Μέσα από τους έρωτες και τους αγώνες μιας μαχόμενης εφηβείας, με κομμουνιστικό όραμα
Η συγγραφέας, η αγαπημένη ηθοποιός Ελένη Γερασιμίδου |
Ολα μα όλα πάνω στη σελίδα του τυπωμένου βιβλίου, παρόντα, και δεν θέλεις ούτε κατ' ελάχιστο να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις. Να που επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε διάζευξη, αλλά είναι αυτός ένας ήπιος τρόπος για να χαμηλώσουμε την ένταση του ενθουσιασμού μας. Και ο ενθουσιασμός σίγαση χρειάζεται, μην αγριέψει το συναίσθημα και τυφλωθεί από τις παρωπίδες του πάθους.
Και αυτή η σπανιότητα εκφράστηκε - για να επιστρέψω στο εναρκτήριο λάκτισμα - μόλις άρχισα να ξεφυλλίζω αυτά τα σύντομα στην έκταση και ευσύνοπτα στο νόημα διηγήματα, αφηγήματα, αυτοβιογραφικά ενσταντανέ από το παρελθόν, χωρίς όμως καμία διάθεση παρελθοντολογίας. Ξεγραμμένη όμως η νοσταλγία, για να στηθεί εμφατικά το σήμερα στα πόδια του, με τα υλικά του κατακτημένου, του προσαρμοσμένου στην πολιτική και ιδεολογική επιλογή βίου.
Τα αποτυπώματα αυτά, τριάντα τον αριθμό, γραμμένα με το αίμα της καρδιάς και χωρίς ψευδή διλήμματα, είναι νησίδες αυτογνωσίας των πέντε ηπείρων πανανθρώπινης γνώσης, πάντα όμως σε διαλεκτική σχέση με τη νεοελληνική Ιστορία, ιδιαιτέρως με αυτήν την κρίσιμη, την αδικαίωτη, τη μεταπολεμική: Των δεκαετιών του '50 και του '60, μετά την ηρωική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, εικονογραφημένων με πληγές ανεπούλωτες, πυορροούσες.
Το εξώφυλλο του βιβλίου, εικονογραφημένο από την ζωγράφο Μάρθα Κορίτσογλου |
Σήμερα, σε παροντικό χρόνο, επιφανειακά επήλθε η επούλωση του τραύματος - αιτήματος για δικαιοσύνη, όμως τα σημάδια είναι εμφανή από τους παλιούς τραυματισμούς. Αυτές τις παλιές πληγές, που διττά έχουν χαραχτεί στον πραγματικό και στον φανταστικό εαυτό, τις χαϊδεύεις, τις θωπεύεις, συνομιλείς μαζί τους.
Απ' αυτό λοιπόν το καταματωμένο και βασανισμένο αγωνιστικό παρελθόν έλκουν την καταγωγή τους αυτές οι ιστορίες μιας δύσκολης προετοιμασίας για την εφηβεία μέχρι να τανυστεί το τόξο του νέου ανθρώπου, οι οποίες μας πάνε τουλάχιστον εξήντα χρόνια πίσω.
Κι όμως, δεν έχουν τίποτα το ρετρό, το παλιομοδίτικο, το ξεβαμμένο, το ξεθωριασμένο, το ανεπίληπτο. Ο χρόνος δεν κιτρίνισε όλες αυτές της μικρής κλίμακας ιστορίες, αυτούς τους ενορχηστρωμένους χωρίς φτιασίδια διαλόγους, μπροστά στον καθρέφτη της αυτοβιογραφίας.
Το παρόν, το παρελθόν και προπαντός το μέλλον γίνονται ένα και δεν ξεχωρίζουν, για να σκιαγραφήσουν το πορτρέτο μιας συγκλονιστικής περίπτωσης, που σου κόβει την ανάσα, που δεν σε αφήνει δευτερόλεπτο να ησυχάσεις: Της μίας και μοναδικής, της τραγωδού και κωμωδού ομού του ζωντανού νεοελληνικού θεάτρου, της Ελένης Γερασιμίδου.
Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτά τα σπάνια διηγήματα, ξεγράψαμε ό,τι γνωρίζαμε ή νομίζαμε ότι γνωρίζαμε για τη Θεσσαλονίκη, την οποία δεν κρύβω ότι την έχουμε μυθοποιήσει, πάντα με τη ματιά του ξένου. Μέσα από τον λόγο της γραμμένης εμπειρίας αρχίσαμε σιγά σιγά να αρθρώνουμε τη βιωματική αλφαβήτα αυτής της πόλης, με ισχυρή παρουσία, πριν και μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, στα πολιτιστικά δρώμενα της πατρίδας μας.
Τσιμισκή με Π. Π. Γερμανού. Η πρώτη πορεία ειρήνης, 1964 |
Και αυτή η πατριδογνωσία, αν και ξεκάθαρα δεν διατυπώνεται στο λογοτεχνικό αποτέλεσμα του βιβλίου με όρους πολιτικούς και ιδεολογικούς, ως συνθηματικός εναγκαλισμός με την αγωνιστική διεκδίκηση, ωστόσο εμπεριέχει όλο το βάθος της πράξης ως αδικαίωτης κραυγής υπέρ του δίκιου των καταπιεσμένων, των καταφρονημένων, των κυνηγημένων.
Η Ελένη Γερασιμίδου μέσα από τον δικό της μικρόκοσμο ενηλικίωσης γίνεται το ευκρινές και αλάνθαστο φωνητικό όργανο, το οποίο κυρίως μιλάει για το μεγάλο κάδρο της δεκαετίας του '60, όπως διαμορφώνεται με τα μείζονα γεγονότα, με κορυφαίο τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Ο δολοφονημένος γιατρός δεν κατονομάζεται, δεν ανεβαίνει επί πεζογραφικής σκηνής, ανεβαίνουν όμως η ΕΔΑ, οι ΕΔΑίτες και οι νεολαίοι Λαμπράκηδες, υπό τη φοβερή σκιά των ρουφιάνων, των καταδοτών, των ασφαλιτών και όλων των λούμπεν στοιχείων για τις βρωμοδουλειές της κεντρικής αστικής κυβέρνησης.
Η ανθρωπογεωγραφία της συγγραφέα μας, μπορούμε να την κάνουμε εικόνα ως εκδρομείς μιας άλλης, πονεμένης εποχής, όχι και τόσο μακρινής, στον Μακρύγιαλο Πιερίας και στον Αη Γιάννη Σερρών, στον μαρτυρικό Χορτιάτη ή στο Ασβεστοχώρι, με «απαραιτήτως αβγά βραστά, σφιχτά. Ντολμαδάκια Ζαναέ, κεφτεδάκια, κορν-μπιφ, ψωμάκια για σάντουιτς αφράτα, ελίτσες».
Διαδήλωση μετά τα «Ιουλιανά», 1965 |
Στην πεζογραφική ατμόσφαιρα των «30 μικρών διηγημάτων» δεν θα συναντήσεις τίποτα, μα τίποτα που να είναι παρατημένο στην τύχη του, καμία χειρονομία, καμία αποστροφή, καμία επιβράβευση.
Ανθρωποι, αντικείμενα, σχέσεις, απωθήσεις, αποστροφές, καταδεκτικότητες, αποδοχές, ελλείψεις, συνήθως υπό τον ελληνικό καλοκαιρινό ήλιο, όπως στο προσφυγικό Καραμπουρνάκι, με τις πιο θερινές μυρωδιές του, όπου συνυπάρχουν η αρμύρα, το τηγανητό ψάρι και τα κρασοβάρελα.
Αλήθεια, αν αυτές οι παραδειγματικές εικόνες δεν είναι κάτι σαν ύμνοι και δοξαστικά υπέρ της ρέουσας ζωής, τότε τι είναι; Και στις οθόνες των κινηματογράφων των χειμερινών, με τις παγωμένες αίθουσες, και των θερινών, με του αγιοκλήματος το άρωμα να σπάει τις μύτες, περνούν σε άσπρο και μαύρο οι μυθοποιημένες μορφές της Νάταλι Γουντ, του Αλέν Ντελόν, της Ελενας Ναθαναήλ, του Ομάρ Σαρίφ, της Νίτσας Μαρούδα.
Στη χορεία των ηθοποιών, ανδρών και γυναικών ενός θιάσου ονειρικού, πάντοτε στα σύννεφα της φαντασίας, προστίθενται ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Ελληνοσοβιετικός Σύνδεσμος, το Ανατόλια Κόλετζ, η Τεχνική Σχολή του «Ευκλείδη», το χτύπημα του άφιλτρου τσιγάρου πάνω στο πακέτο του «Ασσου».
Και από παντού ακούγονται μουσικές εξαίσιες, με επικεφαλής τον αρχιμουσικό και χορωδό, τον Κωνσταντινουπολίτη Επαμεινώνδα Φλώρο (1892 - 1966), αυτόν τον μεγάλο δάσκαλο, ο οποίος αναμόρφωσε τις μουσικές σπουδές στην πόλη των προσφύγων και κοντά του θήτευσε η θεία της Ελένης Γερασιμίδου, η Μαρίκα με την εξαίσια φωνή μονωδού.
Χορός σε μουσικό πρωινό αναψυκτηρίου, 1966 |