Η θεωρία του «τελευταίου μιλίου» επανέρχεται από την κυβέρνηση, που διαδίδει ότι η πανδημία «βαδίζει προς το τέλος της» με τη μετάλλαξη «Ομικρον» και ότι πρέπει όλοι να κάνουμε λίγη ακόμα υπομονή. Ετσι, προσπαθεί να δώσει άλλοθι στο γεγονός ότι καμία ενίσχυση δεν υπάρχει στο σύστημα Υγείας μπροστά στο ενδεχόμενο αύξησης των νοσηλειών, και ενώ τις επόμενες βδομάδες αναμένεται κορύφωση των κρουσμάτων. Ούτε η επιδημιολογική επιτήρηση αυξάνεται, για να απομονώνονται οι εστίες και να αποφεύγεται η μεγαλύτερη διασπορά. Αντίθετα, τα ελάχιστα σημεία δωρεάν ελέγχου και οι μεγάλες ουρές, σε συνδυασμό με το κόστος των τεστ στα ιδιωτικά εργαστήρια, αποθαρρύνουν τον κόσμο από το να πάει μαζικά να εξεταστεί προληπτικά, διευκολύνοντας την κυκλοφορία του ιού. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα είναι και το πρωτόκολλο επιστροφής στη δουλειά μετά από πέντε μέρες καραντίνας για τους νοσούντες, που στέλνει το μήνυμα ότι «και να κολλήσουν όλοι, δεν χάθηκε ο κόσμος, αρκεί να μην παγώσει η οικονομία». Με περισσότερα κρούσματα από κάθε άλλη φορά, ο κρατικός μηχανισμός συνεχίζει το ίδιο επικίνδυνο βιολί με την πανδημία, φορτώνοντας τη διαχείρισή της στην αυτοδιάγνωση και στην ατομική ευθύνη, καλλιεργώντας ταυτόχρονα προσδοκίες ότι «όπου να 'ναι τελειώνουμε» και άρα οποιοδήποτε μέτρο είναι αχρείαστη πολυτέλεια. Το έργο όμως το έχουμε ξαναδεί. Το τραγικό αποτέλεσμα είναι γνωστό και από προηγούμενες μεταλλάξεις. Η πανδημία και οι συνέπειές της είναι εδώ, για νοσούντες και μη. Και αυτό επιβάλλει δυνάμωμα και όχι χαλάρωση του αγώνα για ουσιαστική προστασία της υγείας και της ζωής του λαού.
«Το μεγάλο διακύβευμα των επόμενων ετών αποτελεί η απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων (...) Στην επίτευξη των παραπάνω σημαντικό ρόλο έχει η προώθηση των μεταρρυθμίσεων αποσκοπώντας στο κλείσιμο διαχρονικών "ιστορικών εκκρεμοτήτων" σε τομείς όπως η Δημόσια Διοίκηση, η Παιδεία, η Δικαιοσύνη (...) η προώθηση και η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αποτελεί μία εκ των βασικών προϋποθέσεων για την προσέλκυση επενδύσεων και την περαιτέρω ενεργοποίηση του ελληνικού επιχειρείν». Τα παραπάνω δεν γράφτηκαν ούτε σε κάποια ομιλία του πρωθυπουργού, ούτε σε κάποια ανάλυση του κυβερνητικού οικονομικού επιτελείου για τον νέο χρόνο, αλλά σε άρθρο του πρώην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ, Δ. Λιάκου, για τη νέα χρονιά. Δεν λείπει βέβαια και η «γαρνιτούρα» για το «ιδεολογικό πρόσημο των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων», αλλά το νόημα... το πιάσαμε: Μετά το «προοδευτικό» δίλημμα για το ποιος θα εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο, τώρα το νέο κάλπικο δίλημμα που θέτει στον λαό ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ποια κυβέρνηση θα εφαρμόσει το υπερμνημόνιο του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο λαός μας όμως διαθέτει πλέον πείρα από νυν και επίδοξους «σωτήρες» κάθε κοπής και απόχρωσης, από κάλπικα διλήμματα, από τη λογική του «μικρότερου κακού», με τα οποία ντύνουν την πολιτική που τον πηγαίνει κάθε φορά από το κακό στο χειρότερο. Μονόδρομος για εκείνον δεν είναι η ίδια βάρβαρη πολιτική με «εναλλάξ αλλαγές» στο τιμόνι της αστικής διαχείρισης, αλλά η οργάνωση της πάλης, η συμπόρευση με το ΚΚΕ, η αντεπίθεση απέναντι στο κεφάλαιο, στις κυβερνήσεις και τα κόμματά του.
Την ταινία «Καλώς ήρθε το δολάριο» θυμίζουν ορισμένες ανταποκρίσεις από την Κρήτη, για τις «στιγμές χαλάρωσης» που απόλαυσαν οι 5.000 πεζοναύτες του αμερικανικού αεροπλανοφόρου «Τρούμαν», το οποίο έδεσε για λίγες μέρες στη Σούδα και το πλήρωμά του αποβιβάστηκε στα Χανιά. Πέρα από τα γνωστά παραμύθια περί «τόνωσης της τοπικής οικονομίας», γράφτηκαν κι άλλα «χαριτωμένα», όπως ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες θα επιστρέψουν ξανά στην Κρήτη ως τουρίστες το ερχόμενο καλοκαίρι, επειδή «τους κέρδισαν» η φιλοξενία και η κουζίνα των Κρητικών. Ούτε λέξη βέβαια για τις αντιδράσεις που εκφράστηκαν, και με τη διαμαρτυρία της ΤΕ Χανίων του ΚΚΕ, ενάντια στον ελλιμενισμό του θηριώδους αεροπλανοφόρου. Με τέτοια δημοσιεύματα προσπαθούν να εξωραΐσουν τον βρώμικο ρόλο των ΑμερικανοΝΑΤΟικών και τις «διευκολύνσεις» που τους προσφέρουν όλες διαχρονικά οι κυβερνήσεις με τη βάση της Σούδας, η αναβάθμιση της οποίας εμπλέκει τη χώρα και τον λαό ακόμα περισσότερο σε επικίνδυνα σχέδια και ανταγωνισμούς. Πασπαλίζουν χρυσόσκονη για να πείσουν τους Χανιώτες ότι έχουν όφελος από τη λειτουργία του ΝΑΤΟικού πολεμικού ορμητηρίου μια ανάσα από τα σπίτια τους, όταν το «Τρούμαν» συνεχίζει να πλέει στην περιοχή, λόγω της «κρίσης» στην Ουκρανία, με τις «κάννες» στραμμένες στη Ρωσία, συνιστώντας απειλή για τον ελληνικό και τους άλλους λαούς.