Κυριακή 10 Ιούνη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Ορισμένες σκέψεις για τη διαμόρφωση της νεανικής προσωπικότητας

Δεύτερο μέρος

Θέσεις της αστικής θεώρησης για το ζήτημα της διαμόρφωσης προσωπικότητας και συμπεριφοράς

Η όλη παρουσίαση φαινομένων που ορισμένες φορές αγγίζουν και την εγκληματική συμπεριφορά έχει μια σκόπιμη ισχυρή «δόση» υπερβολής και διόγκωσης, όπως είπαμε, με στόχο να ισχυροποιηθούν οι πιο αντιδραστικές αντιλήψεις που προβάλλουν νέα μέτρα καταστολής, στοχεύουν στο να καλλιεργήσουν ένα αίσθημα ανασφάλειας.

Βεβαίως, τέτοιου είδους φαινόμενα είναι υπαρκτά. Το γεγονός ότι είναι σήμερα περιορισμένα οφείλεται σε μια σειρά παράγοντες (κοινωνικούς, πολιτιστικούς κλπ.), η πιθανότητα στο μέλλον να διογκωθούν θα πρέπει να συνυπολογίζει πάντα και την άμεση συμβολή μηχανισμών της άρχουσας τάξης σε αυτήν την κατεύθυνση. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, για να αναζητήσουμε ποιες είναι οι βαθύτερες κοινωνικές αιτίες τέτοιων φαινομένων, να μελετήσουμε το πώς η αστική απολογητική προσπαθεί να συσκοτίσει αυτές τις αιτίες.

Μήπως υπάρχουν εγκληματίες από μόδα; Μήπως κάποιος ανήλικος οδηγείται στο βιασμό συνομήλικής του από ανία; Πόσο σκοτεινή τέλος πάντων είναι η ανθρώπινη φύση; Τι μυστήρια κρύβει; Τα ερωτήματα αυτά αναγκαστικά θέτουν το ζήτημα του πώς διαμορφώνεται η ανθρώπινη προσωπικότητα.

Οι περισσότερες αστικές θεωρίες κινούνται ανάμεσα σε ένα δυαδικό σχήμα ανάλυσης για τη διαμόρφωση προσωπικότητας. Από τη μία υπάρχουν οι θεωρίες που δίνουν υπέρμετρη έμφαση στους βιολογικούς παράγοντες. Από την άλλη, υπάρχουν αυτές που θεωρούν ότι το περιβάλλον καθορίζει την προσωπικότητα του ανθρώπου σαν κάτι εξωτερικό προς αυτόν, αντιμετωπίζοντάς τον απλά σαν παθητικό δέκτη. Οι ιδιότητες των ανθρώπων εξηγούνται έτσι από την πρώτη ομάδα θεωριών ως αποτέλεσμα της αποκλειστικής επίδρασης της κληρονομικότητας (ένστικτα, κλίσεις, κατηγορίες α πριόρι αποθηκευμένες στο γονότυπο) και από τη δεύτερη ως μονόδρομη επίδραση του φυσικού και κοινωνικού περίγυρου.

Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης είναι λογικό να ερμηνεύουν και να αποδίδουν φαινόμενα του εγκλήματος του ακραίου επιθετικού ατομικισμού στη ζωώδη φύση του ανθρώπου, στα ένστικτα κ.λπ. Πολλοί θεωρητικοί προσπάθησαν να τεκμηριώσουν μια τέτοια εξωιστορική σε τελευταία ανάλυση υπόθεση για τη φύση του ανθρώπου. Ιστορικά η πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Φρόιντ, ο οποίος είχε ανακαλύψει κάποιο υποτιθέμενο ένστικτο της καταστροφής και του θανάτου που είναι καλά ριζωμένο στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής και ευθύνεται για τις σαδιστικές, μαζοχιστικές, βίαιες τάσεις των ανθρώπων. Μάλιστα ο ίδιος το θεωρούσε και αιτία για τον πόλεμο.

Σε γράμμα του στον Αϊνστάιν το 1932 «ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΕΜΟΣ», έγραφε: «αυτός (σ.σ. ο πόλεμος) φαίνεται πως είναι ένα εντελώς φυσιολογικό πράγμα και έχει αναμφισβήτητα βιολογικές ρίζες και πρακτικά μάλλον είναι αδύνατο να αποφευχθεί...»6

Γίνεται κατανοητό ότι αν το ένστικτο του θανάτου οδηγεί σε πολέμους, πόσο μάλλον μπορεί εύκολα να οδηγήσει εφήβους να απολαμβάνουν σκηνές βίας στα κινητά τους. Βεβαίως αυτές οι απλοϊκές και επικίνδυνες θεωρίες (που επανέρχονται διαρκώς και σήμερα με άλλο περιτύλιγμα και που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο σαν κτήνος και την κοινωνία σαν ζούγκλα) βιολογικοποιούν κοινωνικά χαρακτηριστικά και παρακάμπτουν το γεγονός ότι η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και η εξέλιξη των ζώων γίνεται με διαφορετικό τρόπο.

Στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας οι επόμενες γενεές «κληρονομούν» από τις προηγούμενες τα υλικά και πνευματικά αντικείμενα που έχουν δημιουργηθεί από την εργασία τους. Ετσι, πάντα κάθε γενιά ξεκινάει την υλική και πνευματική της δραστηριότητα σε διαφορετική βάση απ' ό,τι οι προηγούμενες.

Η διαδικασία της μάθησης δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα της κατάκτησης και αφομοίωσης των επιτευγμάτων του πολιτισμού των παλιότερων γενεών.

Αντίθετα από τον άνθρωπο, η συμπεριφορά των ζώων είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομικά προγραμματισμένη και αυτό γιατί η διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα συνίσταται στο ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν της ίδιας του της δραστηριότητας, της συνειδητής δράσης πάνω στη φύση, δηλαδή της εργασίας.

Αντιδραστική συνέπεια των θεωρήσεων περί κληρονομικότητας είναι ότι, αφού ο άνθρωπος είναι γεμάτος ζωώδη, επιθετικά ένστικτα, είναι απόλυτα απαραίτητος ο αυταρχισμός, ο δεσποτισμός, το χαλινάρι, τα όρια - πιο κομψά - που πρέπει να βάλουν στους εφήβους η οικογένεια, το σχολείο, το κράτος.

Από την άλλη μεριά, το γενικό θεωρητικό υπόβαθρο των αστικών θεωριών που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο ως παθητικό δέκτη έρμαιο της επίδρασης του περιβάλλοντος απαρνιούνται ολοκληρωτικά τον ενεργητικό ρόλο του ανθρώπου και τον μετατρέπουν σε ένα «παθητικό αποτύπωμα» του πολιτισμού που απλά αφομοιώνει μηχανισμούς συμπεριφοράς που είναι αυστηρά προδιαγεγραμμένοι από το περιβάλλον.

Χαρακτηριστική στην ψυχολογία είναι η τάση του «συμπεριφορισμού» (μπιχεβιορισμός) με τις διάφορες παραλλαγές του (ριζοσπαστικός, γνωστικός κλπ.), όπου όλη η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από το περιβάλλον χωρίς παράλληλα να επιδρά ο άνθρωπος σε αυτό. Ετσι μπορούμε να διαμορφώσουμε τη συμπεριφορά, επιλέγοντας τα κατάλληλα ερεθίσματα στα οποία θα αντιδράσει σωστά το «ζωντανό αυτόματο». Η «συμπεριφοριστική» θεωρία διαμορφώθηκε ως αντίδραση στην ψυχανάλυση, η οποία στηριζόταν σε πολλές «μυστηριώδεις» διαδικασίες που δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτούν εμπειρικά. Οι «συμπεριφοριστές» τονίζουν ότι η ψυχολογία θα πρέπει να βασίζεται στα έκδηλα παρατηρήσιμα γεγονότα και γι' αυτό υποστηρίζουν ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε τη συμπεριφορά του ανθρώπου μέσα από απλές διαδικασίες μάθησης. Οι «μπιχεβιοριστές», όπως ο Skinner7, αξιοποίησαν τα πολύ μεγάλα επιστημονικά επιτεύγματα του Ρώσου φυσιολόγου Pavlov8 και του έδωσαν λαθεμένη μεταφυσική - αντιδιαλεκτική κατεύθυνση.

Σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία του μπιχεβιορισμού, ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτή η διαμόρφωση είναι η συντελεστική εξάρτηση, δηλαδή η εκδήλωση συγκεκριμένων μορφών συμπεριφοράς μέσω της ενίσχυσης - αμοιβής και η απόσβεση άλλων μορφών συμπεριφοράς μέσω της τιμωρίας. Ετσι, όπως όλοι έχουμε παρατηρήσει, ο γονέας κάποιες φορές επαινεί το μικρό παιδί για την υπακοή του και κάποιες φορές θυμώνει εάν το παιδί αρνείται να κάνει αυτό που του λένε. Με τις διαφορετικές αυτές πράξεις των γονέων - έπαινος, θυμός - η υπακοή εντυπώνεται στο παιδί. Η διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και η κοινωνικοποίηση συντελείται λοιπόν με τη χρησιμοποίηση αμοιβών και τιμωριών ανάλογα με το τι είναι επιθυμητό ή όχι. Τα παιδιά μαθαίνουν από νωρίς τις συνδέσεις ανάμεσα στη συμπεριφορά τους και τις συνέπειες που την ακολουθούν και έτσι μαθαίνουν το σωστό είδος συμπεριφοράς. Ο άνθρωπος, δηλαδή, μπορεί να εκπαιδευτεί με τρόπους που χρησιμοποιεί ένας εκπαιδευτής σκύλων για τα σκυλιά ή όπως εκπαιδεύεται μια αρκούδα στο τσίρκο.

Ετσι, η αντίληψη των μπιχεβιοριστών είναι ότι για τον άνθρωπο η κοινωνία δεν είναι παρά ο εξωτερικός περίγυρος που σε αυτόν είναι αναγκασμένος να προσαρμοστεί, να διευθετηθεί, για να μη γίνει «απροσάρμοστος» και να επιβιώσει ακριβώς όπως το ζώο είναι αναγκασμένο να προσαρμοστεί στο εξωτερικό περιβάλλον. Αυτή η προσέγγιση, αφενός παραγνωρίζει ότι ο άνθρωπος δε βρίσκει μονάχα μέσα στην κοινωνία τις εξωτερικές συνθήκες που πρέπει να προσαρμόσει σε αυτές τη δραστηριότητά του, αλλά τις τροποποιεί με τη δράση του, αφετέρου δεν αναγνωρίζει πως οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι απλά «εξωτερικό περιβάλλον» για τον άνθρωπο, αλλά πως αυτές οι κοινωνικές συνθήκες κουβαλάνε μέσα τους τα κίνητρα και τους σκοπούς της δραστηριότητας, τα μέσα και τους τρόπους της, με μια λέξη πως η κοινωνία παράγει τη δραστηριότητα των ατόμων που τη συνθέτουν.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Το άρθρο αναδημοσιεύεται από την «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» τεύχος 2 2007

Σημειώσεις:

6. Ελισαίου Βαγενά: «Για μια άλλη προσέγγιση της παιδικής επιθετικότητας», σελ. 91, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

7. B.F.Skinner (1904 - 1990): Αμερικανός ψυχολόγος κύριος εκφραστής του μπιχεβιορισμού. Καθηγητής των Πανεπιστημίων της Μινεσότα, Ινδιάνας και Χάρβαρντ. Ξεκινώντας από την άποψη ότι οι μηχανισμοί της συμπεριφοράς των ζώων και των ανθρώπων είναι όμοιοι επεξέτεινε τη θεωρία του στην αφομοίωση του λόγου, την ψυχοθεραπεία, την εκπαίδευση στο σχολείο. Διατύπωσε ουτοπικά αντιδραστικά σχέδια αναδιοργάνωσης της κοινωνίας με βάση τις ιδέες του μπιχεβιορισμού για τη ρύθμιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

8. Ivan Petrovich Pavlov (1849 - 1936): Σοβιετικός φυσιολόγος, δημιουργός της υλιστικής διδασκαλίας για την ανώτατη νευρική δραστηριότητα και των σύγχρονων αντιλήψεων για τη λειτουργία της πέψης. Τελειώνοντας το 1864 τη θεολογική σχολή του Ραζιάν, παρακολούθησε το θεολογικό σεμινάριο του Ραζιάν. Σε αυτά τα χρόνια ήρθε σε επαφή με τις ιδέες των Ρώσων επαναστατών δημοκρατών (Χέρτσεν, Τσερνισέφσκι, Ντομπρολιούμποφ) με τα βιβλία του Πισάρεφ και κυρίως με την εργασία του Σετσένοφ «Τα Αντανακλαστικά Του Εγκεφάλου» (1863). Από το 1925 ήταν διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσιολογίας της ΕΣΣΔ. Ο ίδιος με κανέναν τρόπο δεν έβλεπε την ανθρώπινη συμπεριφορά σαν ουσιαστικά «εξαρτημένη», δηλαδή σαν παθητική αντίδραση σε εξωτερικά ερεθίσματα. Αντίθετα, τα ερωτήματά του είχαν να κάνουν με τις διαφορές μεταξύ των αντανακλαστικών που εκδηλώνονται μη εξαρτώμενα και αυτών που εμφανίζονται υπό ορισμένους όρους (εξαρτώμενα).


του
Τάσου ΤΡΑΒΑΣΑΡΟΥ*
* Ο Τάσος Τραβασάρος είναι μέλος του ΚΣ της ΚΝΕ, ειδικός παιδαγωγός.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ