Ο «Γνωστικός Πόλεμος» το «νέο πεδίο μάχης» του ΝΑΤΟ
Τα παραπάνω ακούγονται κατά την έναρξη μίας από τις πιο δημοφιλείς σειρές πολεμικών βιντεοπαιχνιδιών, σχολιάζοντας την τεχνολογική εξέλιξη στα πεδία των μαχών. Τα επιτελεία του ΝΑΤΟ, ωστόσο, φαίνεται να διαφωνούν. Ακόμα και στην εποχή της πληροφορίας, των drones, των δορυφόρων, των πληγμάτων ακριβείας, ο άνθρωπος και ο έλεγχος της συνείδησής του παραμένουν το επίκεντρο στον πόλεμο...
Το ετήσιο συνέδριο «επικοινωνιολόγων» του ΝΑΤΟ (NATO Communicators Conference) πραγματοποιήθηκε φέτος στην Αθήνα, στα τέλη Σεπτέμβρη. Σε αυτό συμμετείχαν σχεδόν 500 στελέχη για να συζητήσουν έναν νέο τύπο πολέμου, που στοχεύει απευθείας στο ανθρώπινο μυαλό, στον τρόπο που οι άνθρωποι σκέφτονται, αισθάνονται και παίρνουν αποφάσεις.
«Το συνέδριο», σημειώνεται στον λογαριασμό της «Συμμαχικής Διοίκησης Μετασχηματισμού» (Allied Command Transformation - ACT) του ΝΑΤΟ, «επικεντρώθηκε στην πρόκληση του Γνωστικού Πολέμου (Cognitive Warfare) - στο πώς οι αντίπαλοι στοχεύουν τις αντιλήψεις, χειραγωγούν την πληροφορία και επιχειρούν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη». Οπως υπογράμμισε από το βήμα του συνεδρίου η δρ Vlasta Zekulic, αναπληρώτρια διευθύντρια Στρατηγικής Διαχείρισης και Επικοινωνιών της ACT, «ο Γνωστικός Πόλεμος στοχεύει το ανθρώπινο μυαλό - την απόλυτη διάσταση της σύγκρουσης».
Ωστόσο, πίσω από τη ρητορική περί προστασίας των πολιτών από «εχθρικές επιρροές» οι ΝΑΤΟικοί επιχειρούν να κρύψουν ότι αναπτύσσουν συστηματικά ένα νέο δόγμα πολέμου, που μετατρέπει τον ανθρώπινο νου σε πεδίο μάχης. «Το συνέδριο τόνισε ότι το ΝΑΤΟ δεν πρέπει μόνο να αμύνεται απέναντι σε επιθέσεις στον γνωσιακό χώρο, αλλά και να δρα ενεργά μέσα σε αυτόν», αναφέρει η ανάρτηση της ACT.Σύμφωνα με τον ορισμό που έχει διατυπώσει η ACT, ο «Γνωστικός Πόλεμος» αφορά «δραστηριότητες που διεξάγονται σε συγχρονισμό με άλλα μέσα ισχύος για να επηρεάσουν στάσεις και συμπεριφορές μέσω της επιρροής, προστασίας ή/και διατάραξης της ατομικής και ομαδικής νόησης, προκειμένου να αποκτηθεί πλεονέκτημα». Πρόκειται για μια μορφή σύγκρουσης όπου στόχος είναι ο έλεγχος του τρόπου με τον οποίο σκέφτονται και αποφασίζουν οι άνθρωποι.
Αυτή η προσέγγιση διαφέρει ουσιαστικά από τον παραδοσιακό «πόλεμο της πληροφορίας», δηλαδή το τι σκέφτονται οι λαοί μέσω της χειραγώγησης της πληροφόρησης. Ο «Γνωστικός Πόλεμος» στοχεύει στο πώς σκέφτονται οι άνθρωποι, επιδιώκοντας να διαταράξει την ίδια τη λογική σκέψη και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. «Ο Γνωστικός Πόλεμος δεν είναι το μέσο με το οποίο πολεμάμε - είναι ο ίδιος ο αγώνας. Ο εγκέφαλος είναι τόσο ο στόχος όσο και το όπλο στον αγώνα για γνωστική υπεροχή. Ο αγώνας σε αυτό το περιβάλλον περιλαμβάνει σκόπιμες, συγχρονισμένες στρατιωτικές και μη στρατιωτικές δραστηριότητες σε όλο το φάσμα του ανταγωνισμού, με σκοπό την απόκτηση, τη διατήρηση και την προστασία του γνωστικού πλεονεκτήματος», αναφέρει η ACT.
Η ανάπτυξη της έννοιας του «Γνωστικού Πολέμου» στηρίζεται σε δεκαετίες έρευνας στη Νευροεπιστήμη, στη Συμπεριφορική Οικονομία, στην Ψυχολογία και σε άλλες επιστήμες. Οι θεωρητικοί του ΝΑΤΟ επικαλούνται τη μελέτη του Ισραηλινο-Αμερικανού νομπελίστα ψυχολόγου Daniel Kahneman και τη θεωρία του για την «ταχεία» και «αργή» σκέψη, αλλά και αντίστοιχες άλλων, που υποστηρίζουν ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό των αποφάσεων των ανθρώπων είναι συνειδητές και ορθολογικές, λιγότερο από 5%. Το υπόλοιπο των αποφάσεων είναι περιορισμένο και επηρεάζεται από ασυνείδητους παράγοντες όπως η επανάληψη, οι αυτόματες αντιδράσεις, οι προκαταλήψεις και τα σφάλματα σκέψης, κάτι που αποκαλείται «περιορισμένη ορθολογικότητα».
Εκθεση δημοσιευμένη από το Allied Command Transformation: «Λαμβάνοντας υπόψη το Φύλο στον Γνωστικό Πόλεμο» |
Ο Γάλλος καθηγητής Bernard Claverie, ένας από τους «πρωτοπόρους» του ΝΑΤΟ στη μελέτη του «Γνωστικού Πολέμου», επισημαίνει ότι οι σύγχρονες «σκληρές» γνωσιακές επιστήμες έχουν αλλάξει ριζικά το τοπίο: «Αυτές οι επιστήμες μελετούν τη σκέψη ως υλικό αντικείμενο... Τα αποτελέσματά τους δείχνουν ότι είναι δυνατόν να στοχευτούν με ακρίβεια οι ίδιες οι γνωσιακές διαδικασίες, και έτσι να τροποποιηθούν άμεσα οι διαδικασίες σκέψης του αντιπάλου».1
Οπως σημειώνει ο ίδιος, ο «Γνωστικός Πόλεμος» μπορεί να επηρεάσει τη βραχυπρόθεσμη σκέψη, τη λήψη αποφάσεων και την αντίδραση, μέσω της επιρροής της προσοχής, χρησιμοποιώντας γνωστικές προκαταλήψεις, την αντανακλαστική σκέψη για να τροποποιηθούν οι συνήθειες σκέψης των θυμάτων. «Γνωστικός πόλεμος είναι η τέχνη χρήσης τεχνολογικών εργαλείων για την αλλοίωση της νόησης των ανθρώπινων στόχων (...) με αρνητικές συνέπειες τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Ο Γνωστικός Πόλεμος θεωρείται πλέον ξεχωριστός τομέας στον σύγχρονο πόλεμο. Δίπλα στους τέσσερις στρατιωτικούς τομείς που ορίζονται από το περιβάλλον τους (Ξηρά, Θάλασσα, Αέρας και Διάστημα) και στον κυβερνοχώρο, που τους συνδέει όλους, πρόσφατα γεγονότα που ανέτρεψαν τη γεωπολιτική ισορροπία δυνάμεων κατέδειξαν πως αυτός ο νέος τομέας πολέμου έχει αναδυθεί και τεθεί σε χρήση».
Και εξηγεί: «Ενας πιλότος μπορεί να εξαναγκαστεί να αντιδράσει με λάθος τρόπο σε συγκεκριμένη κατάσταση, ενός τεχνικού που είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση μιας μηχανής μπορεί τα κίνητρά του σταδιακά να υπονομευτούν από "ψηφιακο-κοινωνικές" επιρροές, ή άτομα μπορούν να ριζοσπαστικοποιηθούν μέσα σε ομάδες ταυτότητας μέσω κοινωνικών πλατφορμών, για να πειστούν - φαινομενικά με τη δική τους ελεύθερη βούληση - για την ηθική ορθότητα θανατηφόρων επιχειρήσεων».2Ο όρος «Γνωστικός Πόλεμος» χρησιμοποιείται με αυτήν τη σημασία στις ΗΠΑ από το 2017, για να περιγράψει ειδικότερα τους τρόπους χειραγώγησης των μηχανισμών νόησης ενός εχθρού ή των πολιτών του. «Αν και αυτή η ευρεία αποστολή πάντοτε αποτελούσε μέρος της τέχνης του πολέμου, εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν νέο κλάδο, που απαιτεί περαιτέρω ανάλυση», αναφέρει ο Claverie: «Αναπτύσσονται νέες θεωρίες, μεταξύ τους εκείνες που σχετίζονται με την ανθεκτικότητα ή τις αδυναμίες των νευροεπιστημών, την εκμετάλλευση των γνωστικών προκαταλήψεων και της πιθανότητας γνωσιακών σφαλμάτων, τη χειραγώγηση των αντιλήψεων, τον τρόπο με τον οποίο η προσοχή μας μπορεί να υπερφορτωθεί ή να κατευθυνθεί, καθώς και τις γνωσιακές πιέσεις που μπορεί να προκληθούν. Ολα αυτά έχουν προβλέψιμες συνέπειες στην πνευματική μας οξύτητα, στις κοινωνικές σχέσεις και στα κίνητρά μας, καθώς και στην αποτελεσματικότητα των οργανισμών».
Το συνέδριο της Αθήνας αφιερώθηκε σε μεγάλο βαθμό στον ρόλο των αναδυόμενων τεχνολογιών στον «Γνωστικό Πόλεμο». Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεωρούνται το κύριο πεδίο μάχης. Οπως σημειώνουν οι αναλυτές, ένας μέσος χρήστης περνά σε αυτά 2,5 ώρες τη μέρα, δηλαδή 5,5 χρόνια σε μια μέση ζωή. Αυτή η τεράστια έκθεση δημιουργεί πρωτοφανείς «ευκαιρίες» για διαμόρφωση και έλεγχο της νόησης.
Η παραγωγική Τεχνητή Νοημοσύνη (Generative AI) αναμένεται να μεταμορφώσει περαιτέρω το τοπίο. Οχι μόνο θα αυξήσει τον όγκο και την εμβέλεια των εκστρατειών παραπληροφόρησης, μειώνοντας τα οικονομικά και τεχνικά εμπόδια, αλλά θα βελτιώσει επίσης την ποιότητα και την αποτελεσματικότητά τους.
Χαρακτηριστικό είναι το πρόγραμμα του επόμενου αντίστοιχου συνεδρίου του ΝΑΤΟ, του «Digital Frontlines 2025», που προγραμματίστηκε για τις 8 Οκτώβρη στη Ρίγα της Λετονίας, όπου παρουσιάζονται οι προτεραιότητες του «Γνωστικού Πολέμου» του ΝΑΤΟ. «Φέτος η ατζέντα του συνεδρίου θα καλύψει το μέλλον των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την επιρροή της Τεχνητής Νοημοσύνης στην κρίση και την ορθολογική σκέψη, καθώς και τις ευπάθειες στον χώρο του gaming», σημειώνεται, και τα θέματα είναι μεταξύ άλλων τα εξής:
- Το Μέλλον των Κοινωνικών Δικτύων: Πώς να παραμείνει το ΝΑΤΟ κυρίαρχο στις αναδυόμενες πλατφόρμες.
- Προσέγγιση Κοινού σε Περιορισμένα Πληροφοριακά Περιβάλλοντα: Με άλλα λόγια, πώς να διεισδύσει η ΝΑΤΟική προπαγάνδα σε χώρες όπου τα ΜΜΕ ελέγχονται από «εχθρικές» κυβερνήσεις.
- Ο Ρόλος των Influencers στις Στρατηγικές Επικοινωνίες: Η χρησιμοποίηση δημοφιλών προσωπικοτήτων των social media για τη διάδοση μηνυμάτων του ΝΑΤΟ.
- Ψυχαγωγία ή Εκμετάλλευση; Μέσα στον Χώρο του Gaming: Το gaming, με εκατομμύρια νέους χρήστες παγκοσμίως, αναγνωρίζεται ως κρίσιμο πεδίο «Γνωστικού Πολέμου».
- Πέρα από τις Μεγάλες Εταιρείες - Η Περίπτωση των Αποκεντρωμένων Κοινωνικών Δικτύων: Πώς να αντιμετωπιστούν οι πλατφόρμες που δεν ελέγχονται από «δυτικούς» επιχειρηματικούς ομίλους.
Αυτά τα θέματα αποκαλύπτουν την πλήρη έκταση της στρατηγικής: Κανένας χώρος της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας δεν πρέπει να μείνει εκτός ελέγχου. Από τα παιδιά που παίζουν «Fortnite» μέχρι τους νέους που ακολουθούν influencers στο Instagram, όλοι πρέπει να εκτεθούν στην «σωστή» αφήγηση.
Ο χώρος των video games, συγκεκριμένα, θεωρείται ιδιαίτερα ευάλωτος και «προνομιακός». Εκατομμύρια νέοι περνούν ώρες καθημερινά σε εικονικούς κόσμους όπου οι αφηγήσεις για πόλεμο, ηρωισμό και εχθρούς διαμορφώνονται από τους δημιουργούς των παιχνιδιών. Το ΝΑΤΟ αναγνωρίζει ότι αυτές οι εμπειρίες διαμορφώνουν τις αντιλήψεις των νέων για τη σύγκρουση, τον στρατό και τον πόλεμο, και θέλει να διασφαλίσει ότι αυτές οι αφηγήσεις συμβαδίζουν με τα συμφέροντα της Συμμαχίας.
Το ΝΑΤΟ εστιάζει συστηματικά σε δύο κύριους ανταγωνιστές του στον «Γνωστικό Πόλεμο», την Κίνα και τη Ρωσία. Οσον αφορά τη Ρωσία, οι ΝΑΤΟικοί αξιωματούχοι επικεντρώνουν στις επιχειρήσεις παραπληροφόρησης, ιδιαίτερα γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου τονίζουν ότι οι ρωσικές εκστρατείες παραπληροφόρησης για την υπονόμευση της «δυτικής» υποστήριξης προς την Ουκρανία έχουν εντατικοποιηθεί.
Μεγαλύτερο δε ενδιαφέρον επικεντρώνουν στις μελέτες τους για την περίπτωση της Κίνας, που σύμφωνα με αναλύσεις του αμερικανικού στρατού οι Ενοπλες Δυνάμεις της αντιμετωπίζουν τον «Γνωστικό Πόλεμο» ως ισότιμο με τους άλλους τομείς πολέμου (αέρα, θάλασσα, Διάστημα) και θεωρούν ότι αποτελεί κλειδί για τη νίκη - ιδιαίτερα τη νίκη χωρίς πόλεμο.
Σε άρθρο περιοδικού του Εθνικού Πανεπιστημίου Αμυνας των ΗΠΑ, με τίτλο «Η επιδίωξη στρατιωτικού πλεονεκτήματος από την Κίνα μέσω της γνωστικής επιστήμης και της βιοτεχνολογίας»,3σημειώνεται: «Οι ΗΠΑ αρχίζουν να αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς προκλήσεις για τη στρατιωτική και τεχνολογική υπεροχή που απολάμβαναν στην πρόσφατη Ιστορία. Η Κίνα εμφανίζεται ως δύναμη σε μια σειρά αναδυόμενων τεχνολογιών και αναγνωρίζει τη σημερινή τεχνολογική επανάσταση ως μια κρίσιμη - ακόμα και ιστορική - ευκαιρία για την επίτευξη στρατηγικού πλεονεκτήματος.
Η κινεζική καινοτομία είναι έτοιμη να επιδιώξει συνέργειες μεταξύ της επιστήμης του εγκεφάλου, της Τεχνητής Νοημοσύνης και της βιοτεχνολογίας, οι οποίες μπορεί να έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις στη μελλοντική στρατιωτική της ισχύ. Οι Κινέζοι στρατιωτικοί ηγέτες φαίνεται να πιστεύουν ότι τέτοιες αναδυόμενες τεχνολογίες αναπόφευκτα θα οπλοποιηθούν, συχνά επικαλούμενοι ένα απόφθεγμα του Ενγκελς: Μόλις οι τεχνολογικές εξελίξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς και έχουν χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς, πολύ άμεσα και σχεδόν αναγκαστικά, συχνά παραβιάζοντας τη βούληση του διοικητή, προκαλούν αλλαγές ή ακόμα και μετασχηματισμούς στον τρόπο του πολέμου. Ο στρατός της Κίνας σκοπεύει να επιτύχει ένα επιχειρησιακό πλεονέκτημα αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία κατά τη διάρκεια αυτού του μετασχηματισμού.
(...) Σύμφωνα με τον He Fuchu, τότε πρόεδρο της κινεζικής Ακαδημίας Στρατιωτικών Ιατρικών Επιστημών, το 2015: "Η σφαίρα των επιχειρήσεων θα επεκταθεί από τον φυσικό τομέα και τον τομέα των πληροφοριών στον τομέα της συνείδησης. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος θα γίνει ένας νέος χώρος μάχης". Κατά συνέπεια, η επιτυχία στο μελλοντικό πεδίο της μάχης θα απαιτήσει την επίτευξη όχι μόνο "βιολογικής κυριαρχίας", αλλά και "νοητικής / γνωστικής κυριαρχίας". Αυτές οι νεοσύστατες έννοιες, οι οποίες συζητούνται όλο και πιο τακτικά σε επιδραστικά γραπτά, αντικατοπτρίζουν την αναγνώριση, από τον στρατό της Κίνας, της αυξανόμενης σημασίας της αμφισβήτησης της ανωτερότητας εντός αυτών των νέων συνόρων για την επίτευξη πλεονεκτήματος. Παρά την πολυπλοκότητα και την ικανότητα των προηγμένων τεχνολογιών, αυτό το ανθρώπινο στοιχείο του πολέμου παραμένει μια κρίσιμη ευπάθεια και πηγή πιθανού πλεονεκτήματος».
Το συνέδριο του ΝΑΤΟ στην Αθήνα δεν ήταν μια ακαδημαϊκή συζήτηση. Ηταν ένα εργαστήριο για την τελειοποίηση τεχνικών χειραγώγησης της κοινής γνώμης και ελέγχου της σκέψης. Οι σχεδόν 500 «γνωστικοί πολεμιστές», όπως χαρακτηρίστηκαν οι συμμετέχοντες, συγκεντρώθηκαν για να σχεδιάσουν «πώς να κερδίσουν, να διατηρήσουν και να προστατεύσουν το γνωστικό πλεονέκτημα». Οπως ανέφερε ο Jay Paxton, διευθυντής Δημοσίων Υποθέσεων και αναπληρωτής διευθυντής Στρατηγικών Επικοινωνιών του ACT, «οι επικοινωνιολόγοι συγκεντρώθηκαν εδώ για να προσπαθήσουν να καταλάβουν τι πρέπει να κάνουμε για να προστατεύσουμε καλύτερα 1 δισεκατομμύριο πολίτες στο πληροφοριακό περιβάλλον». Η φράση είναι αποκαλυπτική: Δεν μιλούν για το να πληροφορούν 1 δισεκατομμύριο πολίτες, αλλά για το να τους «προστατεύουν» - με άλλα λόγια, να ελέγχουν ποιες πληροφορίες θα λάβουν και πώς θα τις ερμηνεύσουν.
Η ρητορική του ΝΑΤΟ περί «προστασίας» των πολιτών από γνωστικές επιθέσεις συνυπάρχει με την ανοιχτή συζήτηση για το πώς αυτό θα «λειτουργήσει ενεργά» στον «Γνωστικό Πόλεμο». Η διαφορά δεν εμφανίζεται στις μεθόδους, αλλά στον σκοπό. Οταν το ΝΑΤΟ χρησιμοποιεί τον «Γνωστικό Πόλεμο» στους λαούς των κρατών - μελών του, το κάνει «για το καλό τους», για να τους «προστατέψει» από «παραπληροφόρηση». Οταν οι ανταγωνιστές του κάνουν το ίδιο, είναι «γνωστική επίθεση» και «υπονόμευση της δημοκρατίας». Αυτή η υποκριτική προσέγγιση είναι εμφανής σε κάθε έγγραφο, κάθε παρουσίαση, κάθε ανάλυση του NATO.
Πίσω από τη ρητορική για την «υπεράσπιση της δημοκρατίας» και την «προστασία από παραπληροφόρηση», κρύβεται μια στρατηγική που θέτει τον ανθρώπινο νου ως πεδίο μάχης και τους πολίτες ως στόχους - όχι μόνο των «εχθρών», αλλά και των αστικών κυβερνήσεων των κρατών τους.
Η όλη συζήτηση θυμίζει το σκοτεινό, βάρβαρο πρόγραμμα «MK Ultra» της CIA την περίοδο 1953 - 1973 στις ΗΠΑ. Το κατά πόσο τα επιτελεία του ΝΑΤΟ αλλά και οι ανταγωνιστές τους μπορούν να εφαρμόσουν στην πράξη τον «Γνωστικό Πόλεμο», ή αν τελικά θα αποτελέσουν και αυτά έμπνευση για τηλεοπτικές σειρές σαν το «Stranger Things», μένει να φανεί. Η ουσία όμως βρίσκεται πέρα από τη στόχευση, και στο αναλλοίωτο στον χρόνο συμπέρασμα που αναδεικνύεται χαρακτηριστικά από τον Μπρεχτ: «Στρατηγέ, το τανκ σου είναι δυνατό μηχάνημα / Θερίζει δάση ολόκληρα, και εκατοντάδες άντρες αφανίζει / Μόνο που έχει ένα ελάττωμα: Χρειάζεται οδηγό».
Παραπομπές:
1. https://innovationhub-act.org/wp-content/uploads/2023/12/CW-article-Claverie-du-Cluzel-final_0.pdf
Τι ειπώθηκε στη συγκέντρωση ανώτατων Αμερικανών στρατιωτικών απ' όλο τον κόσμο
«Καλημέρα και καλώς ήρθατε στο υπουργείο Πολέμου, διότι η εποχή του υπουργείου Αμυνας τελείωσε». Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε την ομιλία του ο Πιτ Χέγκσεθ, υπουργός Πολέμου (πρώην Αμυνας) των ΗΠΑ, στη συνάντηση των 800 και πλέον αξιωματικών του αμερικανικού στρατού απ' όλο τον κόσμο που έγινε την περασμένη Τρίτη στην Ουάσιγκτον.
Τόσο η ομιλία του Χέγκσεθ, όσο και του Προέδρου Τραμπ στην ίδια συνάντηση αποτελούσαν στην πραγματικότητα ένα πολεμικό ανακοινωθέν, που επιβεβαιώνει την ανεπίστρεπτη πορεία κλιμάκωσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, φέρνοντας ακόμα πιο κοντά τον κίνδυνο μιας γενικευμένης ανάφλεξης.
Τα Μέσα Ενημέρωσης εστίασαν κυρίως στις διακηρύξεις για την κατάργηση της «πολιτικής ορθότητας» στις αμερικανικές Ενοπλες Δυνάμεις: «Τέλος στους μήνες ταυτότητας, τα γραφεία διαφορετικότητας και ένταξης, τους τύπους με φορέματα. Τέλος στη λατρεία της κλιματικής αλλαγής. Τέλος στη διαίρεση, την απόσπαση προσοχής και τις ψευδαισθήσεις περί φύλου», είπε ο Χέγκσεθ.
Ο Χέγκσεθ όμως ήταν ξεκάθαρος σε ό,τι αφορά τον σκοπό της συνάντησης: «Από αυτή τη στιγμή, η μόνη αποστολή του πρόσφατα αναστηλωμένου υπουργείου Πολέμου είναι η εξής: Η διεξαγωγή πολέμου, η προετοιμασία για πόλεμο και η προετοιμασία για νίκη, (είμαστε) αδυσώπητοι και ασυμβίβαστοι σε αυτή την επιδίωξη».
Ως προς αυτό, δεν άφησε κανένα περιθώριο παρερμηνείας: «Αυτή είναι μια στιγμή αυξανόμενα επείγουσας ανάγκης. Οι εχθροί μας συγκεντρώνονται. Οι απειλές αυξάνονται. Δεν υπάρχει χρόνος για παιχνίδια. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι». Υπογραμμίζοντας την επιτακτική ανάγκη για περισσότερα όπλα και πολεμικά μέσα, πρόσθεσε: «Αυτή η επείγουσα στιγμή απαιτεί φυσικά περισσότερα στρατεύματα, περισσότερα πυρομαχικά, περισσότερα drones, περισσότερα Patriot, περισσότερα υποβρύχια, περισσότερα βομβαρδιστικά B-21. Απαιτεί περισσότερη καινοτομία, περισσότερη Τεχνητή Νοημοσύνη σε όλα και μπροστά από την καμπύλη, περισσότερες κυβερνοεπιθέσεις, περισσότερο χώρο, περισσότερη ταχύτητα.
Η Αμερική είναι η ισχυρότερη, αλλά πρέπει να γίνουμε ακόμη ισχυρότεροι - και μάλιστα γρήγορα. Η ώρα είναι τώρα και ο σκοπός είναι επείγων. Η στιγμή απαιτεί την αποκατάσταση και την επανασυγκέντρωση της αμυντικής μας βιομηχανικής βάσης, της ναυπηγικής μας βιομηχανίας και την επαναφορά (της παραγωγής) όλων των κρίσιμων εξαρτημάτων εντός της χώρας. Απαιτεί επίσης να παρακινήσουμε τους συμμάχους και τους εταίρους μας να αναλάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί και να μοιραστούν το βάρος».
Κάτω απ' αυτό ακριβώς το πρίσμα, της εντατικής προετοιμασίας των ΗΠΑ και των συμμάχων τους απέναντι στα ανταγωνιστικά στρατόπεδα που αμφισβητούν την κυριαρχία τους στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, πρέπει να ιδωθεί και η συγκέντρωση όλης της ανώτερης ηγεσίας του αμερικανικού στρατού.
Εξηγώντας τα παραπάνω, ο Χέγκσεθ ανακοίνωσε πως η συνάντηση συμβολίζει την «ημέρα απελευθέρωσης» του αμερικανικού στρατού: «Σήμερα είναι άλλη μια μέρα απελευθέρωσης - η απελευθέρωση των Αμερικανών πολεμιστών, στο όνομα, στην πράξη και στις αρμοδιότητες. Σκοτώνετε ανθρώπους και καταστρέφετε πράγματα για βιοπορισμό. Δεν είστε πολιτικά ορθοί και δεν ανήκετε απαραίτητα πάντοτε στην ευγενική κοινωνία».
Συνεχίζοντας στον ίδιο τόνο, ξεκαθάρισε στους αξιωματικούς: «Δεν είμαστε απλοί πολίτες. Ούτε εσείς είστε πολίτες. Εχουμε τεθεί χωριστά για έναν συγκεκριμένο σκοπό (...) Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για πόλεμο, όχι για άμυνα. Εκπαιδεύουμε πολεμιστές, όχι υπερασπιστές. Κάνουμε πολέμους για να νικήσουμε, όχι για να αμυνθούμε. Η άμυνα είναι κάτι που κάνεις συνεχώς (...) Ο πόλεμος είναι κάτι που κάνεις με φειδώ, με όρους δικούς μας και με σαφείς στόχους. Πολεμάμε για να νικήσουμε. Απελευθερώνουμε συντριπτική και τιμωρητική βία ενάντια στον εχθρό».
Παρά την προσπάθεια πολλών Μέσων να υποβαθμίσουν τη συνάντηση και όσα ειπώθηκαν σ' αυτήν, η ουσία παραμένει: Η πρωτοφανής εδώ και δεκαετίες απειλή της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα από την Κίνα, που πρωτοστατεί στο υπό διαμόρφωση ευρασιατικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, μαζί με τη Ρωσία και άλλες χώρες - συμμάχους τους, βάζει φωτιά σε όλο τον πλανήτη, φουντώνει τα πολεμικά μέτωπα...
Καθόλου τυχαία, στα νέας κοπής παραμύθια που ξεφουρνίζουν το διάστημα αυτό κυβέρνηση και λοιπά αστικά επιτελεία, στο επίκεντρο της προσπάθειας εφησυχασμού μπαίνει η προσπάθεια να υποβαθμιστούν η συνάντηση Τραμπ - Ερντογάν και τα όσα συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν εκεί, με τα περί της «πιο ακριβής φωτογραφίας» που έβγαλε ο Τούρκος Πρόεδρος, που «έδωσε δισ. και δεν πήρε τίποτα» και άλλα τέτοια.
Τη γνώμη τους σίγουρα δεν τη συμμερίζονται μια σειρά ευρωατλαντικά επιτελεία, που περιγράφουν την συνάντηση ως ορόσημο στο αμερικανοτουρκικό παζάρι και στην προσπάθεια σταθεροποίησης της Τουρκίας στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο, μέσα από την αναβάθμισή της σε μια σειρά μέτωπα. Χαρακτηριστικοί του «πνεύματος» είναι οι τίτλοι στα άρθρα που δημοσίευσε αμέσως μετά τη συνάντηση ένα από τα think tanks - «ναυαρχίδες» των ΗΠΑ, το περιβόητο «Atlantic Council»: «Ο Τραμπ υπογραμμίζει την περιφερειακή επιρροή του Ερντογάν», «Η Ουάσιγκτον και η Αγκυρα ξεκλειδώνουν το τεράστιο δυναμικό τους στον τομέα του ενεργειακού εμπορίου», «Η Τουρκία είναι ο παράγοντας με τον οποίο ο Τραμπ θέλει να συνεργαστεί στη Συρία», «Η συνεργασία για την Ουκρανία θα μπορούσε να βοηθήσει στην ενίσχυση των δεσμών ΗΠΑ - Τουρκίας», «Τρεις λόγοι για τους οποίους η συνάντηση Τραμπ - Ερντογάν ήταν επιτυχημένη», ήταν κάποιοι από τους τίτλους αυτούς που έδιναν το «ζουμί» και το εύρος των παζαριών, το οποίο απλώνεται σε όλα τα ανοιχτά ζητήματα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που οξύνονται, με φόντο τη μάχη για την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα.
Η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στην περιοχή, όπως καταγράφεται στην πρόσφατη έκθεση του αμερικανικού Κογκρέσου (στην Κύπρο τα τουρκικά στρατεύματα «σταθμεύουν» στο νησί) |
Ενδεικτικά άλλωστε για το έδαφος πάνω στο οποίο έγινε το σχετικό παζάρι είναι όσα κατέγραφε στις 15 Σεπτέμβρη, λίγες μέρες πριν τη συνάντηση, σε αναλυτική έκθεσή της για την Τουρκία («Turkey: Major Issues and US Relations»), η αρμόδια υπηρεσία του αμερικανικού Κογκρέσου, επισημαίνοντας: «Οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία, σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, εναλλάσσονται μεταξύ στενής συνεργασίας και αξιοσημείωτης διχόνοιας. Η Τουρκία και άλλα "παγκόσμια αμφίρροπα κράτη" (swing states), όπως η Σαουδική Αραβία και η Ινδία, επιδιώκουν πλεονεκτήματα σε ένα παγκόσμιο σύστημα με εντεινόμενο ανταγωνισμό μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Ενώ η ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ είναι σημαντική για την ασφάλειά της και η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος και ξένος επενδυτής της Τουρκίας, η Τουρκία φέρεται να επιδιώκει να ενταχθεί στην ομάδα BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) και στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης με επικεφαλής την Κίνα και τη Ρωσία.
Ορισμένες από τις ενεργειακές διαδρομές μέσω Τουρκίας, όπως αποτυπώνονταν σε χάρτη του τουρκικού υπουργείου Ενέργειας το 2022 |
«Τα μέλη του Κογκρέσου μπορούν να εξετάσουν νομοθετικές και εποπτικές επιλογές σχετικά με την Τουρκία, συμπεριλαμβανομένων πιθανών πωλήσεων όπλων και του τρόπου αντιμετώπισης των υφιστάμενων κυρώσεων και νομοθετικών όρων», πρόσθετε η έκθεση, ουσιαστικά κλείνοντας το μάτι για την ένταση του παζαριού, που περιλαμβάνει και τα οπλικά συστήματα.
Καλούσε δε τους νομοθέτες στις αποφάσεις τους να «ζυγίσουν» ερωτήματα όπως: «Ποια είναι τα πιθανά οφέλη από τη διατήρηση ή/και την ενίσχυση των σχέσεων με την Τουρκία, δεδομένων του κεντρικού γεωπολιτικού της ρόλου σε βασικές περιοχές συγκρούσεων και στρατηγικών χερσαίων και θαλάσσιων διαδρόμων, της αποδεδειγμένης ικανότητας και δυνατότητάς της να επηρεάσει τις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις σε διάφορες γύρω περιοχές, και των πιθανώς μεγαλύτερων επιλογών που μπορεί να έχουν περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία σε μια εποχή εντεινόμενου ανταγωνισμού μεταξύ μεγάλων δυνάμεων; (... ) Ποιοι είναι οι κίνδυνοι ευθυγράμμισης της Τουρκίας με αντιπάλους των ΗΠΑ; Τι, αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευθυγράμμιση της Τουρκίας με αντιπάλους των ΗΠΑ, όπως η Ρωσία ή η Κίνα; Η απροθυμία των ΗΠΑ να μοιραστούν προηγμένη αμυντική τεχνολογία με την Τουρκία ή οι διαφωνίες με την Τουρκία σε βασικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής; Οι πρωτοβουλίες της Ρωσίας ή της Κίνας για την ενίσχυση της τουρκικής στρατιωτικής ή οικονομικής ισχύος; (...) Εάν η Τουρκία γίνει πιο εχθρική προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ, ποιες θα είναι οι περιφερειακές και παγκόσμιες συνέπειες;».
Τα παραπάνω, που αποτυπώνουν την προσπάθεια να «κερδηθεί» η Τουρκία με το ευρωατλαντικό στρατόπεδο, διαμορφώνουν και το υπόβαθρο των παζαριών, ενώ αντικατοπτρίζονται και στο πώς «διάβασε» η τουρκική πλευρά τα αποτελέσματα της πρόσφατης συνάντησης. Οπως έγραψε η φιλοκυβερνητική τουρκική εφημερίδα «Dailysabah», «η συνάντηση κατέδειξε ότι πλέον η Τουρκία δεν είναι απλώς ένας περιφερειακός παράγοντας, αλλά έχει γίνει ένα κεντρικό σημείο στη διαμόρφωση των παγκόσμιων ισορροπιών δυνάμεων. Οι στρατηγικές συμφωνίες ενεργειακής και πυρηνικής συνεργασίας που υπογράφηκαν με τις ΗΠΑ έχουν ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της Τουρκίας και τον ρόλο της στη διεθνή ενεργειακή διπλωματία. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως "ανερχόμενης δύναμης" από τον Τραμπ αποτελεί μια ανανεωμένη επιβεβαίωση της γεωπολιτικής σημασίας της χώρας στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Ταυτόχρονα, η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αντικατοπτρίζει σαφώς την επιδίωξή της για προώθηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ με ισορροπημένο τρόπο, χωρίς να περιορίζεται αποκλειστικά στον δυτικό άξονα».
«Καθώς εξελίσσονται σημαντικά γεγονότα, η Τουρκία φέρεται να επιδιώκει (...) αποδοχή και ενθάρρυνση ενός μεγαλύτερου τουρκικού ρόλου στις γύρω περιοχές», σημείωνε η προαναφερθείσα έκθεση του Κογκρέσου, με τη συνάντηση με τον Τραμπ να επιβεβαιώνει την αποδοχή αυτή από τη μεριά των ΗΠΑ, έστω και με όρους και αστερίσκους.
Στη Συρία, οι ΗΠΑ ανάβουν «πράσινο φως» για την ένταξη των κουρδικών δυνάμεων στον «συριακό στρατό» της «προσωρινής κυβέρνησης» των τζιχαντιστών υπό τη «σκέπη» της Τουρκίας, ενώ επιχειρούν να δημιουργηθεί και ένα «mondus operandi» της Τουρκίας με το Ισραήλ, που επεκτείνει τη δική του κατοχή στα νοτιοανατολικά της χώρας μετά την ανατροπή Ασαντ.
«Μετά τη συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών, έχουμε ενδείξεις ότι επιτεύχθηκε σημαντική πρόοδος σε διάφορους τομείς. Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία (σ.σ. και απεσταλμένος για τη Συρία), Τομ Μπάρακ, εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι η επανένταξη των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων στη δομή ασφάλειας του κράτους της Συρίας προχωρά και θα μπορούσε να επιτευχθεί ουσιαστικά μέχρι το τέλος του έτους», έγραφε ο Ριτς Αουτσεν, γεωπολιτικός σύμβουλος του Ατλαντικού Συμβουλίου για την Τουρκία και επί δεκαετίες κυβερνητικός αξιωματούχους των ΗΠΑ, ενώ - θυμίζουμε - έχει προηγηθεί τους προηγούμενους μήνες ο αφοπλισμός του PKK.
Οπως έγραφε ο Ομέρ Οζκιζιλτζίκ, συνεργάτης για το «Syria Project» στα Προγράμματα Μέσης Ανατολής του Ατλαντικού Συμβουλίου, «ο Ερντογάν και ο Τραμπ έχουν σύγκλιση συμφερόντων στη Μέση Ανατολή. Το όραμα της Τουρκίας για την περιφερειακή ευθύνη ευθυγραμμίζεται με τη στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ να αναθέτει βάρη σε τοπικούς συμμάχους. Αυτό είναι πιο εμφανές στη Συρία, όπου ο Τραμπ ήρε τις κυρώσεις για να επιτρέψει στους περιφερειακούς εταίρους να συμβάλουν στην ανοικοδόμηση. Για τον Τραμπ, η Τουρκία είναι ο παράγοντας με τον οποίο θέλει να συνεργαστεί στη Συρία. Ως αποτέλεσμα αυτού του σκεπτικού, μεγάλης κλίμακας επενδυτικά έργα μεταξύ Τουρκίας, Αμερικής και Κατάρ στη Συρία βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη».
Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ επιφυλάσσουν στην Τουρκία (από κοινού με το Κατάρ) ρόλο και στη Γάζα, ως «εγγυητές» για να προχωρήσει το αμερικανικό σχέδιο που παρουσιάστηκε προ ημερών για το υποτιθέμενο «τέλος του πολέμου» και τα όσα αισχρά προβλέπει αυτό σε βάρος του παλαιστινιακού λαού, μετατρέποντας την περιοχή σε αμερικάνικο προτεκτοράτο. Αλλά και συνολικά για την «επόμενη μέρα» στη Μέση Ανατολή, όπως έδειξε και η «συμπροεδρία» Ερντογάν - Τραμπ στη συνάντηση των κρατών της περιοχής (για το «σημειολογικό» του πράγματος, πρόκειται για τη συνάντηση που επικαλέστηκε η τουρκική πλευρά για την ακύρωση της συνάντησης με τον Κυρ. Μητσοτάκη, συνάντηση που - όπως γράφτηκε στον Τύπο - εκτιμήθηκε ότι αν γινόταν θα θεωρούνταν ...υποβάθμιση της παρουσίας Ερντογάν στις ΗΠΑ).
Παράλληλα, στην Κασπία και στον Καύκασο η Τουρκία βγαίνει αναβαθμισμένη από την υπογραφή, τον Αύγουστο, της «συμφωνίας ειρήνης» Αρμενίας - Αζερμπαϊτζάν στις ΗΠΑ, με «κερασάκι» τον αμερικανικό έλεγχο στον «διάδρομο Ζανγκεζούρ» (προβλέπεται να συνδέει το Αζερμπαϊτζάν με τον αζέρικο θύλακα Ναχιτσεβάν και στη συνέχεια με την Τουρκία), ο οποίος διάδρομος μπαίνει «σφήνα» σε ανταγωνιστικά σχέδια, όπως αυτά του Ιράν, της Ρωσίας, εν μέρει και της Κίνας. Ενδεικτικά άλλωστε είναι και όσα σημείωνε λίγο πριν τη συνάντηση ο Στιβ Γουίτκοφ, ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ότι συμβουλεύεται τακτικά Τούρκους βασικούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, μεταξύ τους τον υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν και τον αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών Ιμπραήμ Καλίν, για θέματα όπως η ασφάλεια στην Κασπία Θάλασσα και στη Μαύρη Θάλασσα.
Στη δε Ουκρανία η Τουρκία αναγνωρίζεται από ΗΠΑ και ΕΕ ως βασικό «μέρος της λύσης» και δύναμη «εξισορρόπησης» και «ελέγχου» της Ρωσίας, είτε στις σημερινές συνθήκες, ως «δίαυλος», είτε ως «εγγυήτρια δύναμη» σε κάποιο μεταπολεμικό σχήμα, είτε ως «μοχλός πίεσης» και «πάροχος ασφάλειας» για Ουκρανία, ΕΕ και ΝΑΤΟ σε παραπέρα όξυνση. Οπως γραφόταν μετά τη συνάντηση, «η συνάντηση στον Λευκό Οίκο μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν ανοίγει ένα σπάνιο παράθυρο ευκαιρίας για τις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας με την Ουκρανία στο επίκεντρο. Με τις ειρηνευτικές συνομιλίες να έχουν σταματήσει και τη Μόσχα να αρνείται εποικοδομητικά να εμπλακεί στις προσπάθειες διαμεσολάβησης των ΗΠΑ ή της Τουρκίας, η Ουάσιγκτον και η Αγκυρα μοιράζονται αλληλοεπικαλυπτόμενα συμφέροντα στην αποτροπή περαιτέρω ρωσικής επιθετικότητας στη Μαύρη Θάλασσα, στην αποτροπή της Ρωσίας από το να εδραιώσει πρόσθετα κέρδη στην Ουκρανία».
Βεβαίως οι αναλύσεις αυτές «προσπερνάνε» ότι παράλληλα με τις σχέσεις ανταγωνισμού η τουρκική αστική τάξη έχει διαμορφώσει και ισχυρούς δεσμούς συνεργασίας με τη Ρωσία και την Κίνα σε μια σειρά τομείς, όπως αυτός της Ενέργειας, με τη Ρωσία να παρακάμπτει (και) μέσω Τουρκίας μια σειρά κυρώσεις στους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, συμβάλλοντας παράλληλα στις μεγάλες ενεργειακές ανάγκες της Τουρκίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εκτεταμένη βιομηχανική της βάση.
Σχέσεις και διλήμματα που προφανώς διαμορφώνουν και το έδαφος για διαφοροποιήσεις και διλήμματα και στο εσωτερικό της τουρκικής αστικής τάξης, αφού όπως έγραφε πρόσφατα το «Foreign Affairs», σε άρθρο του με τίτλο «Το δίλημμα της μεσαίας δύναμης της Τουρκίας», «μια βασική ανησυχία για την Τουρκία είναι η οικονομική ασφάλεια. Σε έναν ολοένα και πιο συναλλακτικό κόσμο, οι μεσαίες δυνάμεις θέλουν να συνεργαστούν με πολλαπλές μεγάλες δυνάμεις σε βάση ανά ζήτημα. Ωστόσο, καθώς η παγκόσμια οικονομία κατακερματίζεται, επιταχυνόμενη από την κλιμάκωση των εμπορικών και τεχνολογικών πολέμων των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, πολλές χώρες θα πιεστούν επίσης να επιλέξουν πλευρά. Αυτό που καθιστά αυτήν την πράξη εξισορρόπησης πιο δύσκολη για την Τουρκία είναι ότι έχει πολλαπλές εξαρτήσεις από αντίπαλα μπλοκ. Δεν μπορεί να χάσει την πρόσβαση στο ρωσικό φυσικό αέριο, στα κινεζικά προϊόντα, στις ευρωπαϊκές αγορές ή στο αμερικανικό δολάριο. Από ρωσοκινεζικής πλευράς, το οικονομικό συμφέρον της Τουρκίας βαθαίνει. Το 2024 το συνολικό εμπόριο με αυτές τις δύο χώρες έφτασε τα 101 δισ. δολάρια, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 17% του συνολικού εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας».
Το σπάσιμο ή έστω την αποδυνάμωση αυτών των δεσμών επιδιώκουν οι ΗΠΑ, θέτοντάς τα και ως όρο για το «ξεκλείδωμα» της πρόσβασης σε στρατιωτική τεχνολογία, ενώ παράλληλα επιχειρούν να προσφέρουν ως «καρότο» συμφωνίες και συμβόλαια στον εμπορικό τομέα (όπου επιβεβαιώθηκε ο στόχος για αύξηση των εμπορικών συναλλαγών στα 100 δισ. δολάρια), για την κάλυψη των μεγάλων ενεργειακών αναγκών της Τουρκίας και τη φιλοδοξία της να αποτελέσει ενεργειακό κόμβο - εξαγωγέα στην περιοχή. Στόχος που «κουμπώνει» και με την προσπάθεια των ίδιων των ΗΠΑ να διαμορφώσουν στην Ανατ. Μεσόγειο περιφερειακό κέντρο για την τροφοδοσία της ΕΕ με αμερικανικό LNG, πιέζοντας παραπέρα και τους Ευρωπαίους «συμμάχους» τους για «απεξάρτηση» από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Οπως σημείωναν οι Αμερικανοί αναλυτές σχολιάζοντας την απαίτηση Τραμπ από την Τουρκία για μείωση των ροών ρωσικού πετρελαίου και αερίου, «ακόμα και μια σταδιακή μετατόπιση θα μείωνε την εξάρτηση της Αγκυρας από τη Μόσχα, ενώ παράλληλα θα μείωνε την κύρια πηγή εσόδων του Κρεμλίνου σε καιρό πολέμου. Αυτό, σε συνδυασμό με την πρόσφατα υπογεγραμμένη συμφωνία ΗΠΑ - Τουρκίας για την πυρηνική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ανάπτυξης μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων, σηματοδοτεί μια εναλλακτική λύση στον κυρίαρχο ρόλο της Ρωσίας στον ενεργειακό τομέα της Τουρκίας μέσω του πυρηνικού σταθμού Ακουγιού και μελλοντικών έργων».
Θυμίζουμε ότι ένα από τα «ορεκτικά» της συνάντησης Τραμπ - Ερντογάν ήταν η συμφωνία της κρατικής πετρελαϊκής τουρκικής εταιρείας BOTAS με την αμερικανική «Mercuria» και με την αυστραλιανή «Woodside Energy» (που εκμεταλλεύεται κοιτάσματα στη Λουιζιάνα των ΗΠΑ), συμφωνία διάρκειας 20 ετών, που προβλέπει την ετήσια προμήθεια της BOTAS με περίπου 4 δισ. κ.μ. LNG. Επιπλέον, παρουσία των Τραμπ και Ερντογάν ΗΠΑ και Τουρκία υπέγραψαν «Μνημόνιο Στρατηγικής Συνεργασίας στον Τομέα της Πολιτικής Πυρηνικής Ενέργειας», για την ανάπτυξη «αρθρωτών αντιδραστήρων» (SMR), που μεταξύ άλλων θεωρούνται και η «λύση» για τα ενεργοβόρα κέντρα δεδομένων (Data Centers) της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Λίγες μέρες πριν, στο περιθώριο της Ενεργειακής Συνόδου στο Μιλάνο, η Τουρκία είχε ανακοινώσει την υπογραφή συμβολαίων για την παραλαβή 15 δισ. κ.μ. LNG από τις «Hartree» (Βρετανία), «Cheniere» (ΗΠΑ), SEFE (Γερμανία), JERA (Ιαπωνία), «Equinor» (Νορβηγία), BP (Ην. Βασίλειο / Ολλανδία), «Eni» (Ιταλία) και «Shell» (ΗΠΑ). Συμφωνίες εμβάθυνσης των συνεργασιών υπογράφηκαν επίσης με την εταιρεία «Oman LNG» και την «PetroChina International», όπως και μεταξύ της τουρκικής ΤΡΑO και της αμερικανικής «Baker Hughes» για την υλοποίηση της «τρίτης φάσης» των στόχων παραγωγής στο ενεργειακό «οικόπεδο» «Sakarya», που βρίσκεται σε τουρκικά χωρικά ύδατα στη Μαύρη Θάλασσα (βλέπε αναλυτικά και «Ριζοσπάστης» 19/9/25, «Τουρκία: Διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο "ασφαλούς και αξιόπιστου" παρόχου Ενέργειας»).
Να σημειωθεί ότι τα τελευταία 7 - 8 χρόνια η Τουρκία έχει πενταπλασιάσει τις επενδύσεις της σε μονάδες επαναεριοποίησης LNG, ενώ πλέον εκτιμάται ότι διαθέτει τη 2η μεγαλύτερη ικανότητα επαναεριοποίησης LNG σε ολόκληρη την Ευρώπη (51,3 δισ. κ.μ. το 2024, πίσω μόνο από την Ισπανία με 67,1 δισ. κ.μ.).
Παράλληλα, τον περασμένο Μάη στην Αγκυρα ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών, Αλ. Μπαϊρακτάρ, υπέγραψε μαζί με τον Αιγύπτιο ομόλογό του συμφωνία που προβλέπει την αξιοποίηση τουρκικής FSRU για πρώτη φορά στο εξωτερικό, σε ένα βήμα που «ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις ενεργειακές σχέσεις Τουρκίας - Αιγύπτου», όπως σχολίαζε τότε η τουρκική κυβέρνηση, σχέσεις που αναβαθμίζονται και σε μια σειρά άλλα επίπεδα, μετά από χρόνια επιδείνωσης.
Σχολιάζοντας τις εν λόγω συμφωνίες και δίνοντας πρόσθετα «κομμάτια του παζλ», η Pinar Dost, συνεργαζόμενη ερευνήτρια στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών, έγραφε: «Είναι σημαντικό να εξεταστούν αυτές οι συμφωνίες παράλληλα με άλλες συμφωνίες που υπογράφηκαν πριν λίγους μήνες μεταξύ κορυφαίων τουρκικών, αμερικανικών και καταριανών εταιρειών για επενδύσεις στην κατασκευή σταθμών φυσικού αερίου και ηλιακής ενέργειας στη Συρία. Επιπλέον, η συμφωνία αυτών των χωρών για την άρση των εμποδίων στις εξαγωγές πετρελαίου από την περιφερειακή κουρδική κυβέρνηση του Ιράκ στο λιμάνι Τσεϊχάν της Τουρκίας, μετά από μια διετή παύση, πρόκειται να αποδώσει καρπούς. Η επανέναρξη των εξαγωγών πετρελαίου θα ωφελήσει το Ιράκ, την Τουρκία και τις αμερικανικές εταιρείες. Ενδέχεται επίσης να υπάρξει περαιτέρω συνεργασία στη Λιβύη, όπου τόσο τουρκικές όσο και αμερικανικές εταιρείες υπέγραψαν αυτό το καλοκαίρι συμφωνίες με την Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου της χώρας. Αυτή η αυξανόμενη συνεργασία θα συμβάλει στην ευημερία και στη σταθερότητα αυτών των περιοχών, όπου η Τουρκία είναι επίσης στρατιωτικά παρούσα και συμβάλλει στην ενίσχυση των κρατικών και στρατιωτικών ικανοτήτων».
Φανεροί είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο και οι λόγοι της παρουσίας της αμερικανικής «Chevron» σε ελληνικά θαλάσσια οικόπεδα, οι ταυτόχρονες επαφές υψηλού επιπέδου της εταιρείας με Τούρκους και Λίβυους αξιωματούχους (με στόχο «να πετύχει οικονομίες κλίμακας», όπως γράφτηκε) και το τι σηματοδοτεί ο αμερικανικός σχεδιασμός για τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και την επιτάχυνση των διεργασιών για τις «διευθετήσεις» στην περιοχή, με ανυπολόγιστους κινδύνους για τους λαούς.
Ενδεικτικές άλλωστε είναι και οι ειδήσεις που τις μέρες αυτές περνάνε στα «ψιλά» του αστικού Τύπου, κάτω από τους «πηχυαίους» όσο και φαιδρούς τίτλους περί της «Chevron που κατοχυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας»: Ειδήσεις όπως η πρόταση του Αμερικανού πρέσβη στην Τουρκία, Τ. Μπάρακ, για σύνοδο των χωρών της Ανατ. Μεσογείου με αντικείμενο τη μοιρασιά του ενεργειακού πλούτου της περιοχής (και μάλιστα χωρίς την παρουσία της Κύπρου), ή αυτές για την από κοινού «αποστολή» που αναλαμβάνουν ο Μπάρακ και η νέα πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Κ. Γκιλφόιλ, «να δώσουν νέα δυναμική στον ελληνοτουρκικό διάλογο».
Την ίδια ώρα, μια σειρά επιτελεία περιγράφουν τις ενεργειακές και άλλες συμφωνίες περίπου ως αμερικανικές «εγγυήσεις ασφαλείας» προς την Τουρκία για τη ΝΑΤΟική συνοχή στην περιοχή, δεδομένου και ότι το παζάρι σε σχέση με τα οπλικά συστήματα δεν έχει καταλήξει.
Οπως επισήμαινε σε άρθρο της η «δεξαμενή σκέψης» , οι ενεργειακές μπίζνες ΗΠΑ Τουρκίας «δεν μπορούν να αναγνωστούν απλά ως εμπορικό ζήτημα. Στη διεθνή πολιτική, η ενεργειακή εξάρτηση διαμορφώνει τη στρατηγική αυτονομία και η ενεργειακή διαφοροποίηση δημιουργεί νέα μόχλευση στην εξωτερική πολιτική.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, η μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο που μεταφέρεται μέσω αγωγών, μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων με τις ΗΠΑ, και η επένδυση σε τεχνολογία νέας γενιάς για την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας, αποτελούν κινήσεις που αλληλεπιδρούν απευθείας με τις αμυντικές της σχέσεις εντός και εκτός του ΝΑΤΟ (...) Για την Ουάσιγκτον, οι συμφωνίες καταδεικνύουν μια δέσμευση για τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια και ανάπτυξη της Αγκυρας, ακόμα και όταν οι κυρώσεις CAATSA περιορίζουν επίσημα το αμυντικό χαρτοφυλάκιο (...) Η διαρθρωτική αλληλεξάρτηση στην Ενέργεια και στις προηγμένες πολιτικές τεχνολογίες μπορεί να προσφέρει μια σταθεροποιητική λειτουργία, διασφαλίζοντας ότι οι διαφορές σε έναν τομέα δεν θα παραλύσουν ολόκληρη τη συμμαχία».
Την ίδια ώρα, τα παζάρια γύρω από την αναβάθμιση των F-16 και των F-35 φουντώνουν παραπέρα, με την προαναφερθείσα έκθεση στο αμερικανικό Κογκρέσο να επισημαίνει πως «6 F-35 τουρκικής ιδιοκτησίας παραμένουν αποθηκευμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα 1,7 δισ. δολάρια που καταβλήθηκαν για τα F-35 προφανώς εξακολουθούν να βρίσκονται στα χέρια των ΗΠΑ», καταγράφοντας τις συζητήσεις Αμερικανών και Τούρκων αξιωματούχων «σχετικά με το καθεστώς των S-400, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην έγκριση των ΗΠΑ για την πώληση των F-35. Σε τηλεφωνική κλήση τον Μάρτη του 2025 μεταξύ του Προέδρου Ερντογάν και του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο Πρόεδρος Τραμπ (σύμφωνα με δύο ανώνυμες πηγές) φέρεται να εξέφρασε την προθυμία του για πώληση των F-35, εάν οι δύο χώρες μπορέσουν να συμφωνήσουν σε μια ρύθμιση με την οποία οι S-400 θα καταστούν μη λειτουργικοί. (...) Αλλες αναφορές ανέφεραν ότι Αμερικανοί και Τούρκοι αξιωματούχοι συμφώνησαν να ξεκινήσουν τεχνικές συνομιλίες για την άρση των κυρώσεων». Καταγράφει επίσης τόσο την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ για την προμήθεια πυραύλων αέρος - αέρος αξίας 300 εκατ. δολαρίων στην Τουρκία, την απόρριψη από το Κογκρέσο των τροπολογιών που είχαν καταθέσει διάφορες πλευρές (μεταξύ αυτών και το ελληνοαμερικανικό λόμπι) για πρόσθετους όρους ή περιορισμούς στις αμυντικές συναλλαγές των ΗΠΑ με την Τουρκία, τις δηλώσεις Μπάρακ ότι μέχρι το τέλος του χρόνου η επίλυση των ζητημάτων αυτών θα έχει δρομολογηθεί, όπως και την πρόθεση της τουρκικής κυβέρνησης να προμηθευτεί μαχητικά αεροσκάφη «Eurofighter».
Οσο για τις δηλώσεις Φιντάν αναφορικά με τον «πάγο» των ΗΠΑ στην προμήθεια κινητήρων για τα τουρκικά μαχητικά «Kahn», παρότι προβλήθηκαν κατά κόρον ως «γκάφα» και κριτική του υπουργού Εξωτερικών προς τον Ερντογάν, περισσότερο πρέπει να ιδωθούν μέσα στο συνολικότερο όριο που θέτουν τέτοιοι περιορισμοί στην «εντυπωσιακή» (κατά τον γγ του ΝΑΤΟ Μ. Ρούτε) στρατιωτική βιομηχανική βάση της Τουρκίας, η οποία το 2024 κατέγραψε αύξηση εξαγωγών κατά σχεδόν 30%, στα 7,2 δισ. δολάρια. Σε συνεργασία δε και με άλλα ισχυρά μονοπώλια Ιταλίας, Γερμανίας, Βρετανίας κ.ά., διεκδικεί «γενναίο» κομμάτι από την «πίτα» των εξοπλισμών της ΕΕ, εν μέρει ανταγωνιστικά και ως προς αμερικανικούς επιχειρηματικούς ομίλους (χωρίς φυσικά να μπορεί να γίνει σύγκριση μεγεθών).
Και εδώ, φυσικά, στο ζύγι των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μπαίνει πέρα από τα συμφέροντα αυτά και η συνολική ικανότητα του ΝΑΤΟ στην περιοχή, με τον τουρκικό στρατό, τον δεύτερο μεγαλύτερο της συμμαχίας, να θεωρείται ο βασικότερος πυλώνας του στην περιοχή.