Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των αιώνων, ένας δημιουργός που άσκησε τεράστια επιρροή σε ποιητές, φιλοσόφους, διανοητές.
Η «Κωμωδία», όπως την ονόμασε ο Δάντης γιατί είχε αίσιο τέλος, η «Θεία Κωμωδία», όπως την ονόμασε ο πρώτος βιογράφος του ποιητή, Βοκάκιος, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το κύκνειο άσμα του Μεσαίωνα που ακούγεται την ώρα που στο βάθος του ορίζοντα αχνοφαίνεται το ρόδισμα μιας νέας εποχής, της Αναγέννησης, με την αστική τάξη που τότε διαδραμάτιζε ιστορικά προοδευτικό ρόλο να αρχίζει να εμφανίζεται στο προσκήνιο της Ιστορίας.
Ο Δάντης «ανακεφαλαιώνει» τον Μεσαίωνα και ταυτόχρονα γίνεται ο ποιητικός προάγγελος μιας νέας ιστορικής εποχής, όπως τον χαρακτήρισε ο Φρίντριχ Ενγκελς στον πρόλογό του στην ιταλική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου απ' όπου και ο τίτλος του παρόντος άρθρου.
Λάτρης του μεγάλου Φλωρεντινού ήταν και ο Καρλ Μαρξ, ο οποίος ολοκλήρωσε τους προλόγους του στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» και στον 1ο Τόμο του «Κεφαλαίου» με στίχους του Δάντη.
Η «Κωμωδία» είναι γραμμένη στην περίφημη terza rima, ή τερτσίνα, σε τρίστιχα, δηλαδή, με ομοιοκαταληξία του πρώτου με τον τρίτο στίχο.
Η terza rima δεν πρέπει να εννοείται ως λεκτικό «τέχνασμα» του Δάντη. Είναι κάτι πολύ περισσότερο, διότι η ανάπτυξη του ποιήματος μπορεί να επεκταθεί στο ...άπειρο. Εχει δυναμική.
Οι τελευταίοι στίχοι, όμως, κάθε Ασματος, είναι ένα δίστιχο, γιατί τα ανθρώπινα όρια, η ανθρώπινη ζωή είναι πεπερασμένη.
Η terza rima κάνει το ποίημα κατ' εξοχήν ακουστό κι ας μη γνωρίζει κάποιος Ιταλικά. Αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της αυθεντικής ποίησης. Μπορεί να διαδοθεί, να κινητοποιήσει συναίσθημα και σκέψη πριν γίνει κατανοητή.
Ο Ντάντε Αλιγκέρι - Δάντης - γεννήθηκε στη Φλωρεντία το 1265 σε οικογένεια με μέτρια οικονομική κατάσταση.
Σε ηλικία εννέα ετών, την Πρωτομαγιά του 1274 αντίκρισε για πρώτη φορά την 9χρονη Βίκη Πορτινάρι, την οποία ερωτεύτηκε πλατωνικά. Πρόκειται για την Βεατρίκη, που μέσω του έργου του κατέλαβε θέση συμβόλου στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Η Βεατρίκη πέθανε το 1290 σε ηλικία 24 ετών. Είχε παντρευτεί τον Σιμόνε ντε Μπάρντι.
Μεταξύ 1280 και 1282 συνθέτει τα πρώτα του σονέτα, τα οποία στην αρχή απευθύνονται κυρίως στους ομότεχνούς του. Βήμα - βήμα συγκροτείται στη Φλωρεντία η πρωτοποριακή ποιητική σχολή του «Dolce stil nuovo».
Ως άνθρωπος και της πολιτικής δράσης, εκλέχθηκε στα διοικητικά όργανα της Φλωρεντίας τασσόμενος με το μέρος της αναδυόμενης αστικής τάξης, ενώ σε όλη του τη ζωή ήταν αμετακίνητος στη θέση για τη μη ανάμειξη της Εκκλησίας στην πολιτική ζωή και στις κρατικές υποθέσεις.
Το διάστημα 1292 - 1294 συνθέτει και δημοσιεύει την «Vita Nuova», (Νέα Ζωή), το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του στο οποίο θέτει γενικότερα κοινωνικά ζητήματα. Το έργο αυτό μαζί με τις «Πέτρινες Ρίμες» (Rime Petrose) που συνέθεσε το 1286 αποτελούν το προοίμιο της «Κωμωδίας».
Το 1295 ο Δάντης παντρεύτηκε την Τζέμα Ντονάτι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: Gacopo, Pietro ο οποίος έγραψε και σχόλια στην «Κωμωδία», Giovanni, Antonia. Η Antonia έγινε μοναχή στη Ραβένα με το όνομα αδελφή Βεατρίκη, αναγνωρίζοντας έτσι τον καθοριστικό ρόλο της γυναίκας - σύμβολο στη ζωή του πατέρα της.
Η οξύτατη πολιτική διαπάλη στη Φλωρεντία είχε ως αποτέλεσμα να εξοριστεί, να καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο και να μην ξαναδεί την αγαπημένη του πόλη ποτέ.
Θα κάνει χρόνια να ξαναδεί την οικογένειά του και θα περιπλανάται σε διάφορες πόλεις με τελευταία τη Ραβένα, όπου εγκαταστάθηκε σε σπίτι που του παραχώρησε ο Guido Novello da Polenta.
Γνώρισε μέσα από δοκιμασίες πόσο αρμυρό είναι το ξένο ψωμί και πόσο σκληρό το ανεβοκατέβασμα στα ξένα σκαλοπάτια.
Στο διάστημα 1304 - 1306 συγγράφει τα ημιτελή έργα «Για την ευγλωττία της δημοτικής γλώσσας» και το «Συμπόσιο». Πιθανότατα το φθινόπωρο του 1306 άρχισε να γράφει την «Κωμωδία».
Το 1314 έχει ολοκληρώσει την «Κόλαση». Το 1315 αρνήθηκε τους ταπεινωτικούς όρους της κυβέρνησης της Φλωρεντίας, προκειμένου να του χορηγηθεί αμνηστία.
Στη Ραβένα ολοκλήρωσε το «Καθαρτήριο» και τον «Παράδεισο».
Καθώς επαπειλείται σύγκρουση μεταξύ Ραβένας και Βενετίας ο Δάντης συμμετέχει εκ μέρους του Polenta σε διαπραγματεύσεις με τον Δόγη. Κατά την επιστροφή της αποστολής, ο Δάντης παθαίνει ελονοσία. Πέθανε στη Ραβένα στις 14 Δεκεμβρίου 1321.
Σύμφωνα με τον Βοκάκιο, ο γιος του Pietro καθοδηγούμενος με όραμα από τον ίδιο τον Δάντη, ανακάλυψε σε κρύπτη τα τελευταία Ασματα του «Παραδείσου».
«Στης ζωής μας το διάβα στη μέση / σ' ένα δάσος βρέθηκα σκοτεινό / τον ορθό δρόμο είχα απολέσει / πόσο είναι δύσκολο να διηγηθώ / την αγριότητα κι όλα όσα είδα / φρικτή σκέψη, όνειρο οδυνηρό».
Είναι οι δύο πρώτες τερτσίνες από το 1ο Ασμα της «Κωμωδίας».
Στις 8 Απριλίου 1300, νύχτα παραμονή της Μεγάλης Παρασκευής και ο Δάντης με οδηγό τον Ρωμαίο ποιητή Βιργίλιο, που τον είχε στείλει η Βεατρίκη για να γίνει οδηγός του ποιητή μας, καθώς από ψηλά έβλεπε την αγωνία του, «κατεβαίνει» στην Κόλαση.
Ο Δάντης χωρίζει την «Κόλαση», το πλέον προβεβλημένο τμήμα της «Κωμωδίας», σε εννέα ομόκεντρους κύκλους, τον καθένα βαθύτερο και στενότερο από τον προηγούμενο. Στον ένατο και βαθύτερο κύκλο τοποθετεί τους προδότες. Το ίδιο, χωρίζει σε εννέα μέρη, το «Καθαρτήριο» και τον Παράδεισο που τον αποτελούν εννέα ουρανοί και ο ψηλότερός τους ο «έμπυρος».
Η «Κόλαση», όπως και το «Καθαρτήριο» και ο «Παράδεισος», αποτελείται από 33 ωδές, συν μία εισαγωγική ωδή στην «Κόλαση».
Αν αναρωτηθεί ο αναγνώστης πού ήταν το σκοτεινό δάσος, η ουσία της απάντησης βρίσκεται στο ότι η «Κόλαση», το «Καθαρτήριο» και ο «Παράδεισος» δεν είναι ένας «τόπος». Είναι μια «κατάσταση στη συνείδηση», μια αντανάκλαση της κοινωνικής συνείδησης της εποχής στην ατομική συνείδηση καθενός.
Σε όλο το έργο αντανακλάται η ιδεολογική διαπάλη της εποχής, καθώς στο κάθε πρόσωπο αναγνωρίζεται ο αναδυόμενος κοινωνικός τύπος της αστικής κοινωνίας, εκείνος δηλαδή που θεωρείται ως ο μόνος υπεύθυνος για τις ατομικές του επιλογές και πράξεις και τον οποίο καμία κοινωνική ιεραρχία, όπως συνέβαινε στην φεουδαρχική κοινωνία, δεν τον προστατεύει.
Επιπλέον, οι πάντες κρίνονται από τον Δάντη, από έναν άνθρωπο δηλαδή, ενώ μέχρι τότε η όποια κρίση ήταν αποκλειστικό προνόμιο του Θεού και του ...αντιπροσώπου του στη γη, της Καθολικής Εκκλησίας.
Εντυπωσιακή είναι η διαλεκτική σκέψη του Δάντη: Πρώτα «κατεβαίνει» στην Κόλαση, στην ουσία δηλαδή της κατάστασης της κοινωνίας προκειμένου να τη δει κατάματα και να αναστοχαστεί και στη συνέχεια «ανεβαίνει». Είναι χαρακτηριστικό ότι και η «Κόλαση» και το «Καθαρτήριο» τελειώνουν με το άνοιγμα ενός δρόμου προς τα άστρα. Μια ανοδική πορεία, δηλαδή, της ανθρωπότητας.
Αφετηρία του Δάντη είναι η επίγεια ζωή των ανθρώπων και τα χαρακτηριστικά αυτής της ζωής αναδεικνύονται στον «αιώνιο» τόπο σε όλη τους την πληρότητα, όπως, άλλωστε, το επισήμανε με θαυμάσιο τρόπο ο Χέγκελ στην «Αισθητική» του, μερικές από τις ωραιότερες σελίδες της οποίας είναι αφιερωμένες στον Δάντη.
Σε όλη την «Κωμωδία», ο Δάντης είναι βαθιά ανθρώπινος, αλλού χρησιμοποιεί τραχιά γλώσσα, αλλού συγκινείται από το δράμα των ανθρώπων. Θα βρούμε όσους στάθηκαν εχθροί του, δάσκαλοί του, τους προγόνους του, τις περιπλανήσεις του από πόλη σε πόλη.
Η «Κωμωδία» ταυτόχρονα είναι και μια τεράστια «εγκυκλοπαίδεια» για τη ζωή των ανθρώπων μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής.
Ο Δάντης θέλησε να δούμε αυτά που είδε εκείνος. Είναι ακριβής, διαυγής, δάσκαλος και κριτής.
Ο Δάντης ονόμασε την «Κωμωδία» «το ιερό ποίημα όπου ουρανός και γη έβαλαν χέρι».
Πρόκειται για μια από τις πιο συνοπτικές και ουσιαστικές περιγραφές του ασύλληπτου αυτού έργου που ανήκει στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Το «ιερό» αφορά αυτό που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, που μπορεί να γίνει προσιτό στον καθένα, όχι όμως εύκολα, χωρίς αγώνα.
Αν και πιστός στην Καθολική Εκκλησία, στράφηκε στη Φιλοσοφία, προσπαθώντας να βρει μια λογική εξήγηση - έξω από τα δόγματα της Εκκλησίας για την προκαθορισμένη πορεία του ανθρώπου - για την τόση αδικία που κυβερνά τον κόσμο.
Οπωσδήποτε, ο Δάντης πρέπει να μελετάται σε σχέση με το ιστορικό - κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του και τις κοινωνικές - ταξικές αντιθέσεις του.
Με το έργο του επιβεβαίωσε, χωρίς να γινόμαστε απόλυτοι, πως στις περιόδους μετάβασης, από ένα κοινωνικό - οικονομικό σύστημα ιστορικά ξεπερασμένο και γι' αυτό ιστορικά αναγκαίο να ανατραπεί σε ένα ανώτερο κοινωνικό - οικονομικό σύστημα, γράφονται αριστουργήματα του λόγου.
Είναι οι στιγμές που η πραγματικότητα τροφοδοτεί με απίστευτη ένταση την τέχνη και η τέχνη με μεγάλη ενάργεια αποκαλύπτει όσα βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων.
Επιπλέον, υπηρέτησε την εξίσου ιστορική αναγκαιότητα να «ανεβεί» στη λογοτεχνία η γλώσσα του λαού. Εγραψε το μεγάλο έργο του στην καθομιλουμένη Ιταλική της Τοσκάνης και δώρισε στον ιταλικό λαό τη σύγχρονη γλώσσα του.
Ο Δάντης εξακολουθεί να περπατά μαζί με την πολιτισμένη ανθρωπότητα, ενάντια στη βαρβαρότητα, στο μακρύ και δύσκολο ταξίδι προς ένα φωτεινότερο μέλλον για το οποίο ο μεγάλος Φλωρεντινός δεν έχασε ποτέ την πίστη του πως θα έλθει.
* Η φράση «Τίμα τον πιο εξυψωμένο ποιητή, το πνεύμα του, που μας είχε αφήσει, επιστρέφει» είναι γραμμένη στο κενοτάφιο του Δάντη στη Φλωρεντία.
Υπήρξε μία από τις πιο ισχυρές φωνές του προοδευτικού 20ού αιώνα.
Οι παρεμβάσεις του σημάδεψαν τους εργατικούς αγώνες και άνθισαν μέσα στην κοινωνική σύγκρουση.
Φανέρωσε το πραγματικό πρόσωπο της Αμερικής, πίσω από το λαμπερό χαμόγελο του «αμερικάνικου ονείρου», είδε τα δόντια του καπιταλιστικού θηρίου που ξέσκιζε εκατομμύρια εργαζόμενους, κολίγους, ανέστιους και φτωχούς, και προειδοποίησε.
Το 1940 βραβεύτηκε με το Πούλιτζερ και το 1962 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Αμερικανός πεζογράφος, σεναριογράφος και δραματουργός Τζον Στάινμπεκ, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 έως τα δύσκολα χρόνια του '30, την εποχή της Μεγάλης Υφεσης, μέχρι και τις 20 Δεκέμβρη του 1968, που πέθανε, άφησε ανεξίτηλο σημάδι στο λογοτεχνικό τοπίο.
Εγραψε 27 λογοτεχνικά αριστουργήματα, ανάμεσά τους τα θρυλικά έργα «Ανθρωποι και Ποντίκια», «Τα Σταφύλια της Οργής» και «Ανατολικά της Εδέμ», μνημεία της λογοτεχνικής του ιδιοφυίας.
Αν υπάρχει έργο που συμπυκνώνει τη φωνή του Στάινμπεκ, αυτό είναι τα «Σταφύλια της Οργής». Η ιστορία των Τζόουντ, μιας οικογένειας αγροτών που χάνει τη γη της από τις τράπεζες και τους μεγαλοκτηματίες, είναι η ιστορία όχι μόνο της Αμερικής αλλά κάθε χώρας όπου ο καπιταλισμός ποδοπατάει ανθρώπινες ζωές για να «αναπτυχθεί».
Οι σκηνές όπου οι τράπεζες με μηχανήματα ισοπεδώνουν τα σπίτια των αγροτών μοιάζουν σήμερα με τις εικόνες των δικών μας αγροτικών μπλόκων, των πλειστηριασμών, με τις κραυγές των ανθρώπων που βλέπουν να τους στερούν το δικαίωμα να ζήσουν. Η βία του συστήματος απέναντι στους φτωχούς είναι η ίδια σε κάθε χώρα και κάθε εποχή.
Φυσικά, δεν άργησε να κατηγορηθεί ως φιλοκομμουνιστής που διαπόμπευε την Αμερική.
Ο Στάινμπεκ έλεγε πως «ο σοσιαλισμός δεν ρίζωσε στην Αμερική, επειδή οι φτωχοί δεν βλέπουν τους εαυτούς τους σαν καταπιεσμένους προλετάριους, αλλά σαν προσωρινά ατυχήσαντες εκατομμυριούχους».
Αλλά έλεγε και κάτι άλλο: «Αν έχεις πρόβλημα ή έχεις πληγωθεί ή έχεις ανάγκη, πήγαινε στους φτωχούς. Είναι οι μόνοι που θα σε βοηθήσουν, οι μόνοι!».
Λίγοι γνωρίζουν πως ο Στάινμπεκ, πριν καταξιωθεί, δούλεψε στα ίδια τα χωράφια που περιέγραψε. Ως νεαρός εργάτης σε βαμβακοφυτείες, κουβάλησε τσουβάλια, μίλησε με μετανάστες από το Μεξικό, κοιμήθηκε σε παράγκες υπό καθεστώς δουλοπαροικίας. Οι εμπειρίες αυτές και οι κουβέντες με τους κοινωνικά απόκληρους ήταν πληγή αλλά και μάθημα γι' αυτόν. Ετσι βρήκε το θάρρος να γράψει από την πλευρά των πληγωμένων.
Ενα ακόμη άγνωστο περιστατικό που συνέβη μόλις κυκλοφόρησαν τα «Σταφύλια της Οργής» είναι ότι οι μεγαλογαιοκτήμονες της Καλιφόρνια τον απείλησαν και λίγο αργότερα δέχτηκε σφαίρες στο σπίτι του, πιθανότατα προειδοποιητικές. Ο Στάινμπεκ δεν μίλησε ποτέ δημόσια γι' αυτό, αλλά σε επιστολές του έγραφε: «Ολοι αυτοί φοβούνται περισσότερο από οτιδήποτε τον άνθρωπο που μιλάει καθαρά».
Συνήθιζε να γράφει κάθε πρωί, «για να σπάει η θλίψη» όπως έλεγε. Και, ποιος ξέρει, τότε ίσως ήταν που κατέληγε και σε συμπεράσματα όπως αυτά:
Ο Λένι και ο Τζορτζ, δύο άντρες που δεν τους έμεινε τίποτα παρά μόνο ο ένας στον άλλον, ζουν το δράμα της ανακύκλωσης της φτώχειας, ένα δράμα που όσο κι αν μοιάζει μακρινό, είναι τόσο κοντά στην Ελλάδα του 2025 που τρομάζει.
Οπως και οι ξεριζωμένοι εργάτες του Μεσοπολέμου, έτσι και σήμερα χιλιάδες άνθρωποι ζουν με τον εφιάλτη της αβεβαιότητας, της περιστασιακής δουλειάς, της εργασιακής ανασφάλειας. Το «13ωρο» δεν είναι απλώς μια εργασιακή διάταξη, είναι η σύγχρονη εκδοχή του μαστιγώματος των αδύναμων.
Η ανθρωπιά των φτωχών, όμως, ο δεσμός τους, η αλληλεγγύη τους (που δεν παύουν αιώνες να είναι εκεί), είναι πάντα το μήνυμα του Στάινμπεκ.
Και ενώ με πένα αιχμηρή και καρδιά παλλόμενη αποκαλύπτει τις αυταπάτες περί «ισότητας ευκαιριών» και αποδομεί τον μύθο των ΗΠΑ ως χώρας «δικαιοσύνης και αξιοκρατίας», αυτός που γράφει τόσο θαρρετά για τους κατατρεγμένους, ο ίδιος αυτός άνθρωπος βρίσκεται αργότερα να πιέζεται από τον Μακαρθισμό, να αυτολογοκρίνεται και να μοιάζει να απομακρύνεται από το ριζοσπαστικό του παρελθόν. Ευτυχώς όμως, το αληθινό του έργο δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τους ανθρώπους που το γέννησαν. Και γι' αυτό παραμένει ζωντανό.
(Αξίζει να πούμε πως πολλά του οφείλουν ο Μάρλον Μπράντο, ο Αντονι Κουίν και ο Τζέιμς Ντιν, αφού οι δύο πρώτοι πρωταγωνίστησαν στο κινηματογραφικό του σενάριο «Viva Zapata», σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν, και ο τρίτος έκανε το αλησμόνητο ντεμπούτο του στο «Ανατολικά της Εδέμ»).
Η ακρίβεια, η φτωχοποίηση, η εργασιακή εξουθένωση, το 13ωρο που νομιμοποιεί την εκμετάλλευση, όλα αυτά είναι η σύγχρονη εκδοχή της Μεγάλης Υφεσης. Και οι δικοί μας «Τζόουντ» δεν ταξιδεύουν προς την Καλιφόρνια, αλλά προς την απελπισία.
Οι Ελληνες αγρότες, που παλεύουν να επιβιώσουν απέναντι σε πολυεθνικές και μεσάζοντες, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που περιέγραψε ο Στάινμπεκ.
Η νέα εργατική τάξη, η «ευέλικτη», η «gig economy», είναι η ίδια τάξη που κάποτε κοιμόταν στις παράγκες της Οκλαχόμα.
Και όπως τότε, έτσι και τώρα το σύστημα ζητά κάτι ακόμη, τη σιωπή.
Τη σιωπή μπροστά στην εργασιακή απορρύθμιση.
Τη σιωπή μπροστά στους μισθούς πείνας.
Τη σιωπή μπροστά στην ιδέα ότι «ο καθένας μόνος του επιβιώνει».
Αλλά ο Στάινμπεκ μάς δίδαξε ότι οι άνθρωποι επιβιώνουν μόνο όταν δεν είναι μόνοι.
Τα έργα του δεν είναι στενά λογοτεχνικά. Είναι πολιτικά. Είναι ταξικά. Είναι η κραυγή εκείνων που δεν έχουν φωνή.
Στην Ελλάδα του 2025, όπου η ανισότητα βαθαίνει, όπου η νεολαία βλέπει το μέλλον να συρρικνώνεται, όπου οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τον πολιτισμό, τον άνθρωπο και την εργασία ως «κόστος», τα βιβλία του δεν είναι απλώς κλασικά, είναι αναγκαία.
Γιατί μας θυμίζουν ότι οι φτωχοί δεν είναι αόρατοι.
Οτι οι καταπιεσμένοι δεν είναι αριθμοί.
Οτι η οργή είναι είναι κινητήρια δύναμη.
Ισως ο Στάινμπεκ να μην περίμενε ότι έναν αιώνα μετά, τα έργα του θα συνομιλούσαν με μια μεσογειακή χώρα που παλεύει με την ακρίβεια, τα χρέη, τη φτώχεια, την ανασφάλεια. Μα αυτή είναι η μοίρα των μεγάλων, να ανήκουν παντού όπου υπάρχει αδικία.
Και σήμερα, όταν βλέπουμε εργαζόμενους να επιστρέφουν σε ώρες δουλειάς του 19ου αιώνα, όταν η κοινωνία πιέζεται να συνηθίσει την εξαθλίωση σαν «νέα κανονικότητα», όταν οι άνθρωποι αναγκάζονται να υπομένουν αυτά που κάποτε θεωρούσαν αδιανόητα, τότε ο Στάινμπεκ είναι πιο σύγχρονος από ποτέ.
Καθώς αυτό το κείμενο δημοσιεύεται στις 20 Δεκέμβρη, την ημέρα που ο Τζον Στάινμπεκ έφυγε από τη ζωή, δεν μπορεί κανείς να μη σταθεί στο παράδοξο. Λίγες μόνο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, την πιο «οικογενειακή», την πιο «ζεστή» γιορτή του χρόνου, θυμόμαστε έναν άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στο να περιγράφει όσους δεν είχαν σπίτι, τραπέζι, σιγουριά, μέλλον. Στην καρδιά του χειμώνα, σε εποχές φτώχειας και αβεβαιότητας και εδώ στην Ελλάδα, η παρουσία του Στάινμπεκ μοιάζει με φως που επιμένει. Μας καλεί όχι σε μια εύκολη χριστουγεννιάτικη παρηγοριά, αλλά σε μια βαθύτερη ανάγνωση της πραγματικότητας. Τίποτα δεν χαρίζεται στους αδύναμους, η αδικία δεν κάνει «γιορτές» και η αλληλεγγύη - η μόνη περιουσία που αναγνώρισε ο ίδιος - είναι η πραγματική, διαχρονική απάντηση στη σκοτεινή εποχή μας.
Ετσι, η σημερινή επέτειος δεν είναι μνημόσυνο, είναι υπενθύμιση ότι το έργο του, σαν χριστουγεννιάτικη φλόγα που αρνείται να σβήσει, ανήκει στους ζωντανούς, στους αγωνιζόμενους, σε όσους ακόμη πιστεύουν πως η ανθρωπιά μπορεί να νικήσει.
Καλά Χριστούγεννα!