Η επιλογή της έκδοσης της «Σύγχρονης Εποχής» σε επιμέλεια του Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για την Ισοτιμία και Χειραφέτηση των Γυναικών, η μελέτη και αξιοποίησή της, επιδιώκει να συμβάλει στη συνολική προσπάθεια του Κόμματος για την αναγκαία ανάπτυξη του μαρξιστικού ιδεολογικού υποβάθρου των κομμουνιστών και κομμουνιστριών. Μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο εφόδιο στην προσπάθεια αντικειμενικής και ταξικά προσανατολισμένης προσέγγισης σύνθετων κοινωνικών ζητημάτων, όπως η σεξουαλικότητα.
Το έργο του Χόλιτσερ αποτελεί πραγματική «ανάσα» σε συνθήκες που σύγχρονες εκφράσεις του υποκειμενικού ιδεαλισμού, όπως οι ανορθολογικές θεωρίες περί «ρευστότητας» και «απροσδιοριστίας του φύλου», αναπαράγονται από τους θεσμούς του αστικού κράτους και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της καπιταλιστικής εξουσίας. Οχι μόνο διδάσκονται στις πανεπιστημιακές αίθουσες, ακόμα και στα σχολεία, αλλά αποτελούν στοιχείο της ιδεολογικής - πολιτικής αντιπαράθεσης του Κόμματος και της ΚΝΕ με σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις στις σχολές, στα σχολεία, σε χώρους δουλειάς.
Οπως σημειώνει ο πρόλογος του Τμήματος της ΚΕ για την Ισοτιμία και τη Χειραφέτηση των Γυναικών, οι συγκεκριμένες θεωρίες προβάλλουν ότι το φύλο είναι μια κατηγορία που επιβάλλεται στα άτομα από την κοινωνία και καθορίζεται από την υποκειμενική άποψη και βίωμα. Αμφισβητούν την αντικειμενική συμπληρωματικότητα του ανδρικού και του γυναικείου οργανισμού στην αναπαραγωγική διαδικασία και απογυμνώνουν τον εργαζόμενο άνθρωπο από κάθε αντικειμενικό του προσδιορισμό, ώστε να είναι πλήρως δεσμευμένος και χειραγωγούμενος από τα συμφέροντα του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σήμερα, σε συνθήκες όξυνσης των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι θεωρίες και οι αντίστοιχες πολιτικές πρακτικές προωθούνται από επιτελεία και λόμπι, ακαδημαϊκούς κύκλους, αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, αλλά και από την ίδια την ΕΕ και κυβερνήσεις των κρατών - μελών της, από το κράτος - δολοφόνο Ισραήλ.
Στο όνομα της «σεξουαλικής απελευθέρωσης» και του «άφυλου προσδιορισμού» προβάλλονται και νέα «κινήματα» με δήθεν «προοδευτικό» μανδύα. Ενοχοποιούν την «ετεροκανονικότητα» ως καταπιεστική, για να μην αμφισβητηθεί τελικά η πραγματική αιτία της γυναικείας ανισοτιμίας και καταπίεσης: Η ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία. Στοχεύουν έτσι στη διαστρέβλωση του επαναστατικού υποκειμένου, του ίδιου του χαρακτήρα της επανάστασης.
«Υπάρχουν δύο φύλα: Οι φασίστες και οι αντιφασίστες», διακήρυττε πρόσφατα μία από τις κύριες εκπροσώπους της λεγόμενης queer θεωρίας, δηλαδή των ανορθολογικών αυτών ρευμάτων, αποδεικνύοντας τον βαθιά αντιδραστικό τους χαρακτήρα. Φτάνουν στο σημείο να βαφτίζουν «φασισμό» την αποδοχή της ύπαρξης αντικειμενικής πραγματικότητας και «φασίστα» όποιον την υπερασπίζεται. Ο κάλπικος «αντισυστημισμός» τους ξεπλένει τον ίδιο τον χαρακτήρα του φασισμού και του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος που τον γεννά και τον θρέφει.
Αυτά τα αντιδραστικά επιχειρήματα αξιοποιήθηκαν πρόσφατα στην καταδικαστέα, τραμπούκικη επίθεση trans σε γυναίκες του φεμινιστικού σωματείου «Μωβ».
Η συγκροτημένη αυτή παρέμβαση της καπιταλιστικής εξουσίας και των θεσμών της δεν είναι τυχαία. Οπως αναφέρεται στον πρόλογο της έκδοσης, η σεξουαλικότητα ανάγεται σε καθοριστικό στοιχείο της στάσης ζωής και της συνείδησης του ανθρώπου, σε αντιπαράθεση με το κύριο γνώρισμα, την ταξική του θέση, στερεί τα αναγκαία «ταξικά γυαλιά» για την επαναστατική πάλη. Πρόκειται για τη σύγχρονη αστική επίθεση στη συνείδηση των εργαζομένων, ειδικά των νέων, με σκοπό τη διάβρωση και υπονόμευση της διαμόρφωσης ταξικής συνείδησης. Η βαθύτερη στόχευση βρίσκεται στην αμφισβήτηση της ίδιας της αντικειμενικής πραγματικότητας και της δυνατότητας να τη γνωρίσουμε για να την αλλάξουμε. «Λίπασμα» των ανορθολογικών θεωριών είναι το σάπιο έδαφος της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Αντίστοιχες ήταν οι προσπάθειες της αστικής τάξης και των θεσμών της ήδη από την εποχή του Χόλιτσερ. Οπως επισημαίνει και ο ίδιος εξαρχής, σκοπός του έργου του ήταν να συμβάλει στην αντίστοιχη συζήτηση που γινόταν από μερίδα των λεγόμενων «μεταρρυθμιστών», οι οποίοι πρόβαλλαν ότι η άρνηση της «αστικής σεξουαλικής ηθικής» και των «σεξουαλικών ταμπού» θα οδηγούσε «σε μια βαθιά προοδευτική κοινωνική μεταρρύθμιση, ακόμα και επανάσταση». Διορατικά επισημαίνει πως αυτές οι προσεγγίσεις αποτελούσαν όχημα ώστε να «πνίξουν τη δίψα για ριζική επαναστατική κοινωνική αλλαγή μέσα στον κατακλυσμό της κοινωνίας από τη σεξουαλική μεθοδολογία».
Η ουσία της κριτικής από τη μεριά του Χόλιτσερ έγκειται στη μεθοδολογία προσέγγισης των κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων, που παρουσιάζονται «με τρόπο ιστορικά ακαθόριστο, σαν ανεξάρτητες από τις υπόλοιπες εκδηλώσεις της ζωής».
Μέσα από την έκδοση ο συγγραφέας αναδεικνύει ότι η ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά είναι μια σύνθετη κοινωνική διαδικασία, η οποία έχει μια αντικειμενική, βιολογική βάση: Τη συμπληρωματικότητα του ανδρικού και του γυναικείου οργανισμού στην αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους. Αναλύοντας τη διαλεκτική σχέση βιολογικού - κοινωνικού στον άνθρωπο, σημειώνει ότι ο κοινωνικός τρόπος ζωής του ανθρώπου βασίζεται σε βιολογικές - φυσιολογικές ανάγκες, που καθορίζονται, ικανοποιούνται και αναπτύσσονται μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στον πρόλογο του Τμήματος της ΚΕ, «ο συγγραφέας φωτίζει τον καθοριστικό ρόλο της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου, με βάση το έργο του Ενγκελς "Διαλεκτική της Φύσης"... Οσο αναπτύσσεται ο άνθρωπος, τόσο πιο συνειδητή - κοινωνικά και πολιτισμικά - γίνεται η σεξουαλικότητά του». Από αυτήν τη σκοπιά, ασκεί κριτική στις απόψεις του βιολογικού ντετερμινισμού, που ερμήνευαν την ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά από τη μελέτη των ανθρωποειδών πιθήκων, ανάγοντάς την «στο ζωικό, "καθαρά" βιολογικό» (Κεφ. ΙΙ).
Μέσα από τη διαδρομή της «Οδύσσειας της Ιστορίας του ανθρώπου», αναδεικνύει πως η ουσία του «είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων» (Κ. Μαρξ), με καθοριστικές τις υλικές σχέσεις παραγωγής. Οπως αναφέρεται στον πρόλογο του Τμήματος, πάνω σε αυτήν τη βάση (ούτε σχολαστικά, ούτε μηχανιστικά, αλλά με διαλεκτική - υλιστική μέθοδο) ο συγγραφέας προσεγγίζει τις σεξουαλικές και οικογενειακές σχέσεις ως πλευρές «της υλικής κοινωνικής δραστηριότητας, που σχετίζονται με την παραγωγή της ζωής», με ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Ετσι προσεγγίζει και την οικογένεια, που «δεν είναι μια βιολογική αλλά πρωτίστως μια κοινωνική μορφή συμβίωσης (κοινότητα), και μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητή ως προς την καταγωγή και την εξέλιξή της» (Κεφ. ΙV). Σε αυτήν την κατεύθυνση, αποδομεί τη μεθοδολογία «του ψυχολογισμού και του κοινωνιολογισμού», που αντιλαμβάνονται αφηρημένα τον άνθρωπο ως ένα «σταθερά αμετάβλητο ον» και έτσι αδυνατούν να ερμηνεύσουν «την πραγματική ζωή στην ποικιλία της, ούτε καν τις πραγματικές συνθήκες της σεξουαλικής ζωής σε σχέση με τις αιτίες τους».
«Οπως ακριβώς δεν υπάρχει ο "αφηρημένος" άνθρωπος, έτσι δεν υπάρχει και ο "αφηρημένος" άνδρας και η "αφηρημένη" γυναίκα», αναφέρει ο συγγραφέας, φωτίζοντας ότι τα κοινωνικά γνωρίσματα των δύο φύλων διαμορφώνονται και εξελίσσονται μόνο κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές κοινωνικές συνθήκες. Οπως τονίζει ο Χόλιτσερ, ακολουθώντας τη μεθοδολογία του Ενγκελς, η «κοσμοϊστορική ήττα του γυναικείου φύλου» πηγαίνει χέρι - χέρι με την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, με τον πρώτο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας, κατά το πέρασμα από την πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία στην πρώτη ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία. Σε αυτήν τη βάση ασκεί κριτική στα διάφορα ρεύματα της ψυχολογίας και στους εκπροσώπους τους, όπως ο Φρόιντ, που δεν αναζητούν τις ιστορικά διαμορφωμένες βάσεις των κοινωνικών χαρακτηριστικών των δύο φύλων.
Στο κεφάλαιο της έκδοσης που αναφέρεται στο «σεξ στον σύγχρονο καπιταλισμό» (Κεφ. VI), ο συγγραφέας σωστά αναδεικνύει την επίδραση της εμπορευματοποίησης κάθε πλευράς της κοινωνικής ζωής, της ίδιας της σεξουαλικότητας στην κοινωνία όπου όλα πουλιούνται και αγοράζονται, στο κοινωνικό περιεχόμενο του έρωτα, των διαπροσωπικών σχέσεων. Λοιδορεί την «υποβάθμιση των σεξουαλικών σχέσεων σε πορνογραφικές σχέσεις» στον καπιταλισμό, με τη γιγάντωση της βιομηχανίας πορνό, που οδηγεί στην «αποπροσωποποίηση» και αποξένωση των σεξουαλικών σχέσεων. «Η πραγματική απελευθέρωση της σεξουαλικότητας μπορεί να συμβεί μόνο ταυτόχρονα με την απελευθέρωση των εργαζομένων. Χωρίς αυτήν, η οποία απαιτεί μια πραγματική κοινωνική επανάσταση, υπάρχει μόνο μια κάλπικη σεξουαλική επανάσταση», αναφέρει ο Χόλιτσερ περνώντας στο ξεχωριστό κεφάλαιο «Επανάσταση και τα δύο φύλα» (Κεφ. VII). Και εδώ οι κλασικοί του μαρξισμού γίνονται οδηγοί, μαζί με την καλλιτεχνική πινελιά του Μπρεχτ, σκιαγραφώντας το πραγματικό περιεχόμενο της επαναστατικοποίησης των ερωτικών - σεξουαλικών σχέσεων, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την επαναστατικοποίηση όλων των κοινωνικών σχέσεων, με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Λένιν στην Κλάρα Τσέτκιν: «Μέσα στην ατμόσφαιρα των συνεπειών του πολέμου και της επανάστασης που άρχισε, οι παλιές ιδεολογικές αξίες γκρεμίζονται... Οι νέες αξίες αποκρυσταλλώνονται σταδιακά με την πάλη. Οι απόψεις για τις σχέσεις ανθρώπου προς άνθρωπο, για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών επαναστατικοποιούνται, όπως επαναστατικοποιούνται επίσης τα αισθήματα και οι ιδέες».
Από την έκδοση γίνεται φανερό ότι μόνο πάνω στο έδαφος της οικοδόμησης των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής μπορούν να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ισότιμων σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα. Μπαίνουν οι βάσεις για την απελευθέρωση των γυναικών από κάθε κοινωνική ανισότητα, με βασική προϋπόθεση την καθολική συμμετοχή τους στην κοινωνική εργασία, που όμως δεν είναι μονόπρακτο έργο.
Οπως σημειώνεται στον πρόλογο του Τμήματος της ΚΕ, ορισμένα σημεία του κειμένου χρειάζονται κριτική προσέγγιση, όπως η ανάλυση του συγγραφέα για τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης, που βέβαια αποτελούν έκφραση των λαθεμένων στρατηγικών θέσεων στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, για τις οποίες υπάρχουν συλλογικά συμπεράσματα από το ΚΚΕ και περιλαμβάνονται σε εκδόσεις της «Σύγχρονης Εποχής». Ταυτόχρονα, τόσο στον πρόλογο όσο και στις υποσημειώσεις της έκδοσης επισημαίνονται τα σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματα ερευνών - ειδικά του Alfred C. Kinsey - που περιλαμβάνονται στο έργο του συγγραφέα, όμως εκείνη την εποχή δεν είχαν αποκαλυφθεί. Επίσης, ο πρόλογος του Τμήματος σχολιάζει την επιστημονικά λαθεμένη πρόβλεψη του συγγραφέα ότι στην πορεία εξέλιξης του ανθρώπου «δεν είναι παράλογο να εξαλειφθεί ο "σεξουαλικός διμορφισμός"» και να εξελιχθεί «σε μια κατάσταση "unisex"».
Η παραπάνω κριτική προσέγγιση δεν αναιρεί την αξία της παρούσας έκδοσης. Μαζί με άλλες εκδόσεις της «Σύγχρονης Εποχής», μπορεί να συμβάλει στον σύγχρονο ιδεολογικό - πολιτικό αγώνα του Κόμματος.
«Η Λογοτεχνία στα χρόνια της θύελλας (1940 - 1950) Για τη συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με την ΕΑΜική Αντίσταση και τον αγώνα του ΔΣΕ»
Τόσο αυτό το Επιστημονικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 21 - 22 Δεκεμβρίου 2024, όσο και αυτά που προηγήθηκαν, για τους Γιάννη Ρίτσο, Κώστα Βάρναλη, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ναζίμ Χικμέτ, αλλά και για τη συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τον Μεσοπόλεμο έχουν αποδείξει ότι επιχειρούν να προσεγγίσουν το θέμα τους ολόπλευρα, ζωντανά και όχι επιτηδευμένα.
Δεν αφορούν έναν στενό κύκλο ειδικών και μυημένων, αλλά τον καθέναν που ενδιαφέρεται να γνωρίσει και να κατανοήσει την πρωτοπόρα Τέχνη της εποχής μας, που μπορεί να γίνει ένας πραγματικός οργανωτής του συναισθήματος των μαζών για την κοινωνική τους απελευθέρωση. Τον καθέναν που ενδιαφέρεται να γνωρίσει τους λογοτέχνες μέσα από τις συγκεκριμένες ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής στην οποία έζησαν και δημιούργησαν. Και ειδικά μιλώντας για τον συγκεκριμένο τόμο σε μια εποχή που για πρώτη φορά αναπτύσσονται σε τόσο μεγάλη έκταση οι δεσμοί της λογοτεχνίας με την Ιστορία.
Οι εκπρόσωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών με τις εισηγήσεις και τις παρεμβάσεις τους συνέβαλαν καθοριστικά στην επίτευξη των στόχων του Συνεδρίου. Οι τριάντα πέντε μεστές και τεκμηριωμένες εισηγήσεις προκαλούν τον αναγνώστη να διαβάσει ακόμα πιο πολλή λογοτεχνία, να γνωρίσει τους λογοτέχνες, το έργο και τη στάση τους, σε αυτή τη «μεγάλη» δεκαετία.
Στα πρακτικά περιλαμβάνονται ο χαιρετισμός του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, καθώς και η εναρκτήρια ομιλία και το κλείσιμο από την Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού.
Στο τέλος της έκδοσης υπάρχει παράρτημα με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και περιγραφές των πολιτιστικών εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του Επιστημονικού Συνεδρίου.
Οπως σημειώνεται στον πρόλογο της έκδοσης: «Τα κείμενα τα οποία συγκροτούν την παρούσα έκδοση επιχειρούν να διερευνήσουν και να ερμηνεύσουν διαλεκτικά τη λογοτεχνική παραγωγή της ιστορικά κρίσιμης δεκαετίας που ακολουθεί τον Μεσοπόλεμο, μιας δεκαετίας η οποία σημαδεύτηκε από τον Ιταλοελληνικό Πόλεμο, την Κατοχή, την ΕΑΜική Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο και καθόρισε την ιστορική και πολιτική πορεία του τόπου μας.
Το γεγονός ότι σε μια χρονική περίοδο περιορισμένης έκτασης, τουλάχιστον με την έννοια του συμβατικού χρόνου, συμβαίνουν τόσα πολλά συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα, καθόρισε έως έναν μεγάλο βαθμό την επιλογή του συγκεκριμένου θέματος. Ηδη η μελέτη της λογοτεχνικής παραγωγής του Μεσοπολέμου είχε προετοιμάσει το έδαφος για να εξεταστεί και ερμηνευθεί κριτικά και διαλεκτικά τόσο η στάση των λογοτεχνών απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής όσο και οι τρόποι με τους οποίους αντανακλάται, έμμεσα ή άμεσα, η πραγματικότητα αυτή στο έργο τους. Ο διάλογος της Λογοτεχνίας με την Ιστορία είναι, βέβαια, διαχρονικός, υπάρχουν όμως ιστορικές περίοδοι, όπως η συνταρακτική δεκαετία του '40, κατά τις οποίες ο λογοτέχνης έρχεται υποχρεωτικά αντιμέτωπος με την Ιστορία και πρέπει αναπόφευκτα να επιλέξει τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Οι επιλογές του θα κρίνουν αποφασιστικά τον ίδιο ως άνθρωπο, αποκαλύπτοντας, ταυτόχρονα, την επίδραση που ασκεί στη στάση του και στη συμπεριφορά του η ταξική του θέση, ενώ από την άλλη, θα σηματοδοτήσουν, έως ένα μεγάλο βαθμό, την πορεία του έργου του. Με γνώμονα την πολιτική άποψη του Κομμουνιστικού Κόμματος ότι η λογοτεχνία, περισσότερο, ίσως, από κάθε άλλη μορφή τέχνης, περικλείει μέσα της μεγάλη ιδεολογική δύναμη, επιχειρήσαμε να αναδείξουμε, παράλληλα με τη διαλεκτική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη λογοτεχνική παραγωγή και την ιστορική πραγματικότητα, την καθοριστική επίδραση που άσκησε, ακόμη και σε αστούς λογοτέχνες, το έπος της ΕΑΜικής Αντίστασης και ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ)».
Τα πρακτικά του Συνεδρίου συγκροτούνται σε τρεις θεματικές ενότητες και πιο συγκεκριμένα: «Η Λογοτεχνία στα χρόνια του ιταλοελληνικού πολέμου και της Κατοχής», «Η Λογοτεχνία την περίοδο των Δεκεμβριανών», «Η Λογοτεχνία την περίοδο του Εμφυλίου».
Μέσα από αυτές τις ενότητες αναδείχθηκαν πλευρές της ζωής και του έργου των Γιάννη Μπεράτη, Οδυσσέα Ελύτη, Αγγελου Σικελιανού, Κώστα Βάρναλη, Κοσμά Πολίτη, Αγγελου Τερζάκη, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, Μ. Καραγάτση, Ηλία Βενέζη, Γιώργου Σεφέρη, Νίκου Εγγονόπουλου, Νίκου Γκάτσου, Γιώργου Κοτζιούλα, Θέμου Κορνάρου, Νικηφόρου Βρεττάκου, Γιάννη Ρίτσου, Νίκου Καββαδία, Τάσου Λειβαδίτη, Ρίτας Μπούμη - Παππά, Νίκου Παππά, Βασίλη Ρώτα, Μενέλαου Λουντέμη, Θεοδόση Πιερίδη, Μέλπως Αξιώτη, Δημήτρη Χατζή, Σωτήρη Πατατζή, Ασημάκη Πανσέληνου, Κούλη Ζαμπαθά, Θράσου Καστανάκη, Μανόλη Αναγνωστάκη, Γιώργου Θεοτοκά, Γιάννη Σκαρίμπα, Φώτη Αγγουλέ, Δημήτρη Ραβάνη - Ρεντή, Κώστα Πουρναρά - Μπόση, Πέτρου Ανταίου, Αλέξη Πάρνη, Γιώργη Λαμπρινού, Τάκη Αδάμου, Νίκου Κυτόπουλου, Νίκου Καζαντζάκη, Μιχάλη Κατσαρού, Γιάννη Δάλλα, Στρατή Τσίρκα κ.ά.
Επίσης, υπήρξαν ξεχωριστές εισηγήσεις οι οποίες στάθηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, όπως τα «Νεοελληνικά Γράμματα», οι «Πρωτοπόροι», «Ελεύθερα Γράμματα», «Νέα Εστία», αλλά και στο αντάρτικο τραγούδι κ.λ.π.
Αλλωστε, όπως επισημαίνεται στον πρόλογο της έκδοσης: «Η επιλογή να οργανωθεί η θεματική του συνεδρίου σε τρεις άξονες (Η λογοτεχνία στα χρόνια του Ιταλοελληνικού πολέμου και της Κατοχής, Η λογοτεχνία την περίοδο των Δεκεμβριανών, Η λογοτεχνία την περίοδο του Εμφυλίου), οι οποίοι προσδιορίζουν την κάθε θεματική ενότητα χρονικά και τη σηματοδοτούν ιστορικά, με βάση τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, βασίζεται στην αντίληψη ότι ένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης, αλλά γέννημα της εποχής του, της οποίας την πραγματικότητα αντανακλά με ποικίλους και διαφορετικούς λογοτεχνικούς τρόπους.
Οι κεντρικές εισηγήσεις που προηγούνται σε κάθε θεματική ενότητα, οριοθετούν το ιστορικό και λογοτεχνικό πλαίσιο κάθε περιόδου, εξασφαλίζουν τη συνοχή της ενότητας και συμβάλλουν στη διαλεκτική ερμηνευτική προσέγγιση των λογοτεχνικών έργων.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο συγκεκριμένος τρόπος διάρθρωσης της θεματικής του Συνεδρίου, ο οποίος, έως έναν μεγάλο βαθμό, υπαγορεύει και τον τρόπο ανάπτυξης των επιμέρους θεμάτων, αποτελεί ταυτόχρονα επιστημονική απάντηση στις μεταμοντέρνες αντιλήψεις που τείνουν να κυριαρχήσουν στην εποχή μας όσον αφορά τη σχέση Λογοτεχνίας και Ιστορίας. Πρόκειται για αντιλήψεις οι οποίες αμφισβητούν την εγκυρότητα της Ιστορίας, υποστηρίζουν την υποκειμενικότητα της αλήθειας και αρνούνται το γεγονός ότι η ιστορική γραφή αναφέρεται σε ένα πραγματικό παρελθόν ή παρόν. Ετσι, σύμφωνα με τις μεταμοντέρνες αντιλήψεις, τα όρια της λογοτεχνικής και ιστορικής γραφής, κατά κύριο λόγο στην πεζογραφία, δεν είναι διακριτά, υπό την έννοια ότι η ιστορική και η λογοτεχνική αφήγηση σχεδόν ταυτίζονται όχι μόνο ως προς τους αφηγηματικούς τρόπους και το περιεχόμενο αλλά και ως προς τους στόχους που επιδιώκουν. Συνέπεια των αντιλήψεων αυτών είναι το γεγονός ότι συσκοτίζεται η διαλεκτική σχέση Λογοτεχνίας και Ιστορίας, ενώ, συγχρόνως, ακυρώνονται οι προϋποθέσεις για τη διαλεκτική κριτική και ερμηνεία των λογοτεχνικών έργων».