Οι περισσότεροι τη γνώρισαν και την αγάπησαν από τον πρωταγωνιστικό ρόλο της «Μαρίκας» στις «Ψυχοκόρες», μια τηλεοπτική σειρά που φώτισε ένα άγριο και σκοτεινό θέμα της ελληνικής κοινωνίας. Την ζωή κάποιων φτωχών γυναικών που βρέθηκαν από το χωριό τους μέσα σε μια κακοποιητική οικογένεια, όπου βιάστηκαν, χτυπήθηκαν, βρίστηκαν, διαλύθηκαν. Η Μαριάννα όμως, πολύ πριν την τηλεοπτική επιτυχία, είχε ήδη πετύχει πολλά. Σπούδασε υποκριτική στην Αγγλία, στο Royal Central School of Speech & Drama, πήρε πτυχίο Θεατρολογίας από το Πανεπιστήμιο Queen Mary University of London, παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στη RADA και στην Guildhall School of Music and Drama. Συμμετείχε σε σεμινάρια αγωγής του λόγου με την Patsy Rodemburg και την Irina Promtova και κίνησης με την Maria Shmaevich. Τελείωσε επίσης με άριστα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Στην Αγγλία συνεργάστηκε ως ηθοποιός με την Mairi Hayes στην παράσταση «Pornography» του Simon Stephens, ενώ δούλεψε ως βοηθός της ενδυματολόγου Φωτεινής Δήμου σε μια ταινία μικρού μήκους και μετά μαζί της στο BBC για την ταινία «The Dresser», με τον Αντονι Χόπκινς και τον Ιαν ΜακΚέλεν σε σκηνοθεσία Ρίτσαρντ Ερ. Είχε την τύχη να είναι εκεί στην πρώτη ανάγνωση των ρόλων τους και να μελετήσει πώς δουλεύουν καλλιτέχνες αυτού του βεληνεκούς. Οχι μόνο γνώρισε από κοντά το ίνδαλμά της, τον σπουδαίο Χόπκινς (που τον βρήκε ιδιαίτερα φιλικό, ευγενικό και γειωμένο), αλλά πήρε και μια ευχή απ' αυτόν. Οταν του συστήθηκε, λέγοντας πως είναι Ελληνίδα ηθοποιός, της είπε: «Καλή τύχη, θα τη χρειαστείς!». Στην Αγγλία - που ήταν γι' αυτήν ένα μεγάλο σχολείο - είδε μια χώρα που εκτιμά τους καλλιτέχνες και τον πολιτισμό, σε αντίθεση με την Ελλάδα, που όπως έχει πει «δεν δείχνει κανέναν σεβασμό στους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό που παράγεται». Στην ερώτησή μου για το ποιο είναι το πιο σημαντικό που κρατάει από την εμπειρία της στην Αγγλία, λέει: «Αυτό που έμαθα εκεί, είναι το να εκτιμώ αυτό που κάνω. Εδώ πολλές φορές δυστυχώς υποτιμούμε αυτό που παράγουμε, ξεχνώντας πως έτσι υποτιμούμε τον ίδιον μας τον εαυτό. Στην Ελλάδα όμως υπάρχει κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα στην Αγγλία. Κι αυτό είναι η ανθρώπινη επαφή».
Το αντίθετο. Δεν ξέρω βέβαια αν στον μέλλοντα χρόνο θελήσω να επιστρέψω εκεί, αλλά προς το παρόν ζω και εργάζομαι εδώ με ανθρώπους που αγαπάω και εκτιμώ.
Θα έλεγε κανείς πως ο ρόλος της «Μαρίκας Πολύζου» ανέδειξε μια ξεχωριστή πρωταγωνίστρια. Η πολλά υποσχόμενη τριαντάχρονη ηθοποιός πιστεύει πως αν υπήρχαν πολλές «Μαρίκες», η κοινωνία θα ήταν καλύτερη. Αν δηλαδή οι άνθρωποι είχαν ευγένεια, τιμιότητα, γενναιοδωρία, κατανόηση και καλοσύνη. Τη ρωτάω:
- Σε γνωρίσαμε όλοι καλύτερα μέσα από τις εξαιρετικές «Ψυχοκόρες» και με την ερμηνεία σου σ' αυτές κατόρθωσες να αποσπάσεις διθυραμβικές κριτικές. Πώς διαχειρίστηκες όλη αυτήν την επιτυχία, την αποδοχή και την αναγνωρισιμότητα;
Πιστεύω πως η επιτυχία ή η αποτυχία είναι περισσότερο ο τρόπος που βλέπουν οι άλλοι τις πράξεις μας. Πολλές φορές μπορεί να έχεις κερδίσει περισσότερα από μία παράσταση που οι άλλοι την θεώρησαν αποτυχία. Οσο για την αποδοχή, κάνοντας μία τέχνη που απ' τη φύση της είναι θνησιγενής - κάθε παράσταση γεννιέται όταν αρχίζει και πεθαίνει όταν τελειώνει - η αποδοχή είναι απολύτως εφήμερη. Το ίδιο και η αναγνωρισιμότητα. Το βασικό σ' αυτήν την τέχνη θεωρώ πως είναι η αντοχή στη διάρκεια κι αυτό επιτυγχάνεται όταν κάθε φορά ξεκινάς απ' το μηδέν. Κάθε φορά συσσωρεύεται πείρα, αλλά δεν αρκεί αν επαναπαύεσαι σ' αυτήν.
- Πιστεύεις πως άλλαξαν, από τότε που κακοποιούνταν οι ψυχοκόρες, οι επικίνδυνες πατριαρχικές εμμονές της ταξικής κοινωνίας;
Ζούμε σε μία κοινωνία όπου έως και σήμερα, τον 21ο αιώνα, οι κανόνες της - δυστυχώς - έχουν φύλο και το φύλο αυτό είναι αρσενικό. Η πατριαρχία είναι αντίληψη βαθιά ριζωμένη στην ίδια την έννοια της κοινωνίας, όπως είναι δομημένη έως τώρα. Εχουν γραφτεί χιλιάδες χιλιάδων σελίδες, για να εξηγήσουν την έννοια της πατριαρχικής αντίληψης, αλλά ελάχιστες για το πώς θα την αλλάξουν.
Πρώτα απ' όλα συνεχίζω να μαθαίνω ακόμη. Αρα ελπίζω να συναντήσω κι άλλους δασκάλους στο μέλλον. Το σημαντικό με τους δασκάλους θεωρώ πως είναι το πώς τους αντιμετωπίζεις εσύ, ως σπουδαστής. Αν παρατηρείς όχι μόνο αυτό που λένε, αλλά κι αυτό που κάνουν, τότε μπορείς να μαθαίνεις ακόμη κι απ' αυτούς, που δεν έχουν σκοπό να σου μάθουν κάτι.
- Αλήθεια, τι σημαίνει να είναι κάποιος ηθοποιός σήμερα στην Ελλάδα;
Το ίδιο που σημαίνει και σ' όλο τον κόσμο. Ο ηθοποιός, όπως και κάθε καλλιτέχνης, προσπαθεί να θυμίζει στους ανθρώπους το πόσο σημαντικό είναι το να δημιουργείς, όχι μόνο το να εκτελείς.
- Πώς σχολιάζεις το γεγονός ότι οι συνάδελφοί σου δουλεύουν με όλο και πιο σκληρούς και εντατικούς ρυθμούς, με όλο και χαμηλότερους μισθούς και ζουν μονίμως με το άγχος της ανεργίας;
Με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων την περίοδο της κρίσης, όλος ο κόσμος δουλεύει με όλο και πιο σκληρούς κι εντατικούς ρυθμούς, με όλο και χαμηλότερους μισθούς και ζει μονίμως με το άγχος της ανεργίας. Το θέμα πάλι είναι το πώς αλλάζει αυτό το τοπίο εργασίας; Ιδίως αυτήν την εποχή, που η οποιαδήποτε αντίσταση έχει χάσει τον συλλογικό της χαρακτήρα. Εχουμε πολλά πράγματα να διεκδικήσουμε.
- Αναρωτιέμαι από πού αντλείτε δύναμη, ενέργεια και έμπνευση οι ηθοποιοί για να είστε συνεχώς και επί της ουσίας παρόντες στη δουλειά σας;
Η ανάγκη για έκφραση νικάει τις όποιες άσχημες συνθήκες. Βέβαια αυτό είναι ιδιαίτερα εκμεταλλεύσιμο απ' αυτούς που θέλουν να διατηρούν τις ίδιες συνθήκες.
- Πρόκειται να πρωταγωνιστήσεις στη δεύτερη σεζόν της τηλεοπτικής σειράς του Alpha «Ο Γιατρός», η οποία εστιάζει στην εμπειρία της ασθένειας και στην επιστροφή στην κανονικότητα μετά την πανδημία. Ποιος είναι ο ρόλος σου;
- Για να μείνουμε λίγο παραπάνω στα ιατρικά, ποια είναι η άποψή σου για την κυβερνητική επιλογή της κατεδάφισης του δημόσιου συστήματος Υγείας, των υποστελεχωμένων νοσοκομείων, των επί πληρωμή χειρουργείων, της κοστολόγησης της ανθρώπινης ζωής κ.λπ. κ.λπ.;
Η άποψή μου είναι πως η Υγεία - όπως και η Παιδεία - είναι δημόσιο αγαθό. Οποιαδήποτε άλλη πολιτική επιλογή είναι απάνθρωπη. Δεν αντέχει συζήτησης.
- Ποια θα είναι η κατάληξη - κατά τη γνώμη σου - όταν το υπ. Πολιτισμού σχεδιάζει με νόμο να κάνει την Τέχνη και τον Πολιτισμό βιτρίνα και ντεκόρ για μπίζνες μεγαλοεπιχειρηματιών του θεάματος - ακροάματος, του οπτικοακουστικού, του τουρισμού κ.α., ενώ την ίδια στιγμή σπίτια ηθοποιών πλειστηριάζονται;
Συνεχίζω να πιστεύω πως οι ηθοποιοί δεν είναι κάτι ξεχωριστό και αυτόνομο στον κοινωνικό χώρο. Δεν είναι όλες οι πράξεις των ανθρώπων «βιτρίνα και ντεκόρ για μπίζνες». Οι αξίες των κοινωνικών αγαθών, όπως εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη, περιβαλλοντική προστασία, μεταφορές και κοινωνική πρόνοια, δεν μετρώνται ανάλογα με την κερδοφορία τους. Ο Πολιτισμός δεν είναι είδος πολυτελείας. Είναι κι αυτός κοινωνικό αγαθό.
Το πιο ανησυχητικό είναι η διαρκής, σχεδόν κουτσομπολίστικη, ενασχόλησή μας, στον χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με θέματα ελάσσονος σημασίας. Ετσι ο δημόσιος διάλογος απομακρύνεται απ' τα σημαντικά θέματα του κοινωνικού χώρου.
- Εχεις καταλήξει το πώς μπορεί να δοθεί νόημα στο στίχο «Ηθοποιός σημαίνει φως»;
Δεν θα απαντήσω με το κοινότοπο: «Ηθοποιός σημαίνει φως, νερό και τηλέφωνο». Στο ίδιο τραγούδι υπάρχει και ο στίχος: «Κι ύστερα λες για δυο τρελές, που μ' αγαπούν. Γιατί σιωπούν;». Κι αυτός ο στίχος απαντά στη φαντασίωση της αναγνωρισιμότητας και την αυταπάτη της δημοφιλίας.
Η Μαριάννα Κιμούλη ανήκει σε μια γενιά που μεγάλωσε μέσα σε ακραία γεγονότα, κρίσεις, ανασφάλεια, αβεβαιότητα και διαψεύσεις, που περπάτησε σε κινούμενη άμμο. Η γενιά αυτή, όμως, αλλά και η ίδια η Μαριάννα, ελπίζει και παλεύει, ώστε κάποια στιγμή να καταφέρει να ζήσει και να δημιουργήσει μέσα σ' ένα κοινωνικό σύστημα που δεν θα συμβαίνουν όλα αυτά. Κι όσοι γνωρίζουν αυτό το φωτεινό, συγκροτημένο κορίτσι με τον ευθύ χαρακτήρα, τις ευαισθησίες, την αυτογνωσία και την ωριμότητα, ξέρουν πως ό,τι βάλει στόχο θα το πετύχει.
Ενεκα του παρακάτω κειμένου που μας φανερώθηκε προ ολίγων εβδομάδων σε μετάφραση Γεωργίου Πλούτη, και προέρχεται από το περιοδικό «Μουσική Κίνησις» (βλ. ακριβή στοιχεία στην υπογραφή) και το οποίο προσφέρουμε εδώ αποκλειστικά στους αναγνώστες μας, στο μυαλό μας ήρθαν κάποιες άλλες «Ενάτες» στις οποίες ήμασταν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες και εκμεταλλευόμαστε αυτή την ευτυχή συγκυρία να τις μοιραστούμε μαζί σας.
Η πρώτη «Ενάτη», που θυμάμαι πάρα πολύ καλά να παρακολούθησα στη ζωή μου «ζωντανά», είναι με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, υπό την μπαγκέττα του Δασκάλου μου, Λουκά Καρυτινού, όταν ήμουν 16 χρόνων. Οπως ανακάλυψα στα κιτάπια μου, ήταν 20 Δεκεμβρίου του 1996 με σολίστες την σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου, την μέτζο Κική Μορφονιού, τον τενόρο Βαγγέλη Χατζησίμο και τον μπάσσο Φραγκίσκο Βουτσίνο. Οικεία πρόσωπα σε μένα, αφού τους είχα δει ήδη δεκάδες φορές στη Λυρική. Για την μεν Μορφονιού είχα πλάσει έναν μύθο στο μυαλό μου, αφού είχα μεγαλώσει με την ιστορία της, ότι ανάμεσα σε άλλα μουσικά της κατορθώματα, τραγούδησε δίπλα στην Κάλλας στην Επίδαυρο το 1960 και το '61 στην «Νόρμα» του Μπελλίνι και στην «Μήδεια» του Κερουμπίνι, είχα δει δεκάδες φωτογραφίες και είχα διαβάσει και ακούσει ουκ ολίγα για τις παραστάσεις αυτές, για δε τον Βουτσίνο, ήταν για εμένα ο «Φραγκίσκος», ο αγαπημένος μαθητής στο Ωδείο Αθηνών της γιαγιάς μου, Λούλας Μαύτα - Καλογερά. Ο πολύ πειθαρχημένος και μελετημένος σπουδαστής που ανέπτυξε σωστά και «με μυαλό» τη φωνή του, όπως έλεγε η γιαγιά, που έφτασε πολύ ψηλά και ήταν πάντα ένα από τα παραδείγματα για εμάς από τη γιαγιά και την οικογένειά μου. Και μόνο που μετά από κάθε παράστασή του με καλοδεχότανε με βροντερό γέλιο στο μικροσκοπικό για το «φυζίκ» του καμαρίνι στη Λυρική με τη βροντώδη και γλυκιά φωνή του και με έκλεινε στην τεράστια αγκαλιά του, έφτανε για μένα. Εκείνη την «Ενάτη» λοιπόν στο Μέγαρο, θυμάμαι πώς ο κόσμος χειροκροτούσε στο τέλος μανιωδώς και ενθουσιωδώς. Ο Δάσκαλός μου διηύθυνε με πολλή ενέργεια, «λεγκάτο» πολύ όπου έπρεπε με τα χέρια πιο ψηλά, συνηθισμένος από την όπερα και κοφτές κινήσεις όταν χρειαζόταν και να κρατεί στα χέρια του σφιχτά ορχήστρα, χορωδία και σολίστες, που δεν έπαιρνες ανάσα από τη συγκέντρωση όλων, συμπεριλαμβανομένων και των θεατών. Καθόμουν στην 4η-5η σειρά της πλατείας, παράξενο για μένα που πάντα κάθομαι πίσω, που μπορούσα να διακρίνω κάθε μικρή κίνηση του μαέστρου.
Το σπίτι του Μπετόβεν στο Μπάντεν της Βιέννης, όπου συνέθεσε μέρος της 9ης Συμφωνίας του |
Η τρίτη όμως σημαδιακή για μένα «Ενάτη» που θυμάμαι και βίωσα ήταν όταν στα 2016 με κάλεσε για «βοηθό του μαέστρο» ο Ελληνοαυστριακός μαέστρος Κάρολος Τρικολίδης, πρώην μόνιμος αρχιμουσικός της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης. Ηταν μια έκπληξη και μια αναγνώριση των κόπων μου αυτή η πρόσκληση, μιας που πριν λίγο καιρό είχα επιστρέψει από το Μόντρεαλ, ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου με ένα διδακτορικό στα χέρια και αναζητώντας ευκαιρίες και δυνατότητες να δείξω τι έμαθα ύστερα από 12 χρόνια σπουδών τελειοποιήσεως στην Ευρώπη και τον Καναδά, να με εμπιστευτεί κάποιος δηλ. και να μου δώσει την «μπαγκέττα» που λέμε. Ο μακαρίτης ο Τρικολίδης - με τον οποίο μετά ευτύχησα να μελετήσω μαζί του και να ζήσω 3 μήνες στο ίδιο σπίτι στις Αλπεις, στους πρόποδες του Λόζερ, κάτω από την καλύβα που έμενε ο Ρίχαρντ Στράους όταν συνέθετε τη «Συμφωνία των Αλπεων» - είχε διαλέξει εμένα ανάμεσα σε τόσους και τόσους νέους διευθυντές, γεγονός που με γέμιζε ευθύνη και συγκίνηση. Μου έδωσε ένα μήνα ακριβώς για να μελετήσω το έργο λέγοντάς μου επί λέξει: «Πιντί μου, ξέχασε ό,τι ξέρεις και μελέτα με τον μετρονόμο από την αρχή, μόνον ό,τι έχει γράψει ο Μπέετόβεν». Θα την παρουσίαζε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στα αυθεντικά «τέμπι» με διορθωμένα τα λάθη δύο αιώνων από τον Μιλτιάδη Καρύδη προ 25ετίας περίπου, τα οποία είχε ανακοινώσει σε δύο μουσικολογικά περιοδικά των εκδόσεων Schott. Είχε έρθει η ώρα, έλεγε ο Τρικολίδης. «Πέρασαν, πιντί μου, άλλωστε κοντά 200 χρόνια. Τώρα μπορούμε να ακούσουμε ακριβώς τι έγραψε ο συνθέτης». Και όντως ήταν ένα θαύμα. Ενα άλλο έργο. Πρωτίστως για όλους τους συντελεστές και μετά για το κοινό που είχε κατακλείσει το Ηρώδειο για να απολαύσει την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της ΕΡΤ και τους Μυρτώ Παπαθανασίου (σοπράνο), Μαργαρίτα Συγγενιώτου (μέτζο), Αντώνη Κορωναίο (τενόρο) και Τάσο Αποστόλου (μπάσσο). Ο κόσμος κατά τη διάρκεια της συναυλίας δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, αφού υπήρχαν σημεία που δεν τα είχε ξανακούσει έτσι ποτέ. Δύσκολο πράγμα η συνήθεια 200 περίπου ετών. Είχε δε το θάρρος στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ να δηλώσει ο Τρικολίδης σε εκπομπή του Διονύση Μαλλούχου, ότι: «Ναι, ήταν λάθος η περιβόητη ερμηνεία π.χ. του Φουρτβαίνγκλερ που ακούμε τόσες δεκαετίες και θαυμάζουμε. Θα έπρεπε να υπάρχει μια μουσική αστυνομία και να κλείνει στη φυλακή όποιον παρανομεί στις επιθυμίες, οδηγίες, διαταγές των συνθετών επί των έργων τους». Οι συνομιλητές του, Μαλλούχος και Ντόρα Μπακοπούλου, που θα ερμήνευε ένα κοντσέρτο για πιάνο του Μότσαρτ στην αρχή, έμειναν άφωνοι για λίγα δευτερόλεπτα, αλλά ο Μαέστρος σταθερός υπερασπιστής κάθε ανάγκης του συνθέτη και του Ευαγγελίου του, που είναι η παρτιτούρα του. Και μόνον αυτή. Ναι, ήταν μοναδική η εκτέλεση αυτή. Ολόφρεσκη, ακριβής, διεγερτική νοός και νέας ψυχικής ανατάσεως.
Το σακάκι με το καπέλο του Μπετόβεν, όπως φυλάσσονται στο σπίτι του στο Μπάντεν |
Το 1900 ο διάσημος και γνωστός στο αθηναϊκό κοινό, διευθυντής της Φιλαρμονικής, Φέλιξ Βαϊνγκάρτνερ, είχε την εξαιρετική τύχη να γνωρίσει στις Βρυξέλλες μια αυτόπτη μάρτυρα του τελευταίου αυτού θριάμβου του Μπετόβεν. Ηταν η ενενηντάρα Κα Γκρέμπνερ, που είχε λάβει μέρος, σα μέλος της χορωδίας στην πρώτη εκτέλεση της Ενάτης, που δόθηκε στις 7 Μαΐου του 1824 στη Βιέννη. Την εποχή εκείνη η κυρία ήταν δεκάξι χρόνων. Κατά την αναμνηστική της, λοιπόν, αυτή αφήγηση ο Βάϊνγκάρτνερ αναφέρει:
«Στις δοκιμές και κατά την ημέρα της συναυλίας, ο Μπετόβεν για να μπορεί ν' ακούει - όσο του επέτρεπε η βαρηκοΐα του - τοποθετήθηκε ανάμεσα στους εκτελεστές. Μπροστά του είχε ένα αναλόγιο, και πάνω σ' αυτό ήταν τοποθετημένη η παρτιτούρα του έργου του. Η σεβαστή λοιπόν κα Γκρέμπνερ - νεαρότατη τότε δεσποινίς - δεν απείχε παρά μερικά βήματα από το αναλόγιό του, σε τρόπο που είχε διαρκώς μπροστά στα μάτια της τον Μπετόβεν. Μου τον ζωγράφισε λοιπόν έτσι, όπως μας τα μετάδωσε κι η ιστορική παράδοση. Δηλαδή σαν έναν άντρα κοντόχοντρο μα ρωμαλέο, λιγάκι σωματώδη, με πρόσωπο κόκκινο και βλογιοκομμένο και με μάτια μαύρα και διαπεραστικά. Τα μαλλιά του ήσαν γκρίζα και πέφτανε διαρκώς πάνω στο μέτωπό του, τούφες τούφες. Η φωνή του ήταν βαθειά και ηχηρή, σα μπάσσου. Μιλούσε λίγο, σκυμμένος πάντα μέσα στην παρτιτούρα του.
Βλέποντάς τον να μην μπορεί να παρακολουθήσει ακουστικά την ορχήστρα και τη χορωδία ένιωθες μια βαθειά τραγική εντύπωση. Γιατί παρ' όλο που φαινότανε πως παρακολουθούσε από την ανάγνωση την εκτέλεση του έργου, εν τούτοις γυρνούσε πολλά φύλλα μαζεμένα στο τέλος κάθε κομματιού. Κατά την ώρα της εκτέλεσης κάποιος τον κτύπησε στον ώμο και τον γύρισε προς το κοινό. Βλέποντας τις κινήσεις των χειροκροτημάτων και των μαντηλιών, υποκλίθηκε και τότε το κοινό ξέσπασε σ' ακράτητο ενθουσιασμό. Απερίγραπτη ήταν η εντύπωση που άφησε η πρώτη αυτή εκτέλεση του έργου του που κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής του, το διέκοπταν εξωφρενικά χειροκροτήματα. Θυμάται, λέει, η κα Γκρέμπνερ, μια από τις διακοπές αυτές - στο απότομο μπάσιμο των τυμπάνων στο σκέρτσο. Αυτό έδωσε την εντύπωση μιας αστραφτερής αναλαμπής, που προκάλεσε ένα απότομο ξέσπασμα χειροκροτημάτων ακράτητου ενθουσιασμού. Γι' αυτόν που γνωρίζει καλά το βιεννέζικο κοινό, αυτό δεν του κάνει βέβαια τόση εντύπωση, γιατί και σήμερα ακόμη έχει μια αξιοσημείωτη κι αξιόλογη καλλιτεχνική ευαισθησία, που το κάνει να νιώθει αμέσως τις χαρακτηριστικές και συναρπαστικές λεπτομέρειες κάθε έργου. Μια φράση καλοπαιγμένη ή καλοτραγουδισμένη, ακόμη ένα εφέ πνευστού ή εγχόρδου οργάνου, εκτελούμενο αυθόρμητα ή κι αναπάντεχα, του προξενεί μιαν άμεση απήχηση. Ενώ ο βόρειος Γερμανός για να σχηματίση μια κρίση για την εκτέλεση, περιμένει την έκβαση της συνολικής εντύπωσης. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα το εκπληκτικό σ' αυτήν την εξαιρετικά πρωτότυπη διακοπή των τυμπάνων στο σκέρτσο της Ενάτης συμφωνίας, που έγινε καταληπτό και κρίθηκε από το κοινό στην ώρα του, σαν μια αυθόρμητη έμπνευση».
Μετάφραση Γ. ΠΛΟΥΤΗ (περ. «Μουσική Κίνησις», Νοέμ. 1949, τ. 13)
Καλλιθέα - Αθήνα, 22/7/2024