Μαθήματα ζωής και τέχνης στον καιρό της Αντίστασης, με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές
Με τον Θράσο Καστανάκη και την σύζυγό του, Ελπίδα, το 1930, σε ταβέρνα (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο) |
Ο λόγος στον νεότερο της μαθητείας, ο οποίος στο εκ των υστέρων άρθρο του «Τέσσερα μαθήματα για την τέχνη», κοντά στα 60 του, στον «Ριζοσπάστη» (Κυριακή 9 Δεκέμβρη 1984), αναφερόμενος στον μυσταγωγό του, δεν κοιτάζει να στρέψει πάνω του τα φώτα της εγωιστικής αυτοβιογραφίας.
Την επομένη, Δευτέρα 10 Δεκέμβρη, η πλάκα που σκέπαζε τον τάφο του κομμουνιστή καλλιτέχνη στη Μόσχα και η τέφρα του μεταφέρονταν στην Αθήνα και έβρισκαν στέγη στο Α' Νεκροταφείο.
Ο αγαπημένος Μίμης των συντροφισσών και των συντρόφων του πάει τις αναμνήσεις του παραπέρα από τον εαυτό του και κολυμπάει μέσα στη θάλασσα της αγωνιστικής πράξης, με τα κύματα του ψυχισμού του λαού, τα οποία, άλλοτε θωπευτικά και άλλοτε απειλητικά, τον σπρώχνουν να πει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.
Μιλάει δίκην ανακεφαλαίωσης για κρίσιμα αιτήματα, τα οποία μέσα στην ΕΑΜική Αντίσταση ακούστηκαν ως προτάγματα για έναν δίκαιο κόσμο, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Το κείμενό του είναι κομμάτι του αφιερώματος στον Αντώνη Γιαννίδη, στο οποίο συνεισφέρουν και οι Σταύρος Ζορμπαλάς (1918 - 1999), Λυκούργος Καλλέργης (1914 - 2011) και Δημήτρης Μυράτ (1908 - 1991).
Μέσα στη μαύρη, κατάμαυρη Κατοχή, μόλις στα 15 του, ο αφηγητής ανήκει σ' αυτά τα γενναία και ηρωικά παιδιά, στα παιδιά της γαλαρίας - για να θυμηθούμε τον Μάνο Χατζιδάκι:
Ο Αντώνης Γιαννίδης απολαμβάνει τη λιακάδα, το 1933, στο καφενεδάκι που ήταν μπροστά στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (αρχείο περιοδικού «Θέατρο») |
Ηταν τότε, λοιπόν, που βρίσκαμε χρόνο να γεμίζουμε και τις αίθουσες των θέατρων για να υποστηρίζουμε κάθε θετική προσπάθεια των πρωτοπόρων καλλιτεχνών μας.
Ηταν τότε που ο μεγάλος Αιμίλιος Βεάκης, σαν τέλειωνε η παράσταση και οι παλάμες μας καίγαν από τα χειροκροτήματα, έβγαινε μπροστά από την αυλαία, υποκλινότανε, κοίταγε κατά τη μεριά μας, κατά τη γαλαρία, λέγοντας:
- Για σας παίζω, παιδιά μου!
Ηταν τότε που οι μεγάλοι μας καλλιτέχνες προσπαθούσαν να δώσουνε διπλό, επίκαιρο νόημα σε μια ανώδυνη "ατάκα", μια φράση απλή του κάποιου κειμένου».
«Σε κάποια παράσταση στην Κατοχή, ο Αντώνης Γιαννίδης τραβάει την κουρτίνα του παράθυρου του σκηνικού. Εξω "σκοτάδι". Κοντοστέκεται. Υστερα γυρνάει προς τους θεατές και "πλασάρει" τη φράση του - κάτι σαν μυστικό:
- Δεν μπορεί! Σε λίγο θα ξημερώσει!
Ηταν τότε που ένα στίχο από ερωτικό τραγούδι, "Πότε θα 'ρθει η ώρα να σε ξαναδώ...", τον μετατρέπαμε σε μήνυμα λευτεριάς και φωνάζαμε, χειροκροτώντας:
Στον ρόλο του πατέρα στο έργο του Κλίφορντ Οντετς, «Το παιδί με τη χρυσή καρδιά», το 1939, με τον Θίασο Κοτοπούλη (αρχείο περιοδικού «Θέατρο») |
Ηταν τότε που γεμίζαμε το θέατρο του Κουν, για να υποστηρίξουμε τους ΕΠΟΝίτες, κάθε προσπάθεια ποιοτική (κι ας ξεχνάνε σήμερα μερικοί ποιος, ποιον στήριξε...)».
«Ηταν τότε που ο Βεάκης, ο Γιαννίδης, αφήνανε τα φώτα της ράμπας και πιάνανε τα οδοφράγματα, πρωτότυπη αγωνιστική σκηνή για να συντονίσουν την τέχνη τους, το απαράμιλλο ταλέντο τους και τη βροντερή φωνή τους με τα αγωνιστικά μηνύματα και τη φωνή των όπλων της Αντίστασης...
Ηταν τότε που γνώρισα από κοντά τον Αντώνη Γιαννίδη.
Παρακολούθησα πολλά "μαθήματα" κοντά στον Γιαννίδη. Είναι από αυτά που ζυμώνουν την τέχνη με τη ζωή».
Περίπου τρία χρόνια έζησε ο Δημήτρης δίπλα στον Αντώνη. Με τον εξομολογητικό τόνο του νεότερου:
«Τον γνώρισα και στην Κατοχή και σε εποχές "ήρεμες", στην ξενιτιά και στον Εμφύλιο. Κάθε συζήτηση μαζί του ήταν ένα μάθημα».
Ενα από τα περιστατικά στα οποία ανατρέχει, τον Δεκέμβρη του 1984, συνέβη πριν ακριβώς 40 χρόνια, τα Χριστούγεννα του 1944, κατά τον ηρωικό Δεκέμβρη. Τον συναντάει ο τότε 19χρονος Δημήτρης Ραβάνης - Ρεντής σε ένα Δημοτικό επί της οδού Αγίου Μελετίου στα Σεπόλια (μάλλον βρισκόταν στον αριθμό 198, κοντά στην εκκλησία Αγίου Μελετίου - σήμερα το κτίριο έχει γκρεμιστεί).
Εκεί είχε στηθεί ένα πρόχειρο νοσοκομείο και πάνω από τα κρεβάτια των τραυματιών από τις «ρουκέτες των "συμμάχων" και των ταγματασφαλιτών» πήγαινε και ερχόταν για να τους διασκεδάσει ο αεικίνητος Αντώνης Γιαννίδης:
«Απαγγέλλει από τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου" του Παλαμά.
Η πλατεία Αγίου Μελέτη στα Σεπόλια, το 1940, όπου 4 χρόνια αργότερα ο Δ. Ραβάνης - Ρεντής γνωρίζει, κατά τον ηρωικό Δεκέμβρη του '44, τον κομμουνιστή ηθοποιό |
Κ' ηύρα στις κορφές της Ηπειρος
και την έθρεψα την πείνα μου τη λάμια,
κ' ηύρα σαν πρωτάρη ένα λαό
που καλούσε από τις κλεισούρες και από τους ζυγούς
με τα φουσκωτά ποτάμια...".
Αυτόν τον λαό έψαχνε να βρει ο Γιαννίδης, και τον βρήκε. Ηταν έτοιμος γι' αυτήν τη συνάντηση. Μόνο που κάποια στιγμή σταμάτησε την απαγγελία και κοίταξε γύρω του. Τραυματίες, ανάπηροι, βογγητά. Και κάπου σ' ένα κρεβάτι μια ηλικιωμένη που την είχε χτυπήσει κάποιος από τους δολοφόνους "ελεύθερους σκοπευτές". Γύρναγε από τα ψώνια η γυναίκα.
Στο κρεβάτι κι ένα δίχτυ με λιγοστά λαχανικά. Κάνα δυο καρότα, κρεμμύδια, δυο τρεις πατάτες... Τα μάτια του Γιαννίδη πέσανε σ' αυτό το δίχτυ και δεν μπόρεσε να συνεχίσει».
«Τρία χρόνια αργότερα, σε κάτι πρόβες που κάναμε για κάποια παράσταση, ο Γιαννίδης θυμήθηκε αυτήν τη σκηνή και τη χρησιμοποίησε για να μας δώσει να καταλάβουμε τη σημασία των "απλών αντικειμένων".
- Είναι στιγμές που όλα μεγαλώνουν... Γίνονται τεράστια... Σύμβολα... Τα αντικείμενα, οι λέξεις... Σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου, ένα δίχτυ με λαχανικά... Αυτό θέλω να μου βγάλετε από την παράσταση...».
Χειροφίλημα στην Μιράντα. Με τον θίασο της, τον κατοχικό χειμώνα 1941 - 1942, στο έργο «Το μυστικό της Μπεάτας» (αρχείο περιοδικού «Θέατρο») |
Με την ίδια ηθοποιό, την ίδια θεατρική περίοδο, πρωταγωνιστεί ως Αποστόλης στην «Αγγελίνα» της ποιήτριας Λιλής Ιακωβίδη (αρχείο περιοδικού «Θέατρο») |