Ο Βολταίρος (1694-1778) αποτελεί την προσωποποίηση του λογοτεχνικού και πολιτικού κοσμοπολιτισμού της εποχής του. Ο σύγχρονός του σατιρικός ποιητής Alexis Piron - όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή της Ρ. Αργυροπούλου - γράφει για τον Βολταίρο: «[...] Αγαπά τα μεγαλεία και περιφρονεί τους Μεγάλους. [...] Στις φιλίες του ξεκινά με ευγένεια, συνεχίζει με ψυχρότητα και καταλήγει σε εχθρότητα. Του αρέσει η Αυλή, αλλά τη βαριέται».
Μέρος δεύτερο
«Κανείς βέβαια δε χρησιμοποιεί στην καθημερινή ομιλία τη λέξη αυτή και πολύ περισσότερο τη λέξη λαχανοπωροπώλης.
Μανάβικο και μανάβης (από το τουρκικό manav) είναι οι σχετικοί όροι, σήμερα και παλαιότερα, και είδη μαναβικής, αλλά και οπωροκηπευτικά, είναι τα προϊόντα που πουλούν τα μανάβικα. Στις παλαιότερες εποχές είδη μαναβικής πουλούσαν μόνο τα μανάβικα και ποτέ τα παντοπωλεία. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελούσαν κάτι λίγα μανάβικα, τα οποία εκτός από τα φρούτα και τα λαχανικά πουλούσαν και μερικά είδη μπακαλικής· αυτά είχαν τον πομπώδη τίτλο του οπωροπαντοπωλείου».
«Αρκετά ήταν τα καταστήματα στις συνοικίες που εξετάζουμε, τα οποία είχαν ως αποστολή τους να πουλούν γάλα και γιαούρτι στα νοικοκυριά της περιοχής, θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η προμήθεια των ειδών αυτών στις παλαιότερες εποχές, και πριν από τον πόλεμο αλλά και για ένα διάστημα μετά από αυτόν, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον σημερινό. Τότε υπήρχε μόνο το γάλα χύμα, προορισμένο για άμεση κατανάλωση (εξαίρεση αποτελούσαν τα λιγοστά πρατήρια της ΕΒΓΑ που διέθεταν παστεριωμένο γάλα σε γυάλινα μπουκάλια με πώμα από χαρτόνι). Το γάλα ερχόταν στο κατάστημα σε μεταλλικά κυλινδρικά δοχεία με πλατύ στόμιο και μεταλλικό σκέπασμα, που διέθεταν και μία μεταλλική λαβή για να τα μεταφέρει ο πωλητής. Το κατάστημα διέθετε μεταλλικά κύπελλα - μέτρα ορισμένης χωρητικότητας, της μιας οκάς, της μισής οκάς, των 250 δραμιών (1/4 της οκάς) κ.ο.κ. με τα οποία ο γαλατάς (η κοινή έκφραση για τον γαλακτοπώλη) μετρούσε την ποσότητα που ήθελε (συνήθως) η πελάτισσα, και κατόπιν την άδειαζε στο δοχείο που έφερναν οι τελευταίοι από το σπίτι τους. Το γάλα αυτό έπρεπε να καταναλωθεί το πολύ μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο ή και λιγότερο (ιδίως το καλοκαίρι) και πάντοτε ύστερα από βράσιμο για περισσότερη ασφάλεια. Το βράσιμο μάλιστα εξυπηρετούσε και ένα άλλο σκοπό: εάν συνέβαινε να είναι το γάλα αλλοιωμένο τότε με τον βρασμό "έκοβε" (γινόταν δηλαδή αποχωρισμός των στερεών συστατικών του) και αυτό ήταν ένδειξη ότι θα έπρεπε να απορριφθεί. Και φυσικά υπήρχαν και οι περιπτώσεις νοθείας, με κύριο νοθευτικό υλικό το νερό (τα παράπονα για "νερωμένο" γάλα ήταν αρκετά συχνά).
Πολλοί γαλατάδες έκαναν διανομή των προϊόντων τους και στα σπίτια, το γάλα το πρωί και το γιαούρτι το βραδάκι. Ο γαλατάς πήγαινε με το δοχείο του γεμάτο γάλα πολύ πρωί στα σπίτια (τότε δεν υπήρχαν πολυκατοικίες), κτυπούσε τα κουδούνια των πελατών και έβγαινε η νοικοκυρά (ή η υπηρέτρια, αν υπήρχε) με το σχετικό δοχείο, συνήθως μία κατσαρόλα, και έπαιρνε το γάλα. Για το γιαούρτι οι γαλατάδες ξεκινούσαν το σούρουπο κρατώντας ένα τσίγκινο ντουλαπάκι με δίφυλλη μεταλλική πόρτα και ράφια, στα οποία είχαν τα κεσεδάκια με το γιαούρτι, και άρχιζαν τη διανομή στους πελάτες· καμιά φορά διαλαλούσαν με δυνατή φωνή το εμπόρευμά τους για να προσελκύσουν νέα πελατεία».
(Οι φωτογραφίες από γειτονιές της Αθήνας προηγούμενων δεκαετιών, προέρχονται από το αρχείο του «Ρ»).
«Κι η Γης αδιάκοπα γυρίζει, γυρίζει ασταμάτητα. Ο ήλιος βασίλεψε και πλάκωσε η άγρια νύχτα. Αποκαμωμένη η μεγάλη πολιτεία κοιμάται στ' ανήσυχο κρεβάτι της. Και καθώς τ' άχρωμο φως του κίτρινου φεγγαριού πέφτει πάνω στο σκοτεινό κουφάρι της η πολιτεία φαντάζει σαν θλιμμένο λείψανο.
Ολα γύρω στάζουν αίμα και δάκρυα κι ο ανθός στα χείλη έχει μαραθεί.
Κάπου ξέμακρο το γεμάτο παράπονο κλάμα του Γκιώνη ξεχύνεται σαν μονότονο θλιβερό μοιρολόι.
Τριγύρω όλα έχουν λουφάξει, τρομαγμένα από τη φοβέρα που 'χει ξαπολήσει ο αγκυλωτός του φασισμού.
Τούτη τη σκοτεινή ώρα, το ξανθό παλικάρι κατάμονο, αλαφροπατώντας πάνω στον μακρύ ασφαλτόδρομο, προχωρεί με σιγουριά.
Βαστάει γερά στο χέρι του τον κουβά με την κόκκινη μπογιά και το πινέλο και προχωρεί.
Οι γαλάζιες θάλασσες των ματιών του προμηνάνε τ' αντάριασμα, τον μεγάλο ξεσηκωμό. Τραβάει μπροστά, δίχως βιάση, ολόισια, στητά. Ξέρει το δρόμο του, το στόχο του, την ελπίδα.
Χτες κιόλας σφηνώθηκε βαθιά στο μυαλό του η ασπροβαμμένη μάντρα στο μακρύ δρόμο. Τη σημάδεψε καλά για τον κρύφιο σκοπό του. Εκεί, σ' αυτή την ασπροβαμμένη μάντρα θα σταματούσε για να την κάνει σάλπιγγα λευτεριάς.
Προχωράει θαρρετά κι η ψυχή του αναγαλλιάζει από χαρά. Ναι! Τώρα κοντοζυγώνει, λίγο ακόμα κι έφτασε. Νυχοπατάει, κονταίνει την περπατησιά του, ορθώνει το σώμα του, αστραποβόλα σπιθίζει η ματιά του στ' αντάμωμα με την ασπροβαμμένη μάντρα.
Ναι! τη σίμωσε κιόλας, έγινε ένα μαζί της. Σφίγγει με πείσμα το πινέλο στη φούχτα του. Το βουτάει μ' απόφαση στην κόκκινη μπογιά και μονοστιγμής η μάντρα γεμίζει με τα μεγάλα σημάδια:
ΛΕΦΤΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ - ΕΑΜ
Ξάφνου καυτό αστραποβόλι ξεσκίζει της νύχτας τα σκοτάδια. Το κλάμα του Γκιώνη γίνεται λυγμός σπαραχτικός. Πικραμένο φως ξεχύνει το κίτρινο φεγγάρι, που σκιαγμένο βιάζεται να κρυφτεί πίσω από την ανοιχτή φτερούγα του κατάμαυρου σύννεφου. Κι ένα αστέρι ξεκολλά απ' τον ουρανό και πέφτει πάνω στο μάγουλο της Γης.
Το αυγινό αγιάζι φέρνει τη μυρουδιά του μπαρουτιού κι οι γεμάτες δάκρυα φυλλωσιές των δέντρων φουρφουλίζουν από την ανατριχίλα.
Ο αποσπερίτης βιάζεται να αποτραβηχτεί. Και τ' άχρωμο φως του φεγγαριού πάει να χαθεί, να σβήσει. Ενώ η ασπροβαμμένη μάντρα με τα μεγάλα σημάδια: Λευτεριά ή Θάνατος - ΕΑΜ, αψηλώνει, αψηλώνει κι ακτινοβολεί ολάκερη, από τη μια ίσαμε την άλλη άκρη, πηχτό κόκκινο φως.
Οι πρωινοί διαβάτες ξεκρίνουν κατάχαμα, ριγμένο από το θανατερό βόλι του καταχτητή, το ξανθό παλικάρι.
Σβολιάζει στο βλέμμα τους το κόκκινο φως, καθώς κατρακυλάει από τη μάντρα και ξεχύνεται στο μακρύ δρόμο. Η κόκκινη μπογιά συνταιριάζει με το άλικο αίμα του παλικαριού, γλιστράει πάνω στη μαύρη άσφαλτο και γεμίζει ο μακρύς δρόμος φλόγες και φως. Τρομάζει η μέρα και βιάζεται να κρυφτεί. Κι έρχεται ξανά το πηχτό σκοτάδι, η άγρια νύχτα. Και τ' άχρωμο φως του κίτρινου φεγγαριού ξαναπέφτει πάνω στην αιματοβρεγμένη πολιτεία. Κι η Γης αδιάκοπα γυρίζει, γυρίζει δίχως σταμάτημα».