Κυριακή 15 Ιούνη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Του Ζήση Σκάρου

Ο Απόστολος Χρήστου Ζήσης, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Ζήση Σκάρου (1917 - 1997), υπήρξε σπουδαίος κομμουνιστής συγγραφέας και το πλουσιότατο έργο του συνειδητά στρατευμένο, συνειδητά ταξικό. Από τους τελευταίους της γενιάς εκείνης των διανοουμένων και λογοτεχνών που με τους αγώνες τους, με τη στάση ζωής και με το έργο τους «ποίησαν ήθος», ταυτίστηκαν με τα πάθη και τους πόθους του λαού, ενώθηκαν - έργω και λόγω - μ' αυτόν, διακινδυνεύοντας και παθαίνοντας τα πάντα για την ελευθερία, την ανεξαρτησία και προκοπή του λαού.

Το 1933 πρωτοστατεί σε μια μαθητική απεργία, με αποτέλεσμα την αποβολή του από όλα τα γυμνάσια της χώρας. Η πρώτη αγωνιστική εμπειρία τον οδηγεί το 1934 στην ΟΚΝΕ και στην πρώτη μαχητική συγγραφική δημιουργία: Δημοσιεύει στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέος Λενινιστής» το διήγημά του «Το αέρι του θανάτου». Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του, η προσφορά του στους αγώνες και στα Γράμματα υπήρξε τεράστια.

Τα πιο γνωστά του έργα είναι η τριλογία «Οι ρίζες του ποταμού», «Οι κλούβες», «Το φλογισμένο βουνό», οι συλλογές διηγημάτων «Η χαραυγή», και «Το κορίτσι με το σαντούρι», «Τα γεράκια της Πίνδου», «Ανοιχτοί ουρανοί», το θεατρικό «Ανάψτε τα φώτα», το μυθιστόρημα «Ο κόσμος των ελπίδων», «Το ταξίδι της φιλίας», «Ο σημερινός κόσμος», «Η συμμορία των αθώων», και η συλλογή παιδικών διηγημάτων «Για ένα λουλούδι». Εχει βραβευτεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό και πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί και περιληφθεί σε ξένες ανθολογίες.

Ο δράκος και το παιδί

Γρηγοριάδης Κώστας

Το κρις κραφτ είχε μπει απ' τ' άνοιγμα του λιμανιού και πέρασε κάτω απ' την πευκόφυτη πλαγιά.

-- Βασιλάκη, μην πας μακριά, θα σε φάει ο δράκος! φώναξε ο Τζέλος σ' ένα παιδί που έπαιζε στο δρόμο.

Κοντά στις ψαρόβαρκες, κάθονταν σ' ένα καφενεδάκι πέντ' - έξι εργατικοί κι έπιναν ούζο. Κόντευε να βγει ο Οκτώβρης κι οι παραθεριστές είχαν φύγει. Μόνο εκδρομείς έρχονταν ακόμα να χαρούν τις ζεστές φθινοπωριάτικες μέρες και να παίξουν με την ήρεμη θάλασσα.

Ο ήλιος στα γέρματα, θάμπωνε με τη φλογισμένη ώχρα του τον ορίζοντα και πιο δω, στον κόρφο του λιμανιού, ατλάζι και φίλντισι στραφτάλιζαν, σβήνοντας στην αντίπερα όχθη, οι κύκλοι που άνοιγαν στο νερό απ' τα φιδωτά αναγλιστρήματα του κρις κραφτ.

-- Γλυκό βράδυ, λέει ο Τζέλος.

-- Για θυμήσου, θα μπορούσες πριν από μερικά χρόνια να κάθεσαι εδώ και να πίνεις το ουζάκι σου;

Ορθιοι πάνω στο κρις κραφτ ένας άντρας και μια γυναίκα κοίταζαν με τα κιάλια τις δασωμένες ανηφόρες του βουνού.

-- Αλήθεια, Τζέλο, άξιζε να πάθεις όσα έπαθες για μια τέτοια μονάχα ώρα; Τι άλλο κέρδισες;

-- Πολλά όνειρα είχαμε τότε. Μα και για τούτο που έγινε, να μπορείς τώρα συ να ρωτάς τι άλλο κερδίσαμε, άξιζε. Αύριο θα ρωτήσεις και γιατί δεν κερδίσαμε όσα έπρεπε.

Το κρις κραφτ έκανε στροφή κι αφού έσβησε τη μηχανή του, πλεύρισε κάπου πιο πέρα. Δρασκέλισαν σ' ένα βράχο ο άντρας με τη γυναίκα κι άρχισαν να περπατάνε στην αμμουδιά.

-- Σαν ξένοι φαίνονται.

-- Τουρίστες θα είναι.

Οι δυο ξένοι έρχονταν στο καφενεδάκι. Μόλις πλησίασαν αρκετά κοντά, χαιρέτισε ο άντρας και είπε ψυχρά, σαν μπρούντζινη μάσκα.

-- Αρχαία!

Ηταν γύρω στα πενήντα, καστανομάλλης, με αδρά χαρακτηριστικά και μια ουλή στο ένα του μάγουλο, που έκανε πιο σκληρή την έκφρασή του. Φορούσε κοντό χακί παντελόνι και ριχτό πουκάμισο. Η γυναίκα, αρκετά νεότερή του, είχε ολόξανθα μαλλιά και ροδοκόκκινα μάγουλα. Δεν ήταν χοντρή, μα τροφαντή και δεμένη, και ήξερε να πειθαρχεί την ανήσυχη σάρκα της. Το ίδιο και κείνη, φορούσε κοντό παντελόνι με μπλούζα κι είχαν κι οι δυο κρεμασμένα απ' το λαιμό τους τα κιάλια. Απ' τον τρόπο που παρακολουθούσε η γυναίκα τη συζήτηση, φαινόταν καθαρά πως δεν καταλάβαινε τη γλώσσα.

-- Θέλετε να δείτε αρχαία; ρώτησαν οι ψαράδες.

-- Μάλιστα, κάπου εδώ αρχαία τείχη, αποκρίθηκε ο άντρας.

-- Είστε Εγγλέζοι;

-- Μάλιστα.

-- Πήγαινέ τους συ, ρε Τζέλο.

Ο Τζέλος σηκώθηκε και τράβηξε μπροστά.

Περίεργο δεν ήταν το ότι δυο ξένοι είχαν έρθει να θαυμάσουν τις αρχαιότητες του τόπου. Συχνά τουρίστες ή και ντόπιοι, που έρχονταν να κάνουν τα μπάνια τους στη θάλασσα, ανέβαιναν ως τον κοντινό λόφο και περιδιάβαζαν ανάμεσα στα ερείπια ενός αρχαίου κάστρου, που, όπως έλεγαν, προστάτευε από κείνο το μέρος την Αττική.

Οι ψαράδες έπαψαν ν' ασχολούνται με το ζευγάρι που κατέβηκε απ' το κρις κραφτ και συνέχισαν την κουβέντα τους.

-- Αν δεν τον ήξερα και μ' έλεγαν σήμερα πως Μπύρος ήταν ο Τζέλος, δε θα το πίστευα.

-- Στον πόλεμο ο άνθρωπος γίνεται θηρίο.

-- Για θυμηθείτε τον Μπόργκα.

Μπόργκα έλεγαν τον Γερμανό διοικητή των Ες-Ες, που είχε δώσει εντολή να κάψουν το δάσος. Φημιζόταν για πολύ άγριος και τ' όνομά του είχε γίνει φόβητρο σ' όλη την περιοχή. Οταν κάποτε πήγε με τη μονάδα του στο χωριό, έβαλε να μαζέψουν τον κόσμο στο λιμάνι και ζήτησε να του πουν ποιοι απ' τους χωριανούς βοηθούσαν τους αντάρτες. Επειδή κανένας δεν απαντούσε, κρέμασε μπροστά στα μάτια τους τον παπά και το δάσκαλο. Υστερα έβαλε φωτιά στο δάσος. Κατά τ' απογευματάκι, αφού είδε γύρω τις πλαγιές να σκεπάζονται απ' τις φλόγες, αποφάσισε να φύγει, βέβαιος ότι δε θα ξανατολμούσαν να πλησιάσουν εκεί αντάρτες. Τότε είχε παρουσιαστεί ο Μπύρος. Περίμενε με πέντ' - έξι παλικάρια σε μια χαράδρα και μόλις η φάλαγγα έφτασε στη στροφή του δρόμου, έξω απ' το χωριό, πέφτουν πάνω της με τις χειροβομβίδες και τα μυδράλια. Τα Ες-Ες τα χάσανε. Δεν περίμεναν τέτοιο αιφνιδιασμό. Οι αντάρτες τούς είχαν αχρηστεύσει τέσσερα αυτοκίνητα. Σκοτώθηκαν πέντε Γερμανοί κι, όπως μαθεύτηκε αργότερα, είχε τραυματιστεί κι ο ίδιος ο Μπόργκα. Ηταν ακριβώς στο ίδιο μέρος, όπου στάθηκαν οι δυο τουρίστες να ξεκουραστούν, μετά την επίσκεψή τους στα αρχαία τείχη.

-- Δέντρα μεγάλα δε βλέπω, λέει ο άντρας.

-- Τα 'καψαν οι Γερμανοί. Τώρα βγαίνουν καινούρια, εξήγησε ο Τζέλος.

-- Γιατί;

-- Ε, πόλεμος γινόταν. Κοντά στους ανθρώπους πληρώνουν και τα δέντρα.

Η γυναίκα παρακολουθούσε με το βλέμμα της τη συζήτηση, κι όπως δεν ήξερε τη γλώσσα, προσπαθούσε να μαντέψει τι έλεγαν από την έκφραση των προσώπων τους.

-- Εσύ τότε πού ήσουν, στο βουνό, με τους αντάρτες; εξακολούθησε να ρωτάει στα σπασμένα ελληνικά του ο άντρας.

-- Εγώ δεν είχα πάει πουθενά. Εμενα στο χωριό και κοίταζα τη δουλίτσα μου, είπε ο Τζέλος.

-- Κάποιος Μπύρος, που ήταν καπετάνιος εδώ, ζει;

-- Πώς τον ξέρεις εσύ τον Μπύρο; ρώτησε ο Τζέλος, σηκώνοντας για πρώτη φορά τα μάτια του στον ξένο.

-- Τον ξέρω, γιατί τότε υπηρετούσα σε αγγλικά κομάντος.

-- Μετά τον πόλεμο εδώ στην Ελλάδα οι καπεταναίοι κυνηγήθηκαν. Αλλοι μπήκαν στη φυλακή, άλλοι εξορίστηκαν. Οσο για τον Μπύρο, ποιος ξέρει αν ζει. Δε φάνηκε πουθενά.

-- Ζει, έμαθα εγώ, ζει, είπε ο τουρίστας κι έβγαλε απ' την τσέπη του παντελονιού του μια χούφτα χαρτονομίσματα.

-- Τι είναι αυτά; ρώτησε ο Τζέλος, χωρίς ν' απλώσει το χέρι του.

-- Για τον κόπο σου.

-- Πολλά είναι. Δεν κάναμε ούτε μισή ώρα.

-- Δώσε τα μισά στον Μπύρο. Είχαμε γνωριστεί στο βουνό και γίναμε φίλοι.

-- Πού να τον βρω τον Μπύρο! Χάθηκε, σου λέω. Δεν πειράζει. Κράτησέ τα. Μια που ξανάρθες εδώ και λες ότι ξέρεις το χωριό μας, πες πως βρήκες κάποιον άλλο φίλο να σε βοηθήσει.

Απέναντι, στο δυτικό ορίζοντα, ο ήλιος αιωρούνταν, σαν μια κόκκινη μπάλα πάνω απ' τη θάλασσα. Κανένας θόρυβος, καμιά ανήσυχη φωνή κάτω απ' το λιμάνι. Οι ψαράδες στο καφενεδάκι είχαν παρασυρθεί απ' τις αναμνήσεις τους κι όπως παντού γύρω άπλωνε ερημική ησυχία, νόμιζες πως το φτωχό εκείνο χωριουδάκι σώπαινε, για ν' αφήσει μες στην απλότητά του να φανεί όλο το μεγαλείο της περιφρονημένης αλήθειας του.

-- Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, τον Τζέλο θα τον έδιναν παράσημο.

-- Ποιος να τ' αλλάξει τα πράγματα; Εκείνοι που θ' άλλαζαν τα πράγματα είναι πάλι από κάτω.

Είχε κρυφτεί ο ήλιος, και στο μέρος όπου έπεσε, ο ουρανός κοκκίνισε. Ενα βάναυσο μουγκανητό μοτέρ ήρθε να χαλάσει τη μυσταγωγική γαλήνη της βραδιάς. Πέρα στους βράχους είχαν γυρίσει οι δυο ξένοι και έφευγαν. Ακούστηκε ο παφλασμός του νερού ανάμεσα στις δεμένες βάρκες, πλάι στο μόλο, κι όταν το κρις κραφτ έβγαινε απ' το λιμάνι στ' ανοιχτά, τότε φάνηκε να έρχεται απ' το λόφο ο Τζέλος. Εφτασε ιδρωμένος και κάθισε σε μια καρέκλα.

-- Στενοχωρημένος φαίνεσαι...

Ο Τζέλος έβγαλε το μαντίλι του να σκουπιστεί.

-- Πέστε να μου φέρουν ένα ούζο.

-- Δε σου 'δωσαν τίποτα;

Δεν απάντησε αμέσως. Καθάρισε τον ιδρώτα απ' το πρόσωπό του και μόλις έφεραν το ούζο, το κατάπιε μονομιάς.

-- Μ' έδωσαν, ήθελαν να μου δώσουν πολλά, άρχισε να λέει, αλλά δεν τα πήρα. Δεν ήταν τουρίστες αυτοί. Ούτε για αρχαία με ρώτησαν, ούτε αγγλικά μιλούσαν. Τους είχα καταλάβει απ' την πρώτη στιγμή, μα δεν ήξερα τι σκοπό είχαν. Στο τέλος έβγαλαν ένα μάτσο λεφτά και μου ζήτησαν να τους πω πού είναι ο Μπύρος.

-- Τι σου ζήτησαν; ξαφνιάστηκαν οι ψαράδες.

-- Να τους πω πού είναι ο Μπύρος.

Το παιδί που έπαιζε στο δρόμο, λες και το είχε συνεπάρει κάποιος φόβος καθώς ερχόταν το σούρουπο, μαζεύτηκε κοντά στον πατέρα του κι άκουγε.

-- Σαν δεν τα πήρα, συνέχισε ο Τζέλος, δεν κρατήθηκαν. «Το βλέπεις αυτό;», μου λέει ο άντρας, δείχνοντάς μου τη λαβωματιά στο πρόσωπό του. «Αν δε βάλω τον Μπύρο δυο μέτρα κάτω απ' τη γη, δε θα ησυχάσω». Ηταν ο Μπόργκα. Ψάχνει να με βρει.

-- Τι ήταν, πατέρα, δράκος; ρώτησε το παιδί.

-- Δράκος, παιδί μου, δράκος, είπε ο Τζέλος και το τράβηξε στην αγκαλιά του.

-- Και γιατί τον αφήνουν και δεν τον σκοτώνουν;

Οι ψαράδες κοιτάχτηκαν απορημένοι.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ