για να μην τους γλέπουμε,
μεγάλους φόβους βάλαν πίσω, μπρος κι ανάμεσα,
αλλάξανε και τον αγέρα για να μην τους εύρει μήδε η
στόχασή μας αγεροπερπάτητη,
αλλάξανε και τον αγέρα για να μην μπορούμε ν' ανασάνουμε.
Μια μυρουδιά από σάπια σίδερα στον αέρα.
Είναι απ' τις άγκυρες των παλιών καραβιώνε που βουλιάξανε.
Είναι απ' τις αλυσίδες που φόρεσαν στα ποδάρια και στα
χέρια των αντρείων.
Δεν είναι τούτη η μυρουδιά της πατρίδας μας (...)
Μόνο, καμμιά βολά, τη νύχτα, νιώθουμε να σμίγουνε ξανά
τα δόντια,
να σφίγγουν και να τρίζουν, και σ' αυτό το τρίξιμο
σάμπως να σμίγει ο κόσμος πάλι.
Είναι η αδικία που σμίγει ώρα την ώρα τους αδικημένους -
Είναι το δίκιο μας που σμίγει σε γροθιά τα δάχτυλά μας
τα σπασμένα-.
(Γ. Ρίτσος, «Μαντατοφόρες», Γυάρος, Σάμος, 1967 - 1969)
«Τάφος των ζωντανών», «θανατονήσι» και «διαβολονήσι» είναι μερικές από τις προσωνυμίες της Γυάρου. Ενα ξερονήσι, 9 μίλια ανατολικά της Σύρου, που από την αρχαιότητα κιόλας χρησιμοποιήθηκε ως κάτεργο - τόπος εξόντωσης.
Την πρώτη εικόνα του νησιού για τις τοποθεσίες των όρμων, αλλά και για τους φριχτούς βασανισμούς, την δίνουν οι ίδιοι οι κρατούμενοι, καταγράφοντας μυστικά όσα ζουν στο θανατονήσι από το 1947 έως το 1950. Υπεύθυνοι για τη συγκέντρωση αυτού του υλικού και την ταξινόμησή του ήταν οι Παρασκευάς Φουντουραδάκης και Πάνος Μιχαηλίδης. Τα σχέδια τα έκαναν οι ζωγράφοι Ασαντούρ Μπαχαριάν και Μιχάλης Κρύσαλης.
Τα χειρόγραφα έβγαλε από τη Γυάρο ο Κώστας Μαραγκουδάκης, κρυμμένα στον διπλό πάτο μιας βαλίτσας. Το υλικό κυκλοφόρησε το 1952 σε έκδοση με τίτλο «ΓΙΟΥΡΑ - Ματωμένη Βίβλος», από το εκδοτικό του ΚΚΕ «Νέα Ελλάδα».
Αξιοποιώντας υλικό από την παραπάνω έκδοση, επιχειρούμε ένα μικρό «οδοιπορικό» στους 5 όρμους.
Ο 1ος όρμος ήταν ο όρμος - «πρωτεύουσα», που έφτασε να έχει στις σκηνές του έως 5.500 άτομα. Ανάμεσα σε δύο χαράδρες χτίστηκε το στρατόπεδο.
Ομως, η οργάνωση, η αλληλεγγύη και η πίστη στα ιδανικά του αγώνα νίκησαν την κρατική βία και τρομοκρατία. Είναι χαρακτηριστικές οι μικρές, αλλά τόσο ουσιώδεις πράξεις αντίστασης που «άνθισαν» εκείνα τα χρόνια.
Στις 6 Δεκέμβρη του '48, οι κρατούμενοι άρχισαν να εύχονται στους Νικολήδες. Και οι ευχές δεν αφορούσαν μόνο τους παρόντες, αλλά και τον τότε ΓΓ του Κόμματος, Νίκο Ζαχαριάδη. Ετσι, η ευχή «να ζήσουν όσοι γιορτάζουν σήμερα» γινόταν ξέσπασμα ανάτασης από σκηνή σε σκηνή. Η κηδεία του κρατούμενου Κώστα Συρινιώτη μετατράπηκε σε διαδήλωση το 1950. Περνώντας η νεκρική πομπή μπροστά από τον 1ο όρμο, 5.000 κρατούμενοι, γονατισμένοι ευλαβικά, φώναζαν: «Αθάνατος, αθάνατος».
Ο 3ος όρμος χρησιμοποιήθηκε για την απομόνωση των διανοούμενων και των στελεχών. Η δύναμή του έφτασε τους 990.
Ηταν ο όρμος που σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της καταναγκαστικής δουλειάς. Η δύναμή του έφτασε τους 2.000. Χαρακτηριστικό είναι το μαρτύριο της πέτρας. «Ολος ο όρμος για πέτρα. Τους στέλνει στα βουνά να σπάσουν πέτρα. `Η στο Γλαρονήσι κοντά (3 χιλιόμετρα) πορεία στα κατσάβραχα. Φέρνουν την πέτρα μπρος στον όρμο και τη ρίχνουν στη θάλασσα. Δυο χιλιάδες άνθρωποι μήνες ολόκληρους τσακίζονται 10 ώρες τη μέρα να πετούν πέτρα στη θάλασσα! Το μαστίγιο δουλεύει συνέχεια, σ' όποιον δεν παίρνει μεγάλη πέτρα, σ' όποιον περπατά αργά... Ο Κούτρας κάθεται σ' ένα ύψωμα κινώντας το μαστίγιο. Και φωνάζει: "Δουλεύετε, δουλεύετε. Οταν κάνετε το γιοφύρι απ' τη Γιούρα στη Σύρα, τότε θα φύγετε"...» (από το βιβλίο «Γιούρα το θανατονήσι»).
Από τον Ιούνη του 1950 άρχισαν να μεταφέρουν εκεί αυτούς που είχαν κάνει δηλώσεις. Γρήγορα, όμως, πολλοί έκαναν αντιδηλώσεις. «Οσο αυξαίνει η κτηνωδία των δημίων μας, τόσο αυξαίνει και περισσότερο το πείσμα μας. Τόσο περισσότερο τρανώνει η πίστη μας, γιγαντώνει η θέλησή μας να μείνουμε τίμιοι, αξιοπρεπείς, παλικάρια, έτσι όπως μας θέλει ο λαός μας... Είναι τόσο υπέροχο το παράδειγμά μας, που συγκινεί βαθιά κι όσους συγκρατούμενούς μας λύγισαν και φύγανε από κοντά μας. Αυτούς που κάτω από τα βασανιστήρια της Ασφάλειας, την απειλή του θανάτου στα στρατοδικεία, τις τρομερές συνθήκες των φυλακών και της Γιούρας κάναν δήλωση. Σήμερα άρχισαν να 'ρχονται πολύ κοντά μας. Κι οι αντιδηλώσεις περήφανες, θαρραλέες, τίμιες είναι η καλύτερη απάντηση σ' όλες τις μέθοδες καταπίεσης...» (από το βιβλίο «Γιούρα το θανατονήσι»).
Ανάμεσα στον 4ο και τον 5ο όρμο στέκει το κτίριο των φυλακών, το μεγαλύτερο ακόμα κτίριο των Κυκλάδων. Η κατασκευή του, από τους ίδιους τους κρατούμενους, ολοκληρώθηκε το 1955.
Στα χρόνια της δικτατορίας, καραβιές νέων φυλακισμένων φτάνουν στη Γυάρο. Στοιβάχτηκαν σε άθλιες συνθήκες, στα βρώμικα και εγκαταλειμμένα για χρόνια κτίρια και σε σκηνές στους όρμους του νησιού. Τον Αύγουστο του '67 δημοσιεύεται αεροφωτογραφία στο ιταλικό περιοδικό «L' Europeo», όπου διακρίνονται το κτίριο των φυλακών και ο 5ος όρμος να είναι ασφυκτικά γεμάτος με σκηνές.
Σε αυτόν τον χώρο στέκει από το περασμένο Σάββατο το Μνημείο του ΚΚΕ, σύμβολο τιμής, μνήμης και περηφάνιας, αντάξιο των χιλιάδων αλύγιστων της ταξικής πάλης.
Η τοποθέτηση του Μνημείου συμβάλλει στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και στην ανάδειξη της Γυάρου ως ιστορικού τόπου, που πρέπει να γίνει επισκέψιμος με τη δημιουργία προβλήτας και με σωστικές παρεμβάσεις στα κτίσματα που καταρρέουν.
Σε αυτό το Μνημείο μπροστά, έσμιξαν οι παλιότερες και νεότερες γενιές του Κόμματός μας. Σύντροφοι που εξορίστηκαν και επέστρεψαν ξανά, απόγονοι που ήθελαν να γνωρίσουν τον τόπο που φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν οι δικοί τους άνθρωποι και πολλοί ακόμα, που με την παρουσία τους δήλωσαν: «Είμαστε εδώ, δεν σας ξεχνάμε. Το παράδειγμά σας, η αντοχή σας είναι οδηγός τιμής και δράσης».
Εσμιξαν, ορκιζόμενοι ότι η θυσία τους δεν πήγε χαμένη. «Παίρνουμε δύναμη από το παράδειγμα όλων αυτών, όλων όσοι έδωσαν τη ζωή τους για να λάμψει η αλήθεια, "για να γενούνε τα σκοτάδια λάμψη". Είμαστε σίγουροι ότι "οι μέρες που λαχτάρησαν" οι κρατούμενοι της Γυάρου, οι ήρωες του εργατικού μας κινήματος, "θα 'ρθουν". Οι μέρες που λαχταρούμε όλοι και όλες εμείς, η σημερινή νέα γενιά, "θα 'ρθουν". "Θα φροντίσουμε" κι εμείς με τη σειρά μας, όπως οι προηγούμενες γενιές, "γι' αυτό"...», όπως ανέφερε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, στην ομιλία του.
Το Μνημείο μας πια στέκει αγέρωχο, στέλνοντας «περήφανο χαιρετισμό» σε όλο το νησί, στους όρμους, εκεί που βασανίστηκαν, πόνεσαν, ξαγρύπνησαν, άντεξαν οι σύντροφοί μας κι ας ήξεραν, «πως ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει», παλεύοντας «πόσες φωλιές νερού να συντηρήσουν μέσα στις φλόγες». Η «Ρωγμή» στέκεται εκεί, για να μνημονεύει ότι οι αγώνες και οι θυσίες δεν πάνε χαμένες, δίνουν τη σκυτάλη στο σήμερα και στο αύριο, μπαίνουν σφήνα στο σάπιο εκμεταλλευτικό σύστημα, μέχρι την ανατροπή του!
Το κύριο «σώμα» του Μνημείου είναι δύο χαλύβδινες κολόνες, κατασκευασμένες από COR - TEN, ένα είδος χάλυβα, που παρότι είναι πάρα πολύ ανθεκτικό και έχει αντοχή στις καιρικές συνθήκες, παίρνει πολύ γρήγορα το χρώμα της σκουριάς. Αυτό εξυπηρέτησε τον δημιουργό του έργου πρώτα και κύρια να «δέσει» το Μνημείο με το χώρο.
Τον βοήθησε όμως να αναδείξει και τους συμβολισμούς που ήθελε να δώσει μέσα από το έργο. Ο χάλυβας έχει υπάρξει αντικείμενο του ανταγωνισμού των «μεγάλων δυνάμεων» για δύο σχεδόν αιώνες. Αξιοποιώντας τον λοιπόν στην κατασκευή του Μνημείου, επιδιώκει μια ευθεία αναφορά στο καπιταλιστικό σύστημα και την εξέλιξή του μέχρι τη σημερινή εποχή. Τα σημάδια της διάβρωσης στο σώμα του είναι εμφανή. Η σκουριά εκφράζει το παλαιό, το πεπερασμένο.
Από τις δύο κολόνες εξέχουν ανοξείδωτα πρίσματα, σαν να βγαίνουν από το εσωτερικό τους, «σκίζοντας» το χάλυβα. Συμβολίζουν το νέο, το ελπιδοφόρο, μια ιδεολογία η οποία είναι αναλλοίωτη. Μια ιδεολογία που δημιουργεί ρωγμές και παλεύει να ανατρέψει το προηγούμενο, σάπιο οικοδόμημα. Αυτό υποδηλώνει άλλωστε και η φωτεινότητά τους, όταν το φως αντανακλάται πάνω τους σε διάφορες ώρες της μέρας, σε αντίθεση με το χαλύβδινο σώμα, που διατηρεί ανεπίστρεπτα το χρώμα της σκουριάς.
Τα πρίσματα είναι είκοσι ένα, όσα και τα χρόνια λειτουργίας του κολαστηρίου της Γυάρου. Εμμεση αναφορά στους κρατούμενους, στους εξόριστους που υπέφεραν, βασανίστηκαν ή έχασαν ακόμα και τη ζωή τους, παρέμειναν όμως ακλόνητοι στις ιδέες τους.
Γύρω από τον πυρήνα του Μνημείου υπάρχει ένας περίβολος, με ανοίγματα που επιτρέπουν στον επισκέπτη να μπει μέσα. Δημιουργείται ένας υποτυπώδης λαβύρινθος, που βοηθά να παρατείνει ο επισκέπτης την παραμονή του στο εσωτερικό του Μνημείου, ώστε να έχει τη δυνατότητα περισυλλογής.
Εξωτερικά του πετρόχτιστου περιβόλου, υπάρχει πάλι μεταλλική κατασκευή. Σε εκείνες τις πλάκες αναγράφονται μαρτυρίες των κρατουμένων, συμβάλλοντας στην προσπάθεια να «ζωντανέψουν» εκείνες οι μέρες για τον σημερινό επισκέπτη.
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Γ. Κατσαντώνη, κρατούμενου στη Γυάρο: «Δύο χιλιάδες εφτακόσιες μέρες σ' αυτό το νησί του διαβόλου, εννιά μίλια ανατολικά απ' τη Σύρο, άγονο, άνυδρο, με μόνους κάτοικους τους αρουραίους, τους σκορπιούς και τα γαϊδουράγκαθα, να σε δέρνει μερόνυχτα εκείνος ο δαιμονισμένος άνεμος, να σε τυφλώνει η αντάρα του αγριεμένου πελάγου και να μη βλέπεις καΐκι για παρηγοριά μέρες πολλές, σκασμένος από τη δίψα, νηστικός και άρρωστος, χωρίς γιατρό και περίθαλψη καμιά, και από πάνω να λυσσομανάει ο βούρδουλας - τα μπαμπού - του Γλάστρα, φορτωμένος πέτρες και βράχια όλη μέρα στην ανηφόρα προς το "Ιστίμπεη", να σπαρταράς κρεμασμένος στη "Συκιά" για "παραδειγματισμό"».
Αλλά και το απόσπασμα από παράνομο χειρόγραφο λεύκωμα των κρατούμενων αγωνιστών της Γυάρου: «Εμείς έχουμε επίγνωση της αναγκαιότητας της θυσίας μας. Ζωή και νιάτα και υγεία τα δίνουμε για το μεγάλο σκοπό του Κόμματός μας, για το ιδανικό του κομμουνισμού. Ρίχνουν τα βόλια του χαλασμού στην καρδιά μας. Και μεις. Ζήτω το ΚΚΕ».
Αναγράφονται επίσης τα ονόματα των νεκρών της Γυάρου, αλλά και των εξόριστων και φυλακισμένων που πέθαναν κατά τη μεταφορά στη Σύρο, προκειμένου να αποφευχθεί η καταγραφή θανάτων στο νησί, και οι χρονολογίες που λειτούργησε το κολαστήριο.
«Σφραγίδα» στο Μνημείο, η επιγραφή «100 χρόνια ΚΚΕ», σκαλισμένη πάνω στο μεταλλικό σκαρί του. Ζωντανή μαρτυρία για το Κόμμα που γέννησε τέτοιους αλύγιστους...