«Η λιτότητα πλήττει την ανάπτυξη» (Ολιβιέ Μπλανσάρ, επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ), «Τα μέτρα λιτότητας έχουν οδηγήσει στη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων» (Ολι Ρεν, επίτροπος αρμόδιος για τα οικονομικά της ΕΕ). Μπορεί να φαίνονται αντιφατικές οι δηλώσεις των παραπάνω εκπροσώπων ιμπεριαλιστικών οργανισμών που έγιναν την ίδια μέρα αλλά βέβαια δεν είναι. Απηχούν ενδοϊμπεριαλιστικές διαμάχες για το μείγμα διαχείρισης της κρίσης και τη μοιρασιά των βαρών από την καταστροφή των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών και μονοπωλιακών ομίλων. Επί της ουσίας όμως, δεν υπάρχει κανένα δίλημμα «λιτότητα ή ανάπτυξη» όχι μόνο για τους εκπροσώπους των παραπάνω οργανισμών, αλλά για το σύνολο των καπιταλιστικών κρατών. Τα μέτρα λιτότητας, δηλαδή οι άγριες περικοπές σε μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, κοινωνικές δαπάνες, είναι πυλώνας της «ανάπτυξης». Χάρη σε αυτά «εξοικονομούνται» τεράστια κεφάλαια προκειμένου να διατεθούν στην υπηρεσία των μονοπωλιακών ομίλων για να στηριχθεί η ανάκαμψη της κερδοφορίας τους. Επειδή αυτό δεν αρκεί, ενεργοποιούν ταυτόχρονα το εργαλείο των «μεταρρυθμίσεων», που είναι ο δεύτερος πυλώνας της «ανάπτυξης». Οι μεταρρυθμίσεις, δηλαδή οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, διασφαλίζουν σε πιο «μόνιμη» βάση τις προϋποθέσεις για την ανάκαμψη και θωράκιση της κερδοφορίας, μέσω της φτηνής εργατικής δύναμης και των νέων «πεδίων» επέκτασης των μονοπωλίων. «Μεταρρυθμίσεις» βαφτίζουν την κατάργηση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, τη διάλυση των δημοσίων υπηρεσιών, τις σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, το πλιάτσικο στις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Αρα, λιτότητα και «μεταρρυθμίσεις» αλληλοσυμπληρώνονται και ξεζουμίζουν μέχρι εξαθλίωσης το λαό για να μπορέσει να διασφαλιστεί η καπιταλιστική ανάπτυξη και η «αειφόρος» κερδοφορία των μονοπωλίων. Αυτή η ανάπτυξη όμως μόνο βάσανα, δυστυχία και μόνιμη φτώχεια επιφυλάσσει για το λαό. Είναι καιρός ο λαός να δοκιμάσει τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, παίρνοντας ο ίδιος στα χέρια του τον πλούτο και την εξουσία, δίχως εξαρτήσεις και δεσμεύσεις από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Με αφορμή την είδηση ότι η γαλλική κυβέρνηση σκοπεύει να χρησιμοποιήσει κρατικές εγγυήσεις για την ασφαλιστική κάλυψη των γαλλικών επιχειρήσεων που εξάγουν στην Ελλάδα, ήρθε στην επιφάνεια το εξής στοιχείο: Συνολικά, 7 στα 10 κιλά μοσχαρίσιου κρέατος που διακινείται στην αγορά της Ελλάδας είναι εισαγόμενα. Το 40% της αγοράς καλύπτεται από τη Γαλλία, το 9% από την Ιταλία, το 7% από τη Γερμανία και το 5% από την Ολλανδία. Τα σημειώνουμε όλα αυτά για τον εξής λόγο: Μια χώρα που πριν από μερικές δεκαετίες είχε ανεπτυγμένη κτηνοτροφία, ικανή να ταΐσει το λαό της από την εγχώρια παραγωγή, έχει φτάσει να εισάγει το 70% του μοσχαρίσιου κρέατος που καταναλώνει! Ο ρόλος της ενσωμάτωσης της ΕΕ σ' αυτό είναι καταλυτικός, με τις ποσοστώσεις και την καταστροφή της εγχώριας κτηνοτροφίας, μαζί και των κλάδων που τη στηρίζουν, όπως η παραγωγή ζωοτροφών, η παραγωγή των πρώτων υλών που απαιτούνται για την παρασκευή τους, τα λιπάσματα για τις φυτικές πρώτες ύλες και πάει λέγοντας. Αυτή είναι η μια πλευρά, που δείχνει τις συνέπειες από την ένταξη και παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ. Η άλλη έχει να κάνει με τα δημόσια ελλείμματα και το χρέος, τα οποία αυξάνονται υπέρογκα και εξαιτίας των εισαγωγών. Τρίτο και τελευταίο: Η Ελλάδα είχε κτηνοτροφία, άρα μπορεί να αναπτύξει ξανά. Προϋπόθεση γι' αυτό είναι να οργανώσει την οικονομία της με στόχο την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, να διώξει δηλαδή τα μονοπώλια από την παραγωγή, να κοινωνικοποιήσει τα εργοστάσια και τη γη. Για να γίνει αυτό πρέπει η Ελλάδα να είναι αποδεσμευμένη από την ιμπεριαλιστική ΕΕ. Χρειάζεται με άλλα λόγια λαϊκή εξουσία για να μπορεί ο λαός να παράγει για τις δικές του ανάγκες και όχι να εισάγει προϊόντα πρώτης ανάγκης για να κάνουν πάρτι τα μονοπώλια.
Τουλάχιστον απαράδεκτη είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται στα σχολεία με τις ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς. Χειρότεροι από τα κενά είναι όμως οι τρόποι με τους οποίους το υπουργείο επιβάλλει να λειτουργήσουν τα σχολεία με συμπτύξεις και εκπαιδευτικούς «λάστιχο», μέτρα που - όπως κι εκείνα του μνημονίου - έρχονται για να μείνουν και δεν είναι προσωρινές λύσεις σε καιρό κρίσης.
Ανάμεσα στις μεθόδους «κάλυψης» των κενών είναι και η εξής: Δύο εκπαιδευτικοί οι οποίοι έχουν από ένα τρίωρο μάθημα, μειώνουν κατά μία τις ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας τους. Τις κομμένες ώρες διδάσκουν σε ένα τμήμα το οποίο ακόμα... περιμένει τον αναπληρωτή. Ετσι, μετατρέποντας τα δύο τρίωρα σε τρία δίωρα το υπουργείο Παιδείας θεωρεί ότι έχει κατανείμει «ορθολογικά» το προσωπικό του. Καλύπτει τρεις θέσεις με δύο εκπαιδευτικούς σε βάρος βέβαια της δουλειάς που γίνεται στα σχολεία, τα οποία αφού μείωσαν τις ποσότητες πετρελαίου (όσα τελικά προμηθεύτηκαν) φτάνουν πια σε σημείο να μειώνουν και την «ποσότητα» μαθημάτων.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύεται η συνέχεια του αστικού κράτους, του οποίου βασικοί μηχανισμοί συνέχισαν να λειτουργούν αυτοτελώς σε συνεργασία με τα γερμανικά και ιταλικά στρατεύματα.
Η συγγραφέας θέλοντας να αποτυπώσει τη δράση των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης στην περιοχή απευθύνθηκε στους αγωνιστές αυτούς και σε δεκάδες άλλους στα χωριά, ανεξάρτητα από τη σημερινή τους πολιτική τοποθέτηση, για «να μη θαφτεί η αλήθεια, η νέα ιστορία του λαού, που την έγραψε με αίμα, πόνο και δάκρυα στα ερείπια των Σερβίων, για να μη γραφτεί από ανθρώπους που ήταν απόντες και ίσως εσκεμμένα θελήσουν να παραχαράξουν την ιστορική αλήθεια αυτοπροβάλλοντας παράλληλα τον εαυτό τους». Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή.
Η πλέον σοβαρή ένδειξη είναι τα στοιχεία επιβράδυνσης της οικονομίας της Βραζιλίας, από την αρχή της χρονιάς και παρά τα συνεχή μέτρα «στήριξης» και «τόνωσης» της οικονομίας. Η αντίδραση ακαριαία, καθώς η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα επενδύσεων ύψους 54,2 δισ. ρεάις (περίπου 20 δισ. ευρώ) για την επέκταση και τη βελτίωση των λιμενικών υποδομών της χώρας και τη μείωση του κόστους μεταφοράς αγαθών, τόσο σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές όσο και σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές. Παράλληλα, η Πρόεδρος Ρουσέφ εντείνει τις προσπάθειες διεύρυνσης των περιφερειακών καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, όπως η Κοινή Αγορά του Νότου-Mercosur (ήδη αρχίζει η διαδικασία ένταξης του Εκουαδόρ και της Βολιβίας), η Ενωση των Χωρών της Νοτίου Αμερικής-Unasur και άλλες. Ταυτόχρονα, εμβαθύνει τις σχέσεις με τις BRICS (Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Νότια Αφρική). Ενέργειες, όμως, που δημιουργούν αντιδράσεις από μερίδες του κεφαλαίου στη Βραζιλία οι οποίες ζητούν πιο στενή σύνδεση με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.