Σάββατο 15 Νοέμβρη 2025 - Κυριακή 16 Νοέμβρη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ - 105 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ
Αυτός που πίστευε πως «η τιμιότητα είναι εξυπνάδα»

Ηταν Γενάρης του 1990. Επρόκειτο να ξεκινήσω μια νέα εκπομπή στην ΕΡΤ, το «Συμπόσιο» (κάτι σαν προάγγελο του «Κοίτα τι έκανες»). Δεν είχα ούτε χαρά, ούτε διάθεση, ούτε κουράγιο να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της. Μόλις είχε πεθάνει η μητέρα μου.

Αν υπήρξε ένας άνθρωπος εκείνη την περίοδο που με στήριξε επί της ουσίας (και που δυστυχώς η συνεργασία μας σε εκείνη την εκπομπή δεν ευοδώθηκε), ήταν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. Το μόνο που μας ένωνε μέχρι τότε ήταν κάποιες συνεντεύξεις που του είχα κάνει στην εφημερίδα και στο ραδιόφωνο, και δύο γεύματα στο σπίτι της πρώην συντρόφου του και καλής μου φίλης Μαρίας Αλκαίου. Οι δυο μας όμως δεν ήμασταν φίλοι. Δεν είχε κανένα λόγο να ασχοληθεί μαζί μου. Το έκανε όμως.

Κι εγώ δεν γίνεται να το ξεχάσω, ούτε το πραγματικό ενδιαφέρον του, ούτε τις πολύωρες συζητήσεις μας - στην προσπάθειά του να με βοηθήσει - σε κάτι άβολες πλαστικές καρέκλες έξω από το στούντιο, σε κάτι καφέ της Αγ. Παρασκευής και στο κυλικείο της ΕΡΤ.

Και όταν δεν μπορούσα να μιλήσω, με καθησύχαζε, εξηγώντας μου πως ο μεγάλος πόνος είναι βουβός και πως το πένθος δεν έχει λόγια.

Σήμερα, 15/11, συμπληρώνονται 105 χρόνια από τη γέννηση αυτής της φλογερής προσωπικότητας, που συνδύασε με σπάνια συνέπεια την Τέχνη και την πολιτική, τον ηθοποιό με τον δάσκαλο, τον αιώνιο μαθητή με τον ακούραστο εργάτη του θεάτρου, τον ευαίσθητο φίλο και τον αγωνιστή κομμουνιστή.

Χρόνια μετά, διαβάζοντας τις απόψεις του, κατάλαβα γιατί μου είχε σταθεί έτσι. «Οδηγός μου», έλεγε, «υπήρξε πάντα το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο. Γιατί πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν μπορούμε να υπάρξουμε μόνοι. Υπάρχουμε επειδή συνυπάρχουμε. Αν απομονωθούμε, όπως συμβαίνει δυστυχώς στις μέρες μας, αυτό σημαίνει θάνατο».


Αυτήν ακριβώς τη συμπεριφορά, το νοιάξιμο, την αλληλεγγύη, τη στήριξη και το ενδιαφέρον, τη συνάντησα όταν δραστηριοποιήθηκα - και τυπικά - στο Κόμμα και ήρθα σε καθημερινή επαφή με τους ανθρώπους του.

Νιώθω σήμερα πως του το χρωστάω αυτό το κείμενο.

«Η Τέχνη ως μέσο, η συνείδηση ως οδηγός»

Ο Διαμαντόπουλος, με την πεισματικά εφηβική σκέψη, εκτός από κορυφαίος ηθοποιός και δάσκαλος υποκριτικής, με ουσιαστική 57χρονη προσφορά, υπήρξε και ένας ζεστός και ευαίσθητος άνθρωπος, που όπως λένε οι μαθητές του ήταν αυτός που τους δίδαξε ότι πέρα από την Τέχνη, πρέπει να αγαπούν και να υπηρετούν τον άνθρωπο.

Η καλλιτεχνική προσφορά του είναι πλούσια και ποικιλόμορφη. Και τι δεν έκανε αυτός ο άνθρωπος... Δίδαξε θέατρο, ίδρυσε σχολές, έστησε θιάσους, βοήθησε νέους ηθοποιούς, ανέβασε μεγάλα έργα, μεγαλούργησε σε ρόλους, σχολίασε με το έργο του το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.

Η Τέχνη για τον Διαμαντόπουλο ποτέ δεν ήταν αποκομμένη από την κοινωνία. Αντιθέτως, ήταν «όπλο» έκφρασης και ταξικής συνείδησης. Ελεγε: «Ακόμα και τώρα πιστεύω ότι είμαι λειψός, δηλαδή "χωράει κι άλλο"... Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανένα τέλος σ' αυτό το "χωράει"...».

Στο θέατρο, στον κινηματογράφο, αλλά και στην τηλεόραση, η παρουσία του είχε χαρακτήρα ουσιαστικής παρέμβασης. Ποτέ δεν είδε την παράσταση ως εμπόρευμα.


Ο αγώνας για εξέλιξη και η άρνηση του συμβιβασμού υπήρξαν κεντρικά στοιχεία στη ζωή του.

Η πολιτική του στάση δεν ήταν παρά φυσική συνέχεια της καλλιτεχνικής του επιλογής, αφού γι' αυτόν ίσχυε το «Η Τέχνη ως μέσο, η συνείδηση ως οδηγός».

Υπηρέτησε την ιδεολογία του με συνέπεια και αξιοπρέπεια, εντάσσοντας την καλλιτεχνική του εργασία στο πλαίσιο του λαϊκού κινήματος. Η κριτική του στον πολιτισμό ως εμπόρευμα ήταν σαφής, θεωρούσε ότι το θέατρο που γίνεται απλώς για να πουλήσει εξασθενεί, υποτάσσεται στη λογική της αγοράς και τελικά χάνει τον πραγματικό του λόγο. Να σημειωθεί ακόμα πως με το δικό του «Νέο Θέατρο» και με ιδρύσεις δραματικών σχολών, προσέφερε υποδομές για την ανάπτυξη της Θεατρικής Τέχνης.

Η προσήλωση στο ΚΚΕ και η ταξική αλήθεια

Ο Διαμαντόπουλος, αυτός ο ανιδιοτελής ιδεολόγος του θεάτρου, που διαμόρφωσε γενιές ηθοποιών ως δάσκαλος, υπήρξε πρωταγωνιστής σε σημαίνουσες παραστάσεις και τηλεοπτικές σειρές που άφησαν εποχή. Ποιος ξεχνάει το τολμηρά ανατρεπτικό, αντικαθεστωτικό (και μάλιστα κάτω από τη μύτη της χούντας) και πάντα επίκαιρο «Εκείνος και Εκείνος» με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο;

Ανήκε ενεργά στο ΚΚΕ και εξέφραζε πάντα δημόσια τη στάση του με σαφήνεια. Ελεγε: «Ο κομμουνισμός είναι στέρεος. Κυκλοφορεί μέσα στο ανθρώπινο αίμα. Ο Μαρξ δεν εφηύρε έτσι μια φιλοσοφία, αλλά την άντλησε από την ανθρώπινη πραγματικότητα. Είναι όνειρο ανθρώπινο, όνειρο δικό μας, το να υπάρξει μια κοινωνία ελεύθερη και οι άνθρωποι να ζουν με ισότητα και δικαιοσύνη. Πρέπει να έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας, γιατί το κεφάλαιο και ο καπιταλισμός ξέρει πολλά κόλπα».


Για τον ίδιο, η Τέχνη και η πολιτική δεν ήταν δύο χωριστά πεδία, αλλά ένας ενιαίος αγώνας:

«Εγώ ευτυχώς δεν έχω πάψει να ονειρεύομαι. Δεν έχω πάψει να θέλω. Βέβαια, αυτό κοστίζει κόπους, διαψεύσεις. Ομως αυτό δεν με πειράζει», εξομολογιόταν.

«Πιστεύω στον κομμουνισμό», δήλωνε το 1993 στα «Νέα». Σε μια εποχή που κάποιοι πίστευαν πως η «κατάρρευση» είχε δημιουργήσει αδιέξοδα, εκείνος τολμούσε και έλεγε «και, αν θέλετε, τώρα πιο πολύ από πριν».

Διευκρίνιζε πάντα ότι η ιδεολογική του τοποθέτηση και η κομματική του ένταξη δεν ήταν ...από πείσμα. «Είμαι προσανατολισμένος», τόνιζε. «Δεν διεκδικούμε το αλάθητο του ιδεολογικού μας χώρου, υπάρχουν όμως κάποιες βασικές αρχές που μένουν αναλλοίωτες και αδιαπραγμάτευτες. Δεν παραμένω από καθήκον. Είναι στάση ζωής. Ετσι λειτουργώ. Το να είναι κανείς τίμιος είναι και εξυπνάδα».

«Πρόσεχε την τηλεόραση!»

Γνωριστήκαμε την εποχή που υλοποιούσε ένα μεγάλο του όνειρο, τότε που δημιουργούσε το «Θεατρικό Εργαστήρι». Ηθελε να δώσει όσα πιο πολλά εφόδια μπορούσε στους αυριανούς ηθοποιούς, να τους μυήσει στα μυστικά της δραματικής Τέχνης (κάτι που επανέλαβε και στο «Σύγχρονο Θέατρο» που ίδρυσε το 1993 και όπου έπαιξε και τον τελευταίο του θεατρικό ρόλο).


Κάθε φορά όμως που η συζήτησή μας έφτανε στην τηλεόραση, δεν σταματούσε να μου λέει να προσέχω πολύ τις παγίδες και τις «Σειρήνες» της, αλλά και όταν χρειαστεί να την εγκαταλείψω έγκαιρα, πριν μου κάνει κακό (φυσικά τον άκουσα, και δεν το μετάνιωσα...). Δεν κουραζόταν να μου αναλύει το κακό που κάνει αυτό το μέσο σε όλους τους τομείς. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ενώ θα μπορούσε να προσφέρει κάτι καλό και χρήσιμο, δηλαδή αντικειμενική ενημέρωση, ψυχαγωγία ποιότητας και να διαπαιδαγωγεί, τελικά έκανε ακριβώς τα αντίθετα.

Αυτός ο άνθρωπος με την ασκητική μορφή και τη βαθιά φωνή, αυτός ο ασυμβίβαστος αγωνιστής έως το τέλος, ήξερε πάντως να ονειρεύεται.

Αυτό μου το επιβεβαίωνε στις συζητήσεις μας και η σπουδαία ηθοποιός Μαρία Αλκαίου, σύντροφός του για πάνω από 23 χρόνια. Διηγιόταν γλαφυρά και τρυφερά το πώς γνωρίστηκαν το 1951, στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, όταν ο Κάρολος Κουν ανέβαζε τις «Τρεις Αδελφές». Εκείνη ήταν η Ιρίνα και εκείνος ο Ιβάν Τσεμπουτίκιν. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια της, στο περιθώριο κάποιων συνεντεύξεων που της έκανα. Σχεδόν πάντα, όποιο κι αν ήταν το θέμα, εκείνη «γυρνούσε» την κουβέντα στην παλιά μεγάλη αγάπη της:

«Ερωτευτήκαμε κεραυνοβόλα», έλεγε η Αλκαίου, με εκείνη τη βραχνή φωνή της, «και συνεργαστήκαμε με το Εθνικό μέχρι και το 1958, που φύγαμε για να κάνουμε τον δικό μας θίασο. Είχε μεγάλα όνειρα ο Βασίλης και απίστευτες αντοχές».


Πράγματι, το 1959 ιδρύουν το «Νέο Θέατρο» στην οδό Στουρνάρη, με βασικό συνεργάτη τον Γιάννη Τσαρούχη, ενώ τις τοιχογραφίες έκανε ο Γιώργος Σικελιώτης.

Εκείνος κάθε φορά μιλούσε με συγκίνηση για το πέρασμά του από το Θέατρο Τέχνης. Εκεί που πρωτόπαιξε το 1942, μαζί με τον Κουν, στην «Αγριόπαπια» του Ιψεν. Ακολούθησαν σπουδαίοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι σε έργα των Πιραντέλο, Ιψεν, Τσέχωφ, Πρίσλεϊ, Ο' Νιλ, Ξενόπουλου, Λόρκα, Ουίλιαμς, Μίλερ κ.ά.

Αργότερα ακολουθούν, με δικούς του και άλλους θιάσους: «Ο άνθρωπος, το κτήνος και η αρετή», «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού», «Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα», «Ω, τι κόσμος, μπαμπά», «Ας παίξουμε τους δολοφόνους», «Σφήκες», «Ανθρωποι και ποντίκια», «Βυσσινόκηπος», «Αννα Καρένινα», «Φοίνισσες», «Κύκλος με την κιμωλία», «Βολπόνε», «Ανάκριση», κ.ά.

Δεν «πούλησε» την ιδεολογία και το έργο του

Η παρουσία του αντισυμβατικού και μαχητικού Διαμαντόπουλου λειτουργεί ως πόλος αναφοράς, υπενθυμίζοντας ότι η υποκριτική δεν είναι απλώς ψυχαγωγία, αλλά δύναμη για αλλαγή. Η στάση του δείχνει πως το Κόμμα - και η ιδεολογία του - δεν είναι απλώς μια πολιτική επιλογή, αλλά ένας κόσμος αξιών, ένας κόσμος ανθρώπων που συνδέουν τη δημιουργία με τον αγώνα.

Σήμερα που η Τέχνη συχνά μετατρέπεται σε εμπόρευμα και η πολιτική σε διαχείριση, η στάση του υπενθυμίζει πως ο Διαμαντόπουλος αντιστάθηκε σθεναρά στη φτήνια και στην υποταγή. Υπενθυμίζει ότι υπάρχουν άνθρωποι που επέλεξαν να μη συμβιβαστούν, να μην «πουλήσουν» την ιδεολογία τους και το έργο τους. Και αυτό τον καθιστά σήμερα επίκαιρο, για όλους όσοι στο εργατικό - λαϊκό κίνημα συνεχίζουν τη μάχη για μια δίκαιη κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση.

Σημασία έχει ότι εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλη η «οικογένεια» που τιμά τον Βασίλη Διαμαντόπουλο - όχι ως μουσειακή μορφή, αλλά ως ζωντανό παράδειγμα και ως υποχρέωση για όλους μας, και σίγουρα για κάποιους από εμάς ήταν τιμή μας που ζήσαμε κοντά του ένα κομμάτι της εποχής του.


Οσο για τις νεότερες γενιές ηθοποιών και όσους υπηρετούν την Τέχνη και αγωνίζονται για δικαιοσύνη, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος αφήνει ένα μήνυμα:

Η συνέπεια, η αξιοπρέπεια και η δράση, όχι μόνο στη σκηνή αλλά και στην κοινωνία, κάνουν τη διαφορά.

Στο τέλος, ίσως αυτό να είναι και το πιο μεγάλο του επίτευγμα.



Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ