Κυριακή 20 Αυγούστου 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Οι Γερμανοί καίνε σπίτια στο Σουφλί

Γρηγοριάδης Κώστας

«Προσοχή προσοχή, σας μιλάει η ΕΠΟΝ. Πατριώτες, βγείτε γλήγορα απ' τους νοντάδες και τραβήξτε ίσια για τα Καζάνια τη μεριά, κει στη ρεματιά του κιόι - ντερέ. Οι Γερμανοί καίνε το Σουφλί. Εβαναν φωτιά σε πολλά κονάκια γύρω απ' το Σταθμό».

Αυτά διαλαλούσε μ' όλη τη δύναμη της φωνής του, μέσα από το ιστορικό χωνί, ο ΕΠΟΝίτης. Προέτρεπε τους ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα της συνοικίας Αποστόλου να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να κατευθυνθούν σε ασφαλές μέρος, στα Καζάνια, μια ημιδασώδη τοποθεσία, 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά απ' το Σουφλί. Απ' τις άλλες 3 συνοικίες προέτρεπαν, επίσης, τον κόσμο άλλοι ΕΠΟΝίτες να πάει σε διάφορα ασφαλή μέρη. Οι εμπρησμοί των ναζί, κατά την υποχώρησή τους, ήταν μέσα στα σατανικά σχέδιά τους.

Η επίλεκτη και φανατική μονάδα των SS είχε καταφτάσει στο Σουφλί από το 1943, χρονιά που άρχισε μαζική προσχώρηση εργατών και αγροτών στο αντάρτικο. Το αρχηγείο του 81ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ βρισκόταν στην περιοχή του Σουφλίου, στα βουνά της Γκίμπρενας. Η ενίσχυση της γερμανοαυστριακής φρουράς από τα SS ήταν εκ των ων ουκ άνευ για τον Αδόλφο.

Τεράστιες πύρινες γλώσσες και πυκνοί μαύροι καπνοί υψώνονταν στον καταγάλανο αυγουστιάτικο ουρανό απειλητικά. Η τρελή ασβόλη κατακάθονταν αργά αργά και πιεστικά πάνω στις τρομαγμένες και απελπισμένες ψυχές των κατοίκων της γειτονιάς του σιδηροδρομικού σταθμού. Μεγάλη έκταση εδάφους, γύρω απ' το σταθμό, είχε καλυφθεί από γκρίζο στρώμα της αποπνικτικής σκόνης.

Οι Γερμανοί φεύγοντας από το Σουφλί, μετά την πανωλεθρία που έπαθαν από τους άντρες του ΕΛΑΣ, δεν άφηναν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Καίγανε σπίτια, μαγαζιά, αγροτικές αποθήκες και ό,τι άλλο πολύτιμο έβρισκαν μπροστά τους. Η λυσσαλέα συμπεριφορά και εκδικητική μανία των ναζί έκρυβαν σπέρματα πρωτοφανούς βαρβαρότητας για το Σουφλί. Κάτι αντίστοιχο γίνεται σήμερα και από τους Ισραηλινούς στο Λίβανο. Ισοπεδώνουν τα πάντα. Σκοτώνουν μικρά παιδιά και ηλικιωμένους. Το αίσθημα της εκδίκησης, χωρίς διάκριση, φαίνεται πως είναι έμφυτο στην άρχουσα τάξη του «εκλεκτού» εβραϊκού γένους του Γιαχβέ από την ύπαρξή του και τη σύστασή του σαν κρατική οντότητα, το 1948. Εκδηλώνεται, μάλιστα, εντονότερα ύστερα και από την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ.

***

Τη μέρα του εμπρησμού βρισκόμουνα στο σπίτι. Από το πρωί είχε έρθει στο σπίτι ο φίλος μου και συμμαθητής Ακης Σουλής. Είχαμε καλοκαιρινές διακοπές και παίζαμε ξέγνοιαστα στην αυλή. Οταν ακούσαμε ξαφνικά τον τηλεβόα, μας έπιασε πρωτόγνωρος πανικός. Τρέχαμε από δω κι από κει να μάθουμε τι συμβαίνει. Βγήκαμε έξω στο δρόμο και είδαμε στην οδό Αδριανουπόλεως, που είναι κάθετος με την Ολόρου, ένα ανθρώπινο ποτάμι να τρέχει με βουητό σαν μελισσολόι. Και από κει δίπλα από τα μνήματα, να τραβάει μέσα από χωραφόδρομους, προς τα Καζάνια.

Εκείνη τη στιγμή, η μάνα μου, η ταλαίπωρη κυρία Μαριάνθη - μεγάλωσε 5 παιδιά - βρισκότανε στην κουζίνα. Βγήκε αμέσως στο μπαλκόνι και έβαλε τις φωνές, επειδή αργούσα να πάω κοντά της για να με ετοιμάσει για το φευγιό. Πώς, όμως, να τρέξω γρήγορα, αφού κούτσαινα; Το συναίσθημα του τρόμου και της ανυπομονησίας ήταν έντονα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.

Την προηγούμενη μέρα είχα πατήσει πρόκα και ο πόνος εξακολουθούσε να 'ναι αβάσταχτος. Πώς να περάσει με τα γιατροσόφια; Και να γιάνει γρήγορα η πληγή με τα θρεφόφυλλα της γλάστρας και με κομματάκια από ντομάτα; Μάλλον έπαιρνε παράταση ο χρόνος της γιατρειάς. Αυτά ήταν τότε τα παραδοσιακά «φάρμακα».

Τα καλοκαίρια ήμασταν ξυπόλυτοι. Τα παπούτσια τα λυπούμασταν, μη χαλάσουν. Η Κατοχή και η φτώχεια ήταν συνώνυμες έννοιες και πηγαίνανε πάντα μαζί. Αλλά και μετά την Κατοχή η φτώχεια συνεχιζόταν.

Μέχρι να με ετοιμάσει η μάνα μου ήρθε εν τω μεταξύ στο σπίτι η μητέρα του Ακη, η δασκάλα μας κυρία Ευαγγελία. Τον πήρε αμέσως απ' το χέρι και τρέξανε γρήγορα να ακολουθήσουν το ανθρώπινο βουερό ποτάμι της οδού Αδριανουπόλεως. Οι οικογένειές μας είχαν από παλιά, στενές φιλικές και ιδεολογικές σχέσεις. Κυρίως ο πατέρας μου και ο θείος του Ακη ο Κιρκινέζης, δάσκαλος στο επάγγελμα, απ' τη δεκαετία του '20 ήτανε πολύ φίλοι, αν και μεγαλύτερος κατά τι ο θείος του.

Σε λίγο με πιάνει και μένα η μάνα μου από το χέρι. Στο άλλο χέρι της κρατούσε τον μπόγο με τα απαραίτητα, ένα τσόλι, μια κουβέρτα μεγάλη και λίγα τρόφιμα. Εγώ πότε κούτσα κούτσα, πότε πάνω στη ράχη της μάνας - ήμουνα ο έρμος και λίγο βαρύς - φτάσαμε με χίλια ζόρια, τελευταίοι βέβαια, στα Καζάνια.

Ο πατέρας μου ήταν σε σύσκεψη για την αντιμετώπιση της έκρυθμης κατάστασης. Είχε ανάλογες εμπειρίες από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Μικρασιατικό, ως παλιός πολεμιστής. Ηταν στην οργάνωση Παλαιών Πολεμιστών και με το «αμάρτημα» αυτό είχε εκτοπιστεί, επί δικτατορίας Πάγκαλου, στη Σαμοθράκη. Είχε επίσης νομικές γνώσεις του επιπέδου ειρηνοδικείου. Ηταν παλιά δικολάβος, μέχρι το 1939, χρονιά που η δικτατορία του Μεταξά τον σταμάτησε απ' τη δουλιά του για πολιτικούς λόγους. Ετσι, λοιπόν, δεν ήτανε δυνατό να βοηθήσει στην απομάκρυνσή μας. Ηρθε στα Καζάνια, αργά το απόγευμα, μόνο για να μας δει. Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια μου ήταν σε αποστολή της ΕΠΟΝ.

Μες στο πλήθος είχα δει τον αγαπημένο μας δάσκαλο Χρήστο Γκιρτζή, με μια κουβέρτα ριγμένη στην πλάτη του. Τον κρατούσανε απ' τα μπράτσα, η γυναίκα του η κυρία Χρυσή και η κόρη του η Αλίκη, η συμμαθήτριά μου. Είχαμε μεταξύ μας παιδικά - γλυκά φλερτ. Το πανέμορφο σοκολατένιο πρόσωπό της έσπαζε καρδιές.

Ρώτησα τη μάνα μου, «γιατί ο δάσκαλός μου έχει κατακαλόκαιρο πάνω του κουβέρτα;». Τον πλησίασε και αφού τον καλημερίσαμε, τον ρώτησε.

- Πώς είστε κύριε Χρήστο;

- Ας τα, ας τα κυρία Μαριάνθη, χάλια. Με ταλαιπωρεί εδώ και μέρες η ελονοσία.

Πράγματι κείνο το καλοκαίρι του '44 η ελονοσία θέριζε πολύ κόσμο.

***

Την πρώτη βραδιά διανυκτερεύσαμε στη ρεματιά του κιόι - ντερέ. Και τη δεύτερη βραδιά στα Καζάνια, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω. Η αγωνία μας ήταν μεγάλη. Το κρύο και η υγρασία μας πιρούνιαζαν αφάνταστα. Αλλά και τα επιθετικά κουνούπια δε μας άφηναν ούτε στιγμή να κλείσουμε μάτι. Δυο βραδιές νιώσαμε τον ...προσφυγικό ύπνο προβληματικό. Τι να πούμε ωστόσο, σήμερα, για τους Λιβανέζους!..

Οταν ξημέρωσε η τρίτη μέρα, είδαμε στον ουρανό πάνω από το Σουφλί, κατά τις 10 η ώρα, ένα μικρό γερμανικό αεροπλάνο, προφανώς ανιχνευτικό, να κάνει παράξενους κύκλους. Στον τελευταίο κύκλο έριξε ένα βαρελάκι. Το είχαμε περάσει για βόμβα. Ο φόβος ολωνών είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Τελικά ακούσαμε από περαστικό αντάρτη ότι ήταν άδειο, χωρίς καύσιμα.

Προφανώς, το αεροπλάνο έδινε πληροφορίες στη φρουρά για τις θέσεις και τον αριθμό των ανταρτών που πολεμούσαν, κοντά τρεις μέρες, τα SS, από τα χθαμαλά μέρη γύρω απ' τους στρατώνες και το σταθμό. Οι μάχες ήταν σκληρές. Πριν δυο μέρες είχε φτάσει στο Σουφλί γερμανική αμαξοστοιχία απ' τη Θεσσαλονίκη με τρομερές ενισχύσεις. Εξω απ' το σταθμό Σουφλίου, νεαροί ΕΠΟΝίτες, πολλοί ήταν μαθητές γυμνασίου, την είχαν ακινητοποιήσει, βάζοντας στις ράγες μεγάλους κορμούς δέντρων. Επακολούθησε φοβερή μάχη με τους αντάρτες. Μπροστά στις υπέρτερες και καλά εξοπλισμένες γερμανικές δυνάμεις οι άντρες του ΕΛΑΣ αναγκαστήκανε να υποχωρήσουν. Εσπευσαν αμέσως στους στρατώνες να βοηθήσουν τους συντρόφους τους που είχαν περικυκλώσει τη φρουρά και τη σφυροκοπούσαν επί 2 μέρες.

Εφτασαν, στο μεταξύ, στους στρατώνες οι γερμανικές ενισχύσεις και σπάζοντας τον κλοιό, μπόρεσαν να απελευθερώσουν, κακήν κακώς, τους περικυκλωμένους Γερμανούς και να τους παραλάβουν, εγκαταλείποντας το Σουφλί, αποδεκατισμένοι και ταπεινωμένοι. Στην υποχώρησή τους έπαιξε βασικό ρόλο και το ανιχνευτικό αεροπλάνο που φεύγοντας έριξε, όπως είπαμε, το κενό βαρελάκι για να βγάλει το άχτι του.

Θα ήθελα να κλείσω το διήγημα με το αντάρτικο τραγούδι για το Σουφλί. Μουσική του Ακη Σμυρναίου, στιχουργός άγνωστος Σουφλιώτης.

Σουφλί αθάνατο Σουφλί

Σουφλί αθάνατο Σουφλί

του Εβρου το καμάρι

συμπάθεια ξεχωριστή

απ' όλους έχεις πάρει

*

τι ήταν εκείνη η ορμή

τι ήταν αυτό το θάρρος

τι ήταν εκείνοι οι αλαλαγμοί

που τρόμαξε κι ο χάρος;

*

Λαός, ΕΠΟΝ κι αντάρτικα

με τόμσον και με ξύλα

περικυκλώνουν το σταθμό,

τη γερμανοσαπίλα.

*

Ούνους με σθένος πολεμούν,

τη λευτεριά χαρίζουν

και στον ΕΛΑΣ μας και στην ΕΠΟΝ

κραυγές χαράς σκορπίζουν

Απ' τη συλλογή αντάρτικων τραγουδιών «Πολεμάμε και τραγουδάμε» της Μαρίας Δημητριάδου, διευθύντριας της μεικτής χορωδίας της ΠΕΑΕΑ.


Του
Μενέλαου ΓΟΥΒΕΤΑ

Του Μενέλαου ΓΟΥΒΕΤΑ

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Σουφλί. Η πολυμελής οικογένειά μου, εφτά άτομα, πέρασε δύσκολες οικονομικές και πολιτικές καταστάσεις.

Είμαι πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης και της ΣΕΛΔΕ Αθήνας. Φοίτησα στην Πάντειο (Τμήμα Κοινωνιολογίας) και έλαβα μέρος σε παιδαγωγικά σεμινάρια, καθώς και της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας.

Εργα μου: 1) Ο δάσκαλος που λιώνει σα λαμπάδα, δίνοντας φως (κωμωδία). Ανέβηκε το 1955 στην αίθουσα τελετών της Ακαδημίας και παίχτηκε από σπουδαστές, τον υποφαινόμενο, την Βάγια Τζαμτζή (με παράλληλη απαγγελία ποιήματός μου απ' την ίδια και συνοδεία βιολιού από μένα) και 5 ακόμη σπουδαστές. 2) Το κακάο ψήνεται - η UNRRA και τα κλομπς, συλλογή διηγημάτων, 3) Επέτειοι - χρονικά. 4) Αρθρα και σχόλια - κοινωνικοπολιτικά. Τα τρία τελευταία έργα έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον Τύπο, από το 1988. Αρχές της δεκαετίας του 1960 έχω συνεργαστεί με τουριστικό περιοδικό της Αθήνας, προβάλλοντας τα αξιοθέατα του Νομού Εβρου.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ