Κυριακή 6 Οχτώβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εν συντομία

Λένε ότι η καλύτερη εποχή, για να κάνετε μια δίαιτα που να αποτοξινώσει τον οργανισμό μας είναι η άνοιξη και το καλοκαίρι, επειδή υπάρχουν άφθονα λαχανικά και πολλά φρούτα. Ομως, ακόμη και τώρα στην αρχή του φθινοπώρου δεν είναι αργά. Τι πρέπει να κάνετε για δέκα μέρες; Να πίνετε πολύ νερό, αλλά όχι πριν και μετά το γεύμα. Να αποφεύγετε τα γλυκά και οτιδήποτε περιέχει γλυκόζη, σιρόπι και ζάχαρη. Να κρατηθείτε μακριά από τα γαλακτοκομικά, το ψωμί, την καφεΐνη (ακόμα και τον καφέ ντεκαφεϊνέ να τον αποφύγετε) για ένα δεκαήμερο. Δεν είναι πολύ. Επίσης, να τρώτε πάντα πριν από τις 8 το βράδυ μικρές μερίδες φαγητού και να αραιώνετε το χυμό φρούτων με νερό. Να μασάτε καλά το φαγητό σας και κυρίως να ασκείστε τουλάχιστον είκοσι λεπτά τη μέρα. Και εάν φυσικά μπορείτε να τρώτε τροφές που επιταχύνουν την αποτοξίνωση του οργανισμού, δηλαδή παντζάρια, αγκινάρες, σκόρδο, κρεμμύδι, να ετοιμάζετε ροφήματα από βότανα, όπως από άγρια ραδίκια, από τριφύλλι και από μέντα. Να τρώτε φρέσκα φρούτα.

Μικρές σελίδες

Τα σχέδια του Μουσείου Πινό
Τα σχέδια του Μουσείου Πινό
Πάμε μια βόλτα μέχρι την Κολονία; Πάμε να δούμε την επέκταση του Μουσείου Ludvwig που έχει αρχίσει να επαναλειτουργεί από τον περασμένο Νοέμβρη, αλλά περνά ακόμη μια ταραγμένη και επεκτατική περίοδο; Εκεί, λοιπόν, στην Κολονία το Μουσείο αυτό μεγαλώνει, διότι τα εκθέματά του είναι βασισμένα σε συλλέκτες και μόνον. Το τι ακριβώς θα δούμε δε γνωρίζουμε, αλλά πάντως αξίζει τον κόπο να το διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι. Και από την Κολονία στο Παρίσι, όπου το 2006 (ποιος ζει ποιος πεθαίνει μέχρι τότε) θα ολοκληρωθούν οι εργασίες και θα ανοίξουν οι πύλες του ιδιωτικού μουσείου του ιδιοκτήτη του οίκου Christie's. Ο εκατομμυριούχος Φρανσουά Πινό ανακοίνωσε ότι το κτίριο του Ιδρύματος Πινό πρόκειται να χτιστεί στο Il de Seguin και θα σχεδιαστεί από τον Ιάπωνα αρχιτέκτονα Ταντάο Αντο. Το κόστος όλου του σχεδίου αγγίζει τα 95 εκατ. δολάρια και ο ο Πινό φαίνεται ενθουσιασμένος και συγκινημένος από τη δύναμη και την ομορφιά του αρχιτεκτονικού ύφους του Ταντάο Αντο, του οποίου οι γραμμές συνδυάζουν πνευματική ακτινοβολία και λειτουργική αυστηρότητα. Μέχρι τότε έχουμε καιρό... Εχουμε; Θα δείξει. Ευχόμαστε πάντως και καιρό να έχουμε και υγεία να έχουμε και διάθεση και χρήματα μέχρι τότε, ώστε να αποτολμήσουμε ένα ταξιδάκι μέχρι το Παρίσι. Ραντεβού, λοιπόν, το 2006 στο Il de Segouin και εάν χαθούμε θα σας περιμένω στην είσοδο του Μουσείου. Τα όνειρα και τα σχέδια, ευτυχώς, δωρεάν είναι.

Και ο ήλιος, μια ψηλή ξανθιά είναι

Το νέο μυθιστόρημα «Οι ψηλές ξανθιές» του Ζαν Εσενόζ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις» σε εξαιρετική μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα πρωτοποριακό λογοτεχνικό είδος, που ίσως να μην κάνει μια επανάσταση στο χώρο της πεζογραφίας, αλλά οπωσδήποτε καταφέρνει μια επιτυχημένη λογοτεχνική «εξέγερση».

«Οι ψηλές ξανθιές» είναι ένα βιβλίο πρωτότυπο, δροσερό, παράδοξο, έξυπνο, γρήγορο, ευρηματικό, ανάλαφρο. Κυρίως, όμως, είναι ένα βιβλίο αυθεντικό. Και όταν λέω αυθεντικό, εννοώ ότι ο συγγραφέας δεν πρωτοτυπεί για χάρη της πρωτοτυπίας. Πρωτοτυπεί απλώς διότι είναι ο ίδιος πρωτότυπος, διότι η γραφή του είναι πρωτότυπη και το θέμα του επίσης. Η Γκλόρια Στέλλα μια νέα γυναίκα, είναι ένας διάττοντας αστέρας του πενταγράμμου, που πέφτει στη Γη και θρυμματίζεται, όταν περνάει το κατώφλι της Γενικής Ασφάλειας με την κατηγορία της δολοφονίας, που εκτίει ποινή φυλάκισης για πέντε χρόνια και που από τη στιγμή που θα αποφυλακιστεί θα αγνοείται η τύχη της. Εξαφανίζεται. Κανείς δεν την αναζητεί, κανείς δεν τη θυμάται, ούτε ακόμη ο ίδιος της ο πατέρας, αφού πάσχει από γεροντική άνοια. Και αυτό είναι για εκείνη το ζητούμενο. Να ξεχαστεί εντελώς. Οταν όμως προσπαθείς τόσο πολύ να ξεχάσεις και να σε ξεχάσουν σημαίνει ότι θυμάσαι. Ετσι δεν είναι;

Ομως ο Σαλβαντόρ, ο παραγωγός τηλεοπτικών εκπομπών, οι οποίες στοχεύουν να φρεσκάρουν τη μνήμη των τηλεθεατών, δείχνοντας στο γυαλί πρόσωπα «χαμένα και λησμονημένα», για πολλούς πεθαμένα, ο τηλεάνθρωπος αυτός την αναζητεί. Και καθώς δεν τη βρίσκει αναγκάζεται να καταφύγει σε ένα ειδικό γραφείο, για να εντοπιστεί η χαμένη καλλιτέχνης. Οι προθέσεις του είναι αγαθές: θέλει απλώς να παρουσιάσει στους τηλεθεατές την Γκλόρια Στέλλα, την ψηλή, ξανθιά τραγουδίστρια που κάποτε αγαπήθηκε από το κοινό. Να ξυπνήσει τα αισθήματα, να τα αναθερμάνει και να ωθήσει το κοινό να την ξαναγαπήσει. Σιγά σιγά η άγνωστη Γκλόρια τού γίνεται έμμονη ιδέα και κάθε βράδυ μένει άυπνος, επειδή τυραννιέται από την απορία του τι σημαίνει να είσαι «Ψηλή ξανθιά». Και κάθε πρωί, απεγνωσμένα προσπαθεί να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα γι' αυτό το διαφορετικό γυναικείο είδος. Για να το χαρακτηρίσει, ματαίως όμως. Αλλωστε, οι «ψηλές ξανθιές» είναι μόνον... μια νοοτροπία και δεν έχουν ανάγκη όσες τη διαθέτουν να είναι ούτε πραγματικά ψηλές (υπάρχουν τακούνια) ούτε φυσικές ξανθές (υπάρχουν και ειδικές βαφές). Ελα, όμως, που υπάρχουν και οι αυθεντικές, οι αληθινές ψηλές ξανθιές... Ετσι, προς το τέλος του βιβλίου, ο Σαλβαντόρ θα αναφωνήσει: «Και ο ήλιος, μια ψηλή ξανθιά είναι».

Είπαμε, επειδή το γνωρίζουμε ότι οι προθέσεις του Σαλβαντόρ είναι αγαθές, όμως η νέα γυναίκα ούτε τον Σαλβαντόρ γνωρίζει αλλά ούτε και τις προθέσεις του. Η Γκλόρια Στέλλα, μόλις συνειδητοποιεί ότι αναζητείται θεωρεί ότι «καταζητείται» και γι' αυτό αναγκάζεται να δραπετεύσει από το θλιβερό, μοναχικό, πανάθλιο, μισοερειπωμένο σπίτι -η ίδια το είχε επιλέξει- στο οποίο είχε καταφύγει, για να διατηρήσει την ανωνυμία της. Δεν αντέχει τους ανθρώπους, δεν υποφέρει την ιδέα να είναι επιθυμητή, αγανακτεί στη σκέψη ενός αγγίγματος. Μισεί την ομορφιά της, προσπαθώντας να την εξαφανίσει, έτσι ώστε να μην είναι ούτε ψηλή ούτε ξανθιά... Το δεύτερο το καταφέρνει, το πρώτο το κρύβει όσο μπορεί, με ένα ελαφρό καμπούριασμα. Η μοναδική της συντροφιά είναι ένα ανθρωποειδές, ο Μπελιάρ, ένας διάολος τριάντα εκατοστών που την επισκέπτεται καθημερινά και που για ανεξήγητους λόγους ξέρει τα πάντα για εκείνη... Μα αυτό άλλωστε είναι και το μυστικό του συγγραφέα: ότι δε χρειάζεται να δίνει εξηγήσεις για όλες τις απίθανες και απίστευτες καταστάσεις που διαδραματίζονται σε κάθε σελίδα. Ο Ζαν Εσενόζ δεν παίζει μόνον με τις λέξεις, αλλά και με τον αναγνώστη στον οποίον τελικά απευθύνεται. Από την πρώτη κι όλας παράγραφο, ο συγγραφέας κλείνει πονηρά το μάτι, προσκαλώντας τον να τον ακολουθήσει σε μια απίστευτη αλλά συναρπαστική ιστορία για να του δείξει τον τρόπο που θα του επιτρέψει να πάρει αποστάσεις από την τυραννία της μαζικής κουλτούρας. Πραγματικά τούτο το βιβλίο είναι εξαιρετικό.

Καθ' οδόν: Στη Βρέμη

Το βλέμμα του ιππότη

«Κυρά, ποτέ δεν είδα άλλοτε τα μάτια σου τόσο θλιμμένα», απαγγέλλει σιγανά με την τραγουδιστή του προφορά ο Pedro από τη Λισαβόνα, καθώς προχωρεί στις μαρμαρένιες πλάκες του καθεδρικού ναού.

Ενας Αύγουστος μακριά από τα νησιά, μακριά από το πυκνό φως της Ελλάδας, είναι ήδη μια πρόκληση. Και η πρόκληση γίνεται πείσμα, όταν αποφασίζεις να τον ζήσεις στη βόρεια Γερμανία, κάτω από το λευκό ουρανό της Ελεύθερης Χανσεατικής Πόλης της Βρέμης, μιας από τις ελάχιστες πόλεις - κράτη που ακόμα αυτοδιοικούνται. Αλλά η θυσία πληρώνεται με κάποια ζεστά χαμόγελα, που γρήγορα σε κάνουν να ξεχάσεις την υπεροψία του λαού των ξανθών κατακτητών και των φιλοσόφων. Ισως γιατί σ' αυτό το ιστορικό κρατίδιο, που για αιώνες ευημερούσε από το εμπόριο της Βόρειας Θάλασσας, οι άνθρωποι εδώ και κάμποσα χρόνια αντικρίζουν το ανάστροφο, το συνοφρυωμένο πρόσωπο της τύχης, εκείνο με το άδειο βλέμμα του άνεργου και του απόκληρου. Σαν το βλέμμα εκείνων που μέρα - μεσημέρι μεθούν στους πάγκους κατά μήκος της Frauenkirche, της εκκλησίας που πλαισιώνει μαζί με τον καθεδρικό του Αγίου Πέτρου, το δημαρχείο, το γυάλινο κτίριο που στεγάζει την τοπική Βουλή και το κεντρικό κατάστημα της ζυθοποιίας Beck's την πλατεία της Αγοράς, στη μέση της οποίας δεσπόζει το υπερμέγεθες άγαλμα του Roland. Ο θρυλικός ιππότης του Μεσαίωνα επιτηρεί εν πλήρει εξαρτύσει την πολύβουη πλατεία, όπου οι μοντέρνες ρεκλάμες γειτονεύουν με τις αναγεννησιακές προσόψεις, όπου τα τέσσερα κατοικίδια του παραμυθιού εξακολουθούν, φυλακισμένα στα μεταλλικά τους ομοιώματα, να τραγουδούν την παράταιρη μελωδία τους και όπου οι τουρίστες, οι μεθυσμένοι, οι μουσικοί και οι φοιτητές χρωματίζουν με πλήθος λαλιές και χρώματα την πιο χαρούμενη ώρα της παράδοξα ηλιόλουστης μέρας.


Ισως όλα τούτα να τ' ακούει ο Roland και να χαίρεται, βλέποντας πως οι άνθρωποι ύστερα από χίλια χρόνια εξακολουθούν να δουλεύουν, να γελούν και να περπατούν στον ήλιο. Ισως πάλι να είναι αυτά τα λόγια ακατανόητο βουητό ενός πλήθους χαμένου στα παράπλευρα σοκάκια της Bttcherstrasse, ενός πλήθους που νομίζει πως μια ώρα στην πλατεία με τα πλούσια καταστήματα ξεπληρώνει την αγωνία και την τύφλωση όλης της μέρας. Ισως να νοσταλγεί ο μειλίχιος τους καιρούς που οι φωνές πιο ευλαβικές υψώνονταν στα σύννεφα πριν από μάχες αιματηρές και πολιορκίες. Οπως και να 'χει, οι ξένοι στέκονται, τον θαυμάζουν και φωτογραφίζονται μαζί του, δίχως να τον ρωτούν αν αντέχει τη συντροφιά τους, αυτός ο αποσταμένος από τους πολέμους, ο τραγουδισμένος από τους ποιητές. Και υψώνει το βλέμμα του πέρα από την πλατεία, για να το ξεκουράσει στα πράσινα νερά του Weser, του παραπόταμου του Ελβα, που διασχίζει την πόλη, σίγουρος πια πως το παλιό του μεγαλείο έχει οριστικά χαθεί. Πού και πού μονάχα κάποια βάρκα ή καΐκι φαίνεται να πλέει στα θολά νερά φορτωμένο εμπορεύματα ή περιηγητές.

Ενδοξη εποχή

«Στη δυτική όχθη βλέπετε τα πρώτα σπίτια της ιστορικής συνοικίας του Schnoor, της παλαιότερης γειτονιάς της Βρέμης», λέει η ξεναγός στους επισκέπτες κι εκείνοι απαιτούν να δουν από κοντά τα μικροσκοπικά σπίτια και να τριγυρίσουν στις μπιραρίες και στα αμέτρητα μικρομάγαζα που πουλάνε από χριστουγεννιάτικα στολίδια και παραδοσιακά υφαντά έως αφρικανικά κρουστά και παλιά βιβλία.

Στη γωνία του παλαιοβιβλιοπωλείου σταματάς, όχι μακριά από το Hochzeitshaus, το Σπίτι του Γάμου, που άλλοτε χρησίμευε ως κατοικία για τους επιφανείς ξένους και σήμερα στεγάζει νεόνυμφους από όλο τον κόσμο. Σταματάς ζαλισμένος από το λαβύρινθο των πέτρινων κτιρίων κι έχεις την εντύπωση πως ο 17ος αιώνας θα εμφανιστεί στη στροφή σαν έμπορος ικανοποιημένος ή κόρη με χαμηλωμένα μάτια ή σαν ζητιάνος και παλιάτσος του παντοδύναμου άρχοντα επισκόπου - σαν άνθρωπος γνώριμος και οικείος, δηλαδή. Ο ιδιοκτήτης του μικρού βιβλιοπωλείου, φερμένος απροσδόκητα στην εποχή μας, με την ποιητική αφηρημάδα στα μάτια και το ρομαντικό αέρα στα μαλλιά, δεν πρόκειται να σ' ενοχλήσει αν δε ζητήσεις τη συμβουλή του. Μα, όταν θα τον ρωτήσεις για τον αγαπημένο του ποιητή, τον Friedrich Hlderlin, που έζησε στη μακρινή Σουηδία δυο αιώνες πριν, θα λάμψει το απόμακρό του βλέμμα και με μια φωνή συγκρατημένη από το πάθος του παρελθόντος θα σου αφηγηθεί για κείνη την ένδοξη εποχή των γερμανικών γραμμάτων, θα σου βρει όποιο βιβλίο κι αν θελήσεις και ίσως το χαρίσει, λέγοντας: «Είναι δικό σας. Είχατε, άλλωστε, τόσο μακριά μαλλιά».


Ακούγοντάς τον, χαμογελά γλυκά ο Roland, που όλα τα παρακολουθεί από το ύψος των ασάλευτων ματιών του. Τα πουλιά κάθονται στους ώμους του, ο ουρανός συννεφιάζει και ψιχαλίζει και μια λειτουργία τελειώνει στον καθεδρικό. Στις πλάκες αντηχούν τα βήματα πιστών και περιηγητών και κάτω στη μεσαιωνική κρύπτη τα σιδερένια καντηλέρια νοσταλγούν την εποχή που ανθρώπινες ανάσες ζέσταιναν τις πέτρες γύρω από το βαπτιστήριο.

«Κυρά, ποτέ δεν είδα άλλοτε τα μάτια σου τόσο θλιμμένα», μουρμουρίζει ο Pedro και δεν ξέρεις αν απευθύνεται στο κορίτσι που έχει δίπλα του ή στο άγαλμα της Παναγίας που σταυρώνει καρτερικά τ' ανήμπορα χέρια στο στήθος - ή, ίσως - ίσως, στην έξαφνα και κάτω από το βόρειο ουρανό από τα βάθη λυπημένη πορτογαλέζικη ψυχή του.



Σοφία ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ