Σάββατο 18 Οχτώβρη 2025 - Κυριακή 19 Οχτώβρη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Αυτήν την περίοδο, το Μουσείο Μπενάκη φιλοξενεί έργα του Α. Τάσσου στην έκθεση «Πρωτόλεια - Από την πρώιμη γραφή στο ώριμο έργο».

Η έκθεση αναζητά, μελετά και αναδεικνύει τις ιδέες, τα μοτίβα και τα χαρακτηριστικά που εμφανίστηκαν στα πρώιμα έργα έντεκα Ελλήνων καλλιτεχνών, για να «ριζώσουν» σταδιακά στην ώριμη εικαστική γλώσσα τους. Εκτός από τον Τάσσο εκτίθενται έργα των Σπύρου Βασιλείου, Νίκου Χατζηκυριάκου - Γκίκα, Γιάννη Τσαρούχη, Γιάννη Μόραλη, Βάσως Κατράκη, Γιάννη Σπυρόπουλου, Αλέκου Κοντόπουλου, Δημήτρη Μυταρά, Γιάννη Γαΐτη και Χρύσας Ρωμανού.

Πάντα με σημείο αναφοράς τον άνθρωπο

Με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από τον θάνατο του κομμουνιστή χαράκτη Α. Τάσσου

«Στα έργα μου υπάρχει η ανθρώπινη οδύνη, αλλά και η αποφασιστικότητα. Οι άνθρωποι που κινούνται στα έργα μου σηκώνουν το βάρος της σκλαβιάς και της τυραννίας. Αλλά είναι τόσο αλύγιστοι εκφραστικά, που δεν μπορούν παρά να μένουν όρθιοι ως το τέλος. Ορθιοι ακόμα κι όταν πέφτουν. Αυτό είναι το βαθύτερο μήνυμά μου».

Στα παραπάνω λόγια του κομμουνιστή χαράκτη Τάσσου Αλεβίζου, που έμεινε γνωστός ως «Α. Τάσσος» αποτυπώνεται η ουσία και η δύναμη της τέχνης του.

Τα έργα του θα είναι πάντα παρόντα για να μας θυμίζουν το μεγαλείο της ταξικής πάλης της χώρας μας κατά τον 20ό αιώνα, καθώς με το μεγάλο του έργο απαθανάτισε τους αγώνες του λαού μας, κατορθώνοντας να τροφοδοτεί τη μνήμη όλων εκείνων που έζησαν τις μεγάλες στιγμές, αλλά κι εκείνων που ήρθαν αργότερα. Ακόμα και σήμερα ο Α. Τάσσος δίνει καθημερινά το «παρών» στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ στον Περισσό, με το μνημειώδες έργο 60 τετραγωνικών μέτρων, τη μεταφορά σε ψηφιδωτό της ξυλογραφίας του «Τα παιδιά της ασφάλτου».

Η αρχή

«Θεωρώ τον εαυτό μου στρατευμένο πριν ανακαλυφθεί ο όρος και χρησιμοποιηθεί κατά κόρον. Είμαι στρατευμένος στον κόσμο των πιο προοδευτικών ιδεών, στα ιδανικά των λαϊκών αγώνων. Ταύτισα τον εαυτό μου με την εργατική τάξη και τα ιδανικά της με τους αγρότες απ' όπου και κατάγομαι. Το θεωρώ μεγάλο κέρδος στη ζωή μου ότι ζυμώθηκα με τον κόσμο της δουλειάς. Για μένα οι ιδέες αυτές είναι μια πηγή έμπνευσης και συνεχούς ανανέωσης. Με κρατάνε σε ηθικά πλαίσια».

Γεννήθηκε, το 1914 στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας. Λίγα χρόνια αργότερα εγκαθίστανται οικογενειακώς στο αραιοκατοικημένο τότε Δουργούτι, σημερινό Νέο Κόσμο. Εκεί, θα βρουν καταφύγιο Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ο πολύβουος προσφυγικός συνοικισμός τον σημαδεύει. «Εβλεπα παράγκες, έφτιαχνα παράγκες... Εβλεπα φτώχεια, έφτιαχνα φτώχεια. Εκφραζόμουν σύμφωνα με τον περίγυρό μου, που με συγκινούσε, με αναστάτωνε...».

«Κάθε πρωί»
«Κάθε πρωί»
Η δραστηριοποίηση του Τάσσου - από μαθητή ακόμα - στην Εργατική Λέσχη Δουργουτίου, αλλά και η απόκτηση δεσμών κι επαφών με πυρήνες της ΟΚΝΕ διευρύνουν τις προσλαμβάνουσές του, εμπλουτίζουν τη θεματολογία του και την κατευθύνουν στην αποτύπωση της καθημερινής ζωής της εργατικής τάξης από τα πρώιμα κιόλας έργα του.

Δίνει εξετάσεις και μπαίνει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Δάσκαλοί του στη ζωγραφική οι Κ. Παρθένης, Θ. Θωμόπουλος και Ο. Αργυρός. Χαρακτική διδάχθηκε από τον Γιάννη Κεφαλληνό.

«Λιμενεργάτες», «Λαϊκά συσσίτια», «Πρωινή βάρδια», «Η φάμπρικα σχολάει» είναι ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα που δημιούργησε όταν ήταν ακόμα φοιτητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο αγώνας για την επιβίωση, η αδικία, η φτώχεια, η σκληρή δουλειά, αλλά και οι αγώνες της εργατικής τάξης βρίσκονται στο πρώτο πλάνο του έργου.

Οντας σπουδαστής ακόμα διοργανώνει την πρώτη ατομική του έκθεση, η οποία και εντυπωσιάζει. Συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι, στη Ρώμη και τη Φλωρεντία. Εκεί έρχεται σε επαφή με τις πιο προοδευτικές αισθητικές τάσεις, όπως τη χαρακτική του Ε. Μουνκ, της Κ. Κόλβιτς και των Γερμανών εξπρεσιονιστών.

Ο Τάσσος δεν επέλεξε τυχαία τη χαρακτική για να εκφραστεί. Ο ίδιος ξεχώριζε την τεράστια κοινωνική της σημασία και την θεωρούσε «τέχνη του λαού», μια και τα χαρακτικά έργα μπορούσαν εύκολα να κυκλοφορήσουν σε πολλά αντίτυπα. Οπως έλεγε, «είναι γεγονός πως μια φωνή, για να υπάρξει, θα πρέπει ή ν' ακούγεται ή να φαίνεται. Η φωνή των χαράξεων έχει την τεράστια δύναμη να φαίνεται, όχι μια φορά, αλλά πολλές φορές ταυτόχρονα και ίδια. Είναι το μεγάλο μυστικό της δύναμής της». Επιπλέον η χαρακτική και οι δυνατότητες που αυτή έδινε αξιοποιήθηκαν διαχρονικά για τις προπαγανδιστικές ανάγκες των αγώνων του λαού, κομμάτι στο οποίο και ο ίδιος ο Τάσσος έβαλε τη δική του σφραγίδα.

Αντίσταση

«Τα παιδιά της ασφάλτου»
«Τα παιδιά της ασφάλτου»
Τον Οκτώβρη του 1941 η Ηλέκτρα Αποστόλου, υπεύθυνη Διαφώτισης της ΚΟΑ, συγκέντρωσε στο ξύλινο καφενεδάκι του Ζαππείου μια μικρή ομάδα χαρακτών, από τα ιδρυτικά κυρίως μέλη του ΕΑΜ Καλλιτεχνών στα οποία ανήκε και ο Τάσσος και συγκρότησε ένα καλλιτεχνικό συνεργείο για τις προπαγανδιστικές ανάγκες της ΕΑΜικής Αντίστασης. Το παράνομο αυτό συνεργείο αποτελεί έως τις μέρες μας υπόδειγμα συλλογικής και ανιδιοτελούς καλλιτεχνικής προσφοράς.

Διηγούνταν χαρακτηριστικά ο Τάσσος: «Εμείς παίρναμε από την ΚΕ του ΕΑΜ το θέμα της δουλειάς και τα συνθήματα. Ομως τα τσιγκογραφεία ήταν απροσπέλαστα, δουλεύαμε με ξύλα και λινόλεουμ. Συχνά η δουλειά ήταν ομαδική (...) Οταν τελειώναμε, παραδίδαμε τα χαραγμένα ξύλα στο καθορισμένο ραντεβού... κι ύστερα χάναμε τα ίχνη τους. Ηταν μια δουλειά αρκετά παράτολμη κι επικίνδυνη. Τσάντες με προεξέχουσες τις ιστορικές λαχανίδες της Κατοχής καμουφλάριζαν τα πιο φλογερά μηνύματα ελευθερίας. Διασχίζαμε την Αθήνα, τις μέρες ανάμεσα σε μπλόκα, τραμ, γκαζοζέν, τις νύχτες με την απόλυτη αντιαεροπορική συσκότιση, ανάμεσα σε χαφιέδες, τάγματα ασφαλείας και τους Γερμανούς (...) Υστερα, κάποιο πρωί, βλέπαμε ταυτόχρονα με τους άλλους Αθηναίους, το έργο μας κολλημένο παντού στους τοίχους, στις μάντρες...».

Το 1944 το ΕΑΜ Εικαστικών Καλλιτεχνών αποφασίζει, ως μια μορφή αντίστασης, να συμμετάσχει στην Πανελλήνια Εκθεση, παρότι η διοργάνωσή της εποπτευόταν από τους κατακτητές. Οι Γερμανοί έκλεισαν την έκθεση, συνέλαβαν και κράτησαν για 40 μέρες στις φυλακές Αβέρωφ τους Τάσσο, Κεφαλληνό, Κορογιαννάκη και Κανά.

Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει σε τρεις σημαντικές εκδόσεις - λευκώματα, στις οποίες συμμετείχε με έργα του και ο Τάσσος, για τις οποίες έλεγε ο ίδιος: «Σε κάθε σελίδα ένα κείμενο, συνήθως ποίημα και μια εικόνα. Ηταν αναπόσπαστα αυτά τα δύο στοιχεία. Το ένα συμπλήρωνε το άλλο, του έδινε ένα ακριβές και συγκεκριμένο νόημα».

Σε αυτήν την περίοδο, δεσπόζουν τέσσερα έργα του Τάσσου που περικλείουν τη συγκίνηση και τη δραματικότητα της στιγμής που φτιάχτηκαν. «Πρωτομαγιά» για την εκτέλεση των 200 αγωνιστών της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944, «Απελευθέρωση της Αθήνας», το ημιτελές σχέδιο «3 του Δεκέμβρη 1944» και «Η Πομπή του Λαού της Αθήνας», όπου ο λαός της Αθήνας αποφασισμένος συνοδεύει τους νεκρούς του.

Το 1945 ιδρύεται από το ΚΚΕ το εκδοτικό «Τα Νέα Βιβλία». Ο Τάσσος αναλαμβάνει καλλιτεχνικός υπεύθυνος.

Η πρώτη δικαίωση στην εικαστική τέχνη του αγώνα του ΔΣΕ

Η δεκαετία του '50 χαρακτηρίζεται ως περίοδος μελέτης. Ο Τάσσος δουλεύει κυρίως σε έγχρωμες ξυλογραφίες, τοπία και σκηνές από την αγροτική ζωή της ιδιαίτερης πατρίδας του της Μεσσηνίας.

Τη δεκαετία του 1960 η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής με σταδιακή εγκατάλειψη του χρώματος και στροφή στο ασπρόμαυρο, που από τότε και μετά δεν το εγκαταλείπει.

«Ξαναγύρισα θεματικά κι άρχισα να δουλεύω θέματα της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Εκεί έχασα τους καλύτερούς μου φίλους. Ανθρώπους - διαμάντια που στήθηκαν στους τοίχους των εκτελέσεων». Σημαντικός σταθμός στην καλλιτεχνική πορεία του είναι η ατομική έκθεσή του το 1964 στον «Ζυγό», που για πρώτη φορά ο Εμφύλιος καταξιώνεται στη νεοελληνική τέχνη μέσα από δύο σπουδαία πολύπτυχα χαρακτικά με τίτλους: «Λεπτομέρεια Εμφυλίου Πολέμου» και «Αφιέρωμα στην Αλίκη Τ.». Είναι έργα που εκφράζουν με ανεπανάληπτη δύναμη και εσωτερική ένταση το δράμα και τον ηρωισμό της κορυφαίας αυτής στιγμής της ταξικής πάλης. Οι δημιουργίες του Τάσσου είναι πλέον μεγάλων διαστάσεων, με τις μορφές να δανείζονται πολλά στοιχεία από τη βυζαντινή αλλά και τη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη.

Εικαστικό ρεπορτάζ

Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Τάσσος, μέσα από τις μορφές και τα σύνολα που χαράζει, φιλοτεχνεί έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας. Οπως είχε αναφέρει σε συνέντευξή της στον «Ριζοσπάστη» η σύζυγός του, Λουκία Μαγγιώρου, για εκείνη την περίοδο, «δουλεύοντας το τεράστιο σχήμα άρχισε να βλέπει τη μεγάλη σύνθεση. Αυτά τα χρόνια θα μπορούσαμε να πούμε ότι έκανε ένα εικαστικό ρεπορτάζ. Κάθε φορά που έβλεπε σε μια εφημερίδα ένα γεγονός, το μετέφερε αμέσως στο ξύλο. Τα γεγονότα βέβαια που συνέβαιναν γύρω μας, επηρέασαν το έργο του σε όλες τις εποχές. Και πάντα με σημείο αναφοράς τον άνθρωπο».

Από τον Δεκέμβρη του 1967 έως τον Γενάρη του 1968 χαράζει 3 «Αφιερώματα» σε 3 κρατούμενους συντρόφους τους. Στην Βάσω Κατράκη, στον Μίκη Θεοδωράκη και στον Γιάννη Ρίτσο. Επόμενα έργα αυτής της περιόδου είναι «Μνήμη Τσε Γκεβάρα: Οργή και Περισυλλογή», «Αρχάγγελοι», σύμβολα της Αντίστασης, «Ελευθερία στη φωτιά», «Μαύρος Ηλιος», «17 Νοέμβρη 1973» κ.ά.

Τη μεταπολιτευτική περίοδο, ο Τάσσος δίνει πάντα το «παρών» σε κάθε μικρό και μεγάλο αγώνα. Πάντα στο πλευρό του ΚΚΕ.

Σε ένα από τα τελευταία του κείμενα, εκτιμώντας ο ίδιος την πορεία της ζωής του ανάμεσα σε άλλα έγραφε: «Θα ήθελα αναλογιζόμενος την πορεία μου στη ζωή και στην τέχνη, να 'ρχιζα τώρα από την αρχή με τις γνώσεις που έχω συσσωρεύσει και με την τεράστια πείρα μου, με το ταλέντο αυτό που διαθέτω. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι η τροχιά μου θα ήταν μακρύτερη και πολλά περισσότερα θα πρόσφερα στη ζωή και στην τέχνη και στην ειρήνη κι όμως για όλα αυτά ο αγώνας συνεχίζεται».

Τζον Ρηντ: Ο δημοσιογράφος που έζησε την Οκτωβριανή Επανάσταση

«Ο Τζον Ρηντ έδωσε μια πιστή και ζωντανή απεικόνιση των γεγονότων που είχαν για τον κόσμο τεράστια σημασία. Το έργο του θα μείνει για πάντα το καλύτερο βιβλίο για την Οκτωβριανή Επανάσταση» - Β. Ι. Λένιν.

Στις 19 Οκτωβρίου 1920, σε ένα νεκροταφείο της Μόσχας, δίπλα στα τείχη του Κρεμλίνου, ανάμεσα στους ήρωες της Οκτωβριανής Επανάστασης θάφτηκε ένας Αμερικανός, απόφοιτος του Χάρβαντ.

Ονομαζόταν Τζον Ρηντ. Ηταν μόλις 33 ετών, μα είχε ήδη προλάβει να καταγράψει, με την οξυδέρκεια του μάρτυρα και τη φλόγα του επαναστάτη, ένα γεγονός που άλλαξε τον 20ό αιώνα. Το έργο του, «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», το 1919, δεν είναι απλώς δημοσιογραφία, είναι η ζώσα καρδιά της Ιστορίας.

Πριν απ' αυτό, όμως, το 1914 δημοσίευσε ένα άλλο βιβλίο, «Το Επαναστατημένο Μεξικό», υποστηρίζοντας τον επαναστατικό αγώνα του μεξικανικού λαού και καταδικάζοντας την ανάμειξη των ΗΠΑ στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Το 1916 δημοσίευσε το βιβλίο «Ο πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη», όπου αποκάλυψε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου. Ως πολεμικός ανταποκριτής τον Αύγουστο του 1917 πήγε στη Ρωσία, συναντήθηκε πολλές φορές με τον Λένιν, συνδέθηκε με τους μπολσεβίκους και χαιρέτισε θερμά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Το βιβλίο του απέκτησε παγκόσμια φήμη και εκτιμήθηκε πολύ από τον Β. I. Λένιν, που του έγραψε και την εισαγωγή.

Ο Ρηντ δεν έγραψε ως παρατηρητής, αλλά ως μέτοχος. Ηταν παρών στις οδομαχίες της Πετρούπολης, στα Σοβιέτ, όταν η εξουσία άλλαζε χέρια, και στα εργοστάσια, όπου ο προλετάριος σήκωνε για πρώτη φορά το κεφάλι στην εξουσία.

Αυτό όμως που έκανε το βιβλίο του αθάνατο δεν ήταν μόνο η αντικειμενικότητα, η λεπτομερής περιγραφή των γεγονότων και η συλλογή ντοκουμέντων, αλλά η αφοσίωση στην αλήθεια της τάξης.

Ο Ρηντ πίστεψε βαθιά στην υπόθεση που περιέγραφε, γι' αυτό και μπόρεσε να την καταγράψει με τέτοια ακρίβεια, με γλαφυρότητα, πάθος και ρυθμό.

Οι μέρες του Οκτώβρη όπως τις έζησε ένας Αμερικανός


Οι «Δέκα μέρες» δεν είναι μια απλή ιστορική αφήγηση, είναι η εγγραφή εκείνης της μεγάλης στιγμής που ο λαός αποκτά συνείδηση του εαυτού του και του ρόλου του.

Ο Ρηντ δείχνει το πώς οι εργάτες και οι στρατιώτες, οι γυναίκες, οι ναύτες και οι αγρότες μετατράπηκαν από «μάζα» σε δραστικό ιστορικό υποκείμενο. Μέσα από την ταραχή, τις συγκρούσεις, τις αντιφάσεις, καταγράφει την ανάδυση μιας καθαρής αλλά μεγαλειώδους εικόνας: Της εικόνας του λαού που παίρνει στα χέρια του την εξουσία, ως δικαίωμα που κέρδισε με κόπο, αίμα, γενναιότητα και επίγνωση.

Η δύναμη του Ρηντ είναι η ανθρωπογραφία. Γράφει για ανθρώπους που μαθαίνουν να στέκονται όρθιοι. Ελεγε:

«Οι μπολσεβίκοι κατά τη γνώμη μου όχι μόνο δεν είναι δύναμη καταστροφής, αλλά το μοναδικό κόμμα στη Ρωσία που έχει δημιουργικό πρόγραμμα και αρκετή εξουσία για να το πραγματοποιήσει. Ο,τι και να σκέφτονται οι άλλοι για τον μπολσεβικισμό, η Ρωσική Επανάσταση είναι αναντίρρητα ένα από τα μεγαλειωδέστερα συμβάντα στην Ιστορία της ανθρωπότητας και η άνοδος των μπολσεβίκων στην εξουσία ένα γεγονός με παγκόσμια σημασία».

Το βιβλίο του αυτό πρέπει να διαβαστεί - ξανά και ξανά - από τους εργάτες όλων των χωρών, από όλους μας. Γιατί μέσα στις σελίδες του δεν θα συναντάει κανείς μια «ουτοπία», αλλά την πραγματική διαδικασία της χειραφέτησης.


Βλέπει πώς η προλεταριακή επανάσταση δεν γεννήθηκε από τη βία, αλλά από την αναγκαιότητα. Δεν ήταν πραξικόπημα, αλλά ιστορική νομοτέλεια.

Καταλαβαίνει ότι η Ιστορία δεν γράφεται από «ηγέτες», αλλά από τάξεις που συνειδητοποιούν τη δύναμή τους.

Οχι μόνο σπουδαίος ρεπόρτερ, αλλά και ένας ποιητής της πράξης

Σε μια εποχή όπως η δική μας, που η ενημέρωση έχει μετατραπεί σε θόρυβο, ο Τζον Ρηντ θυμίζει τι σημαίνει δημοσιογραφία ως πράξη ευθύνης.

Δεν «κάλυψε» την επανάσταση, την έζησε με το σώμα του.

Δεν υπέγραψε ανταποκρίσεις, υπέγραψε τη μαρτυρία του με την ίδια του τη ζωή.

Οι σημερινοί «πολυθεματικοί» δημοσιογράφοι, των τηλεπαραθύρων και των αλγορίθμων, μοιάζουν φτωχοί συγγενείς μπροστά σε εκείνον, που πήρε το ρίσκο να σταθεί απέναντι στην Ιστορία όχι ως θεατής, αλλά ως συμμέτοχος.

Το σημαντικό έργο του αποκτά νέα επικαιρότητα σε μια εποχή πολέμων, φτώχειας και κοινωνικής αποσύνθεσης, όπου ο εργαζόμενος ξαναγίνεται αριθμός και η αλήθεια αντικαθίσταται από την «εξίσωση απόψεων».

Ο Ρηντ αν ζούσε σήμερα δεν θα επέλεγε να γράψει για «γεγονότα», αλλά κυρίως για αιτίες.

Ο Ρηντ δεν ήταν απλώς ένας καλός ρεπόρτερ, ήταν ποιητής της πράξης.

Ενας γεμάτος πάθος επαναστάτης, ένας κομμουνιστής, που καταλάβαινε το νόημα των γεγονότων και του μεγάλου αγώνα.

Γι' αυτό και ανήκει στην ίδια κατηγορία με όσους πίστεψαν ότι η δημοσιογραφία μπορεί να είναι μορφή επανάστασης.

Αφηγούμενος μάλιστα την ιστορία εκείνων των μεγάλων ημερών, έλεγε το 1919: «Προσπάθησα να εκθέσω τα γεγονότα με το μάτι του ευσυνείδητου χρονικογράφου, που ενδιαφέρεται ν' αποδώσει την αλήθεια».

Η φράση του Λένιν, που χαρακτήρισε το βιβλίο του «πιστή και λαμπρή απεικόνιση των γεγονότων», δεν ήταν φιλοφρόνηση. Ηταν αναγνώριση της ιστορικής ευθύνης της γραφής.


Για τους εργάτες όλου του κόσμου, η ανάγνωση του έργου του «κόκκινου» Ρηντ είναι μάθημα ταξικής μνήμης.

Για τους νέους δημοσιογράφους είναι υπόμνηση ήθους, ότι δηλαδή ο λόγος έχει νόημα μόνο όταν υπηρετεί το αληθινό.

Και για όλους εμάς, το έπος που έγραψε είναι υπενθύμιση πως ο άδικος κόσμος αλλάζει όχι με αυτά που γράφονται γι' αυτόν, αλλά όταν αυτά γράφονται από εκείνους που αποφασίζουν να τον αλλάξουν.





Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ