουν προϊόντα αναγκαία για τα λαϊκά νοικοκυριά (π.χ. «Διατροφή και Μη Αλκοολούχα Ποτά»), η μείωση του πραγματικού μισθού ξεπερνάει το 33% από το 2011.
Οι Θέσεις του 22ου Συνεδρίου καταγράφουν αυτή την πραγματικότητα, όπως και πολλούς από τους παράγοντες στους οποίους οφείλεται ο τεράστιος πληθωρισμός - η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, π.χ. τη νομισματική πολιτική που ακολουθείται από την ΕΚΤ, αλλά και στις ΗΠΑ και αλλού (με το «κόψιμο χρήματος»), τις αυξήσεις στις τιμές της Ενέργειας, τη διεύρυνση της εμπορευματοποιημένης λειτουργίας μιας ολόκληρης κατηγορίας υπηρεσιών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Υγεία και την Παιδεία, καθώς και την αύξηση των ενοικίων και των στεγαστικών δανείων.
Τα παραπάνω αποτυπώνουν και το γεγονός ότι ο πληθωρισμός, η αύξηση των τιμών δεν είναι ένα «έκτακτο» ή «εξωτερικό» φαινόμενο για την καπιταλιστική οικονομία, αλλά προκύπτει από την ίδια τη λειτουργία της και από την πολιτική που την υπηρετεί.
Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι πως την ίδια ώρα που ο ονομαστικός μισθός φαίνεται αυξημένος, την ίδια ώρα εντείνεται και η φοροληστεία από το αστικό κράτος που τον κλέβει «από την άλλη τσέπη». Για παράδειγμα, η άμεση φορολογία γίνεται με βάση τον ετήσιο ονομαστικό μισθό και έτσι ένας εργαζόμενος σήμερα, που λόγω αύξησης του ονομαστικού μισθού πέρασε από ετήσιο εισόδημα 9.500 ευρώ σε 11.000 ευρώ, αλλάζει φορολογική κλίμακα και φορολογείται ένα μέρος με συντελεστή 22%, έναντι 9% την προηγούμενη χρονιά. Πρόσφατη μελέτη της Eurobank μάλιστα υπολόγισε ότι μόνο τη διετία 2021 - 2023 η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας επιβάρυνε με περίπου 1 δισ. ευρώ τα λαϊκά νοικοκυριά.
Αυτοί οι αριθμοί μάλιστα λένε και τη «μισή αλήθεια», αποτυπώνοντας τη χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης σε απόλυτους όρους - το γεγονός δηλαδή ότι οι εργαζόμενοι ζουν χειρότερα υλικά απ' ό,τι πριν (απόλυτη εξαθλίωση), ότι με τον ίδιο μισθό παίρνουν ένα πολύ μικρότερο «καλάθι» από εμπορεύματα. Πολύ μεγαλύτερη είναι η ψαλίδα αν κανείς υπολογίσει τη σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης, το γεγονός δηλαδή ότι η αναλογία του μεριδίου των εργαζομένων προς τον συνολικό κοινωνικό πλούτο που οι ίδιοι παράγουν, μειώνεται συνεχώς στον καπιταλισμό.
Το επίπεδο των μισθών άλλωστε αποτελεί έναν μόνο δείκτη της έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Για παράδειγμα, ο μέσος μισθός μπορεί να ανεβαίνει, αλλά την ίδια ώρα πολλοί περισσότεροι εργαζόμενοι δουλεύουν δυο δουλειές, υπερωρίες, έως και 13 ώρες δουλειάς για να συμπληρώσουν το ποσό αυτό, η εντατικότητα της εργασίας πολλαπλασιάζεται για την παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων στη μονάδα του χρόνου, όπως επίσης πολλαπλασιάζονται τα εργατικά «ατυχήματα» και οι επαγγελματικές ασθένειες, όλο και περισσότεροι ανήλικοι και συνταξιούχοι αναγκάζονται να εργάζονται.